Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Αλήθεια και σωτηρία ? η υπαρξιακή σημασία της σύνθεσης των Ελλήνων Πατέρων. 1.Η αλήθεια και η κατάσταση της πεπτωκυίας ύπαρξης


Η σημασία της αμαρτίας για την κατανόηση της αλήθειας μπορεί να συνοψιστεί στις ακόλουθες γενικές παρατηρήσεις:
Με το να θεωρεί τον εαυτό ως το έσχατο ον, έχοντας δηλαδή την αξίωση να είναι Θεός, δημιούργησε ο Αδάμ, ο άνθρωπος, έναν κύκλο ύπαρξης, το κέντρο του οποίου είναι αυτός ο ίδιος. Έτσι, κάθε ον αναφέρεται σε τελική ανάλυση στον άνθρωπο, ο οποίος το αντιλαμβάνεται, το περιβάλλει και το κατανοεί με το νου του, τη θέληση του και την επιθυμία του. Έτσι γίνεται η δημιουργία ανίκανη να βγει έξω απ΄ τον εαυτό της, διότι πρέπει να αυτοεπιβεβαιωθεί στον ίδιο τον άνθρωπο και δια του ανθρώπου, δηλαδή σ΄ ένα δημιουργημένο ον και δια αυτού. Η σχέση ανθρώπου και φύσης ανατρέπεται και «όλη η δημιουργία συστενάζει και συνωδίνει (συμπάσχει) μέχρι σήμερα», περιμένοντας τη σωτηρία της μέσω της σωτηρίας του ανθρώπου (Ρωμ. 8,22). Αυτή η ανατροπή της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση οδηγεί σε στιγμές αδυναμίας τον άνθρωπο στο να παραδεχτεί την υπεροχή της φύσης και να ταυτίσει υπαρξιακά την αλήθεια με την ύπαρξη της φύσης (ειδωλολατρία). Αν θελήσει να απελευθερωθεί απ΄ αυτό, τότε δεν έχει καμιά άλλη επιλογή απ΄ το να επανέλθει στον εαυτό του και να θεωρήσει ως έσχατη αλήθεια την ικανότητα του να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί την πραγματικότητα. Έτσι ταυτίζεται η αλήθεια μ΄ αυτό, για το οποίο η ανθρώπινη λογική δε μπορεί να αμφιβάλλει: το adaequatio rei et intellectus γίνεται ο βασικός ορισμός της γνώσης και η αλήθεια πρέπει να προσαρμοστεί σ΄ αυτήν 91 .
Ο όρος «φύση» με την έννοια της ουσίας ή του πράγματος εμφανίζεται έτσι ως η έσχατη μορφή της αλήθειας 92 . E πειδή η ανθρώπινη θεώρηση των πραγμάτων γίνεται το κλειδί της γνώσης, πρέπει η αλήθεια να είναι αντικειμενική για να κατανοείται ή τουλάχιστον πρέπει να μπορεί να τη συναντήσει ο άνθρωπος 93 . Αυτή η συνάντηση δημιουργεί μια αντιστοιχία μεταξύ του υποκειμένου και αντικειμένου της γνώσης και η αλήθεια στηρίζεται τότε στην αμοιβαία εγγύτητα των δύο «συμβαλλομένων» 94 . Αυτή η συνάντηση ή αντιστοιχία υποκειμένου και αντικειμένου της γνώσης έχει σημαντικά αποτελέσματα για τη γνωσιολογία. Κατ΄ αρχάς πρέπει το είναι να αναλυθεί ή να χωριστεί σε ατομικά όντα. Μόνο έτσι μπορεί η ανθρώπινη λογική να κατανοήσει και να αντιληφθεί το αντικείμενο της. Η εξατομίκευση γίνεται μια βασική προϋπόθεση για την αλήθεια. Η αναλυτική μέθοδος παρουσιάζεται ως η μόνη δυνατή για τη γνώση, ενώ κάθε προσπάθεια κατανόησης του είναι στην ολότητά του, θεωρείται ως ένα είδος «μυστικισμού», από τον οποίο απειλείται να χαθεί η ιδιαιτερότητα των πραγμάτων στον ωκεανό του γενικού είναι. «Διαφορετικότητα» και «ιδιαιτερότητα» ταυτίζονται τότε με την «ατομικότητα». Έτσι η αλήθεια είτε μοιράζεται στην ατομικότητα των όντων, οπότε σ΄ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει πια μία αλήθεια ως ολότητα αλλά πολλές αλήθειες, είτε μοιράζεται στην μοναδικότητα του είναι κι έτσι απορρίπτεται η ιδιαιτερότητα και η ποικιλία των όντων ως μη-ύπαρξη και μη-αλήθεια. Το δίλημμα μεταξύ πλατωνισμού και αριστοτελισμού γίνεται έτσι η βασική δομή της γνωσιολογίας.
Μια άλλη συνέπεια διακρίνεται στη σχέση αλήθειας και αγάπης. Αν συνδεθεί η αλήθεια με τη φύση ή την ουσία των πραγμάτων κι έτσι με τη συναφή κατανόηση αυτής της εξατομίκευσης του είναι, τότε μπορεί ο άνθρωπος αναπόφευκτα να καταλήξει σε μια σχέση της κοινωνίας με την αγάπη υπό την προϋπόθεση, ότι απέκτησε τη γνώση του «αντικειμένου» της αγάπης του. «Το άλλο»- είτε είναι «πρόσωπο» είτε είναι «πράγμα», παρουσιάζεται ως αντικείμενο γνώσης, πριν λάβει χώρα μια σχέση κοινωνίας. Η γνώση προηγείται της αγάπης και η αλήθεια προηγείται της κοινωνίας. Κανείς μπορεί ν΄ αγαπήσει μόνο ό,τι γνωρίζει, διότι η αγάπη προέρχεται από τη γνώση, κατά τον Θωμά τον Ακινάτη 95 · αν αυτό ισχύει μόνο στη δική μας κατάσταση της πτώσης και δε θα έπρεπε να γίνει ένα στοιχείο στη δική μας μεταφυσική ανθρωπολογία και ακόμα λιγότερο στην ενασχόλησή μας με την θεολογία περί Τριάδος, όπως συνέβη με τον Ακινάτη. Η διχοτόμηση αγάπης και γνώσης περικλείει μια απόσταση όχι μόνο μεταξύ προσώπου και φύσης, αλλά και μεταξύ σκέψης και πράξης στο εσωτερικό της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αν τώρα η δυνατότητα της γνώσης προηγείται χρονικά της πράξης της κοινωνίας (αγάπη) και είναι ανεξάρτητη απ΄ αυτή, τότε μπορεί ο άνθρωπος να διαχωρίσει την σκέψη του από την πράξη του και να παραποιήσει την ισχύ της αλήθειας . Ο άνθρωπος γίνεται έτσι υποκριτής και πραγματικά μόνο η ανθρώπινη φύση είναι ικανή για υποκρισία.
Στην ερώτηση για τη σχέση της αλήθειας με την πράξη, την πρακτική, είναι σαφείς οι συνέπειες. Το να «πράξεις την αλήθεια» είναι ένα βιβλικό θέμα. Ακριβώς αυτό όμως είναι στον άνθρωπο αδύνατο, επειδή στην πεπτωκυία ύπαρξή του πίστη και πράξη μόνο για «μια στιγμή» μπορούν να συμπίπτουν κι αυτή η «στιγμή της ύπαρξης» δεν είναι παρά η αποκάλυψη αυτού, που θα έπρεπε να΄ ναι βασικά η ύπαρξη, αλλά δεν είναι. Ο Κ ierkegaard ανακάλυψε την αυθεντική στιγμή της ύπαρξης κι έτσι προσέθεσε στη σχέση υποκείμενο-αντικείμενο της αλήθειας το πιο μεγάλο χτύπημα στη Δύση· αυτό όμως οδήγησε μόνο στο να ταυτιστεί η αλήθεια με την αμφιβολία 96 .
Για τον πεπτωκότα άνθρωπο παραμένει έτσι ανοικτή ως μόνη εναλλακτική λύση, το να ταυτιστεί η αλήθεια με την πράξη, όπως αυτό συνέβη στον Μαρξισμό· έτσι ταυτίζεται η αλήθεια με την δραστηριότητα του ανθρώπου και καταλήγει κανείς σε μια εσχατολογία της αλήθειας ως εξέλιξης του ανθρώπου στην κοινωνία 97 . Το πρόβλημα της ελληνικής οντολογίας ξαναεμφανίζεται έτσι στην αριστοτελική του μορφή ενός δυναμισμού και μιας συναφούς ανάπτυξης του είναι (ενός «ιστορικού δαρβινισμού», όπως μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το Μαρξισμό). Αυτό συναντάται μάλιστα με την ιουδαϊκή αντίληψη της ιστορίας ως ανάπτυξη προς το μέλλον· με την καινοδιαθηκική κατανόηση της αλήθειας όμως δεν εναρμονίζεται. Ο αναπόφευκτος κολεκτιβισμός στην μαρξιστική κατανόηση της αλήθειας ως πράξης δείχνει με μεγάλη σαφήνεια, πως το όλο πρόβλημα καταλήγει σε τελευταία ανάλυση σ΄ αυτό, που στο κεφάλαιο αυτό χαρακτηρίσαμε ως εξατομίκευση του είναι. Αυτό συμβαίνει, επειδή το είναι τεμαχίζεται και εξατομικεύεται, πριν αναφερθεί στην αλήθεια. Η σύνδεση και η συνάθροιση ατόμων χρησιμεύει ως μορφή μιας αλλοιωμένης κοινωνίας και η αλήθεια απορρέει από αυτή την κολεκτιβιστική αντιμετώπιση του είναι.
Μπορούμε να απαριθμήσουμε πολλές ακόμα συνέπειες για την αλήθεια από την εξατομίκευση του είναι στην πεπτωκυία μας φύση· η πιο τραγική μεταξύ αυτών είναι η κατανόηση του θανάτου. Στο οντολογικό επίπεδο της αλήθειας δεν υπάρχει πιο ολοφάνερη παραποίηση απ΄ το λόγο περί ενός «θνήσκοντος όντος». Είναι μια εξαιρετικά παράλογη αντίφαση όρων. Το πρόβλημα του θανάτου συνδέεται με την αλήθεια στην ύπαρξη ειδικά μέσω της ταύτισης της αλήθειας με την ίδια τη φύση και συγχρόνως με την εξατομίκευση και υποδιαίρεση αυτής της φύσης. Αν αυτό σημαίνει, ότι ο Αδάμ έπρεπε να πεθάνει, επειδή είχε πέσει με το να θεοποιήσει τον εαυτό του, τότε αυτό σημαίνει ακριβώς, ότι «η αυτοθέωση», δηλαδή το έσχατο σημείο αναφοράς του είναι δεν είναι μόνο κάτι ψυχολογικό αλλά κάτι οντολογικό. Ο θάνατος δεν επέρχεται ως αποτέλεσμα τιμωρίας μιας ανυπακοής, αλλά ως αποτέλεσμα αυτής της εξατομίκευσης της φύσης, στην οποία υποτάσσεται όλος ο κόσμος. Με άλλα λόγια: υπάρχει μια εσωτερική σχέση μεταξύ του θανάτου και της εξατομίκευσης. Στη σχέση αυτή γεννηθήκαμε μέσω της παρούσας μορφής αναπαραγωγής κι αυτό ακριβώς σημαίνει, ότι έχουμε μια ζωή, η οποία δεν είναι η «αληθινή ζωή».
Το να σωθούμε από την πτώση σημαίνει ουσιαστικά, ότι η αλήθεια συνδέεται πλήρως με το είναι και έτσι οδηγεί στο να είναι η ζωή αληθινή, δηλαδή να μην πεθαίνει. Γι΄αυτό το λόγο ταυτίζεται στο τέταρτο Ευαγγέλιο η αιώνια ζωή, δηλαδή μια ζωή χωρίς τέλος και θάνατο, με την αλήθεια και τη γνώση. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο, αν μεταφερθεί η εξατομίκευση της φύσης στην κοινωνία, αν δηλαδή ταυτιστεί η κοινωνία με το είναι. Επομένως πρέπει να είναι κοινωνία η αλήθεια για να είναι ζωή.
91 Η καρτεσιανή φιλοσοφία δίνει περί αυτού ένα καλό παράδειγμα. Όταν ο Kant ορίζει την adaequatio ως «συμφωνία με τους νόμους του νου» ( Kritik der reinen Vernunft , B 350) εισάγει την υπερβατική διάσταση της αλήθειας. Αυτό βέβαια δεν αφαιρεί την έννοια της αλήθειας απ? αυτό, το οποίο χαρακτηρίζουμε ως κατάσταση της πεπτωκυίας ύπαρξης, διότι σύμφωνα με τον Kant η συνθετική ενότητα της ανθρώπινης εμπειρίας ορίζει σε τελική ανάλυση αυτό που είναι η αλήθεια, (όπ.π., Β 197).
92 πρβλ. πιο πάνω υποσ. 13.
93 Ο Ε. Β runner , όπ.π. θέλει να υπερβεί τη δομή «υποκείμενο-αντικείμενο», εισάγοντας τον όρο «συνάντηση». Το πρόβλημα βέβαια εξακολουθεί να υπάρχει όσο η έννοια «κοινωνία» δεν χρησιμοποιείται με αποφασιστικό τρόπο. Την ίδια παρατήρηση μπορεί κανείς να κάνει στο θέμα της δομής «Εγώ-Εσύ», την οποία επεξεργάστηκε ο M . Buber .
94 πρβλ. την εκτενή χρήση της «θεωρίας της αντιστοιχίας» στις μοντέρνες γνωσιολογίες.
95 πρβλ. Θωμά Ακινάτη , Summ . Theol. I , II ,4. Αυτό επιστρέφει στον Αυγουστίνο ( De Trin . 10,1).
96 Σύμφωνα με τον Kierkegaard η αλήθεια είναι η πράξη ενός ατόμου και η βάση της είναι το είναι, αλλά το «να πράξεις την αλήθεια» είναι μια υπαρξιακή παραδοξολογία, η οποία κάνει την πίστη και τον χριστιανισμό ως ολότητα ασυμβίβαστα με το λόγο.
97 Σύμφωνα με τον Μαρξ (βλ. π.χ., τη δεύτερη θέση για τον Feuerbach ) η αλήθεια αναδύεται από την πράξη στην εξέλιξή της με την κοινωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου