Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Μοναχός Γαλακτίων Ηλίε (1882-1946)


Μοναχός Γαλακτίων Ηλίε (1882-1946)


Μοναχός Γαλακτίων Ηλίε (1882-1946)
Άγνωστες μορφές του Μοναχισμού
Μοναχός Γαλακτίων Ηλίε
 Μοναστήρι Συχαστρία Νεάμτς (1882-1946)
Ο π. Γαλακτίων προερχόταν από το χωριό ΙΙιπιρίγκ του νόμου Νεάμτς. Από μικρός κοντά στους γονείς του ασχολείτο με την βοσκή των ζώων, διότι απ' αυτά ζούσαν.
Όταν μεγάλωσε, υπηρέτησε στον στρατό και κα¬τόπιν γνωρίσθηκε με τον φημισμένο μοναχό
Αθανάσιο Παβαλούκα, ο οποίος είχε πάει στην μονή Νεάμτς μαζί με τον αδελφό του και τα 300 πρόβατά τους. Με την δική του συμβουλή και ο τσομπάνης Γεώργιος, όπως λεγόταν στο βάπτισμά του, άφησε τα πάντα και επήγε για μοναχός στην Συχαστρία. Εκεί μετά από λίγο διάστημα εκάρη μοναχός με το νέο όνομα Γαλακτίων. Το μοναστήρι του έδωσε το διακόνημα που είχε και στον κόσμο. Έτσι μέχρι τον θάνατό του, επί 25 περίπου χρόνια, ήτο ο τσομπάνης των προβάτων της Μονής του.
Δεν έτρωγε παρά μόνο όταν θα ετελείωνε τον μοναχικό του κανόνα, που ήτο η ανάγνωσις του Ψαλτηρίου και η Παράκλησις της Θεοτόκου. Τετάρτη και Παρασκευή έτρωγε μετά την δύσι του ήλιου. Όταν ο βοηθός του τον ερώτησε, του απήντησε:
-Αδελφέ μου Κωστάκε, άκουσε τι μου είπε ο π. Αθανάσιος από την μονή Νεάμτς. Κάποτε ένας άγιος είδε και μετέφεραν ένα νεκρόν στον τάφο, ενώ εμπρός και οπίσω τον συνώδευαν δύο ωραίοι άγγελοι. Ο άγιος τους ερώτησε: Ποιοι είσθε, και του απήντησαν: «Εγώ ονομάζομαι Τετάρτη και εγώ Παρασκευή! Ήλθαμε εδώ με την εντολή του Κυρίου να βοηθήσουμε αυτήν την ψυχή, διότι σε όλη την ζωή της ενήστευε αυτές τις δύο ημέρες.
Γι’ αυτό κι εγώ δεν έτρωγα αυτές τις ημέρες, για να βοηθήσουν και μένα η αγία Τετάρτη και η αγία Παρασκευή στην ώρα του θανάτου μου.
Εάν περνούσε κάποιος από το μαντρί, ο μοναχός έστελνε τον δόκιμο Κωστάκη να τον καλέση για να φάγουν μαζί. Έλεγε ότι τα πρόβατα είναι πηγή πλούτου και, εάν δεν δίνουμε, αυτή η πηγή θα στερεύση. Όταν προσφέρουμε στους άλλους ελεημοσύνη, διατηρεί και τα πρόβατά μας ο Θεός υγιεινά και παραγωγικά. Και να μη εξετάζουμε πού δίνουμε, και έτσι η ευλογία του Κυρίου μας θα είναι μαζί μας.
Ο π. Γαλακτίων ήτο ο πτωχότερος μοναχός της Μονής του. Είχε μόνο μία στολή, μία πρόβεια και μερικά εσώρουχα.
-Γιατί δεν φτιάχνεις και συ μερικά ακόμη καλά ρούχα, πάτερ Γαλακτίων; τον ερώτησαν οι αδελφοί.
-Εξομολογήθηκα σ' ένα ερημίτη και μου είπε: «πάτερ Γαλακτίων, να έχεις τόση περιουσία, όση μπορείς να την μεταφέρης στην πλάτη, όταν χρειασθή να μεταφερθής από τον ένα τόπο στον άλλο». Κατόπιν μου είπε ακόμη: «Να μην αφήνης ποτέ τον κανόνα των μετανοιών, να λέγης συνεχώς την ευχή του Ιησού και να είσαι με όλους ειρηνικός, πριν από την δύσι του ηλίου. Εάν θα τα φύλαξης αυτά. θα σου χαρίση ο Θεός την σωτηρία».
Άλλοτε ο π. Γαλακτίων συνάντησε στο δάσος ένα ερημίτη και τον ερώτησε πότε θα τελειώση αυτός κόσμος και εκείνος του είπε: «όταν δεν θα υπάρχη μονοπάτι από τον ένα γείτονα στον άλλον».
Το φθινόπωρο του 1946, μετά από 30 χρόνια υπακοής, ο π. Γαλακτίων τραυματίσθηκε σοβαρά στο πόδι. Εξάπλωσε στο κρεβάτι και το πόδι του έπαθε μόλυνσι. Εκείνες τις ημέρες έμαθε ότι απέθανε ο μοναχός Ναζάριος. Τότε είπε ο π. Γαλακτίων στον Γέροντα της Μονής:
-Σας παρακαλώ, να μη διαβάσετε. Γέροντα, δύο φορές την ακολουθία της κηδείας. Αύριο το βράδυ, ώρα έξι, φεύγω κι εγώ απ' αυτή την ζωή. Να μας διαβάσετε μία φορά και τους δύο. Και πράγματι ο καλός αυτός στρατιώτης του Χριστού, όπως προείπε, εκοιμήθη την επομένη το βράδυ. Είχε συμπληρώσει 64 χρόνια ζωής του στον κόσμο αυτόν.
Όσοι τον εγνώρισαν σ' αυτή την ζωή, τον ενθυμούνται για εκείνον τον σπουδαίο λόγο που έλεγε πάντοτε: «Η αγάπη με την αδελφοσύνη, φέρουν πολύ πλούτο στον μοναχό».

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ - ΣΑΛΟΣ


Ο όσιος Ανδρέας ο δια τον Χριστόν σαλός ερμηνεύει και θεολογεί - μέρος πρώτο

Ο Επιφάνιος πήρε μαζί του τον μακάριο Ανδρέα και πήγαν στον ναό του αγίου μεγαλομάρτυρος Αγαθονίκου. Αφού κάθησαν για ησυχία κοντά στη «φιάλη» ρώτησε ο νέος:
- Πες μου, ποιο είναι το πρώτο δημιούργημα του Θεού; Θέλω πολύ να σε ακούω. Μοιάζεις με πηγή που τρέχει μέλι και γάλα.
- Ο Θεός, απάντησε ο όσιος υπήρχε ανέκαθεν και υπάρχει και θα υπάρχη με τον άναρχο Υιο και Λόγο και ζωοποιό Πνεύμα Του. Κανένα από τα δημιουργήματα δεν υπήρχε. Μόνο μία ενδοτριαδική σιγή και γαλήνη βασίλευε. Επειδή όμως ο Θεός δεν ήθελε να περιορίση το αγαθό μέσα στον εαυτό Του, σκέφθηκε να δημιουργήση τον κόσμο και να τον ευεργετήση, ξεχύνοντας επάνω του την άπειρη αγαθότητά Του. Είπε λοιπόν: «Ας δημιουργηθούν οι αιώνες», και με τον λόγο δημιουργήθηκαν οι αιώνες αμέσως. Ο Λόγος είναι ο μονογενής Υιός, ο οποίος γεννήθηκε προαιωνίως από τον Πατέρα, χωρίς να αλλοιωθεί η θεία φύσις. Ο ίδιος έγινε το θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν οι απέραντοι αιώνες, και ο ίδιος τους τελειοποίησε. Είναι λοιπόν το θεμέλιο της δημιουργίας, αλλά ταυτοχρόνως δεν παύει να είναι ως Θεός Λόγος, ενωμένος με τον ΠΑτέρα. Ο Ίδιος αλλωστε, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έγινε για χάρι μας άνθρωπος από την παρθένο Μαρία.
- Εξήγησέ μου βαθύτερα, είπε ο Επιφάνιος, ποια είναι η υπόστασις των αιώνων;
- Είναι η ατελείωτη προέκτασίς τους, δηλαδή η αδιάκοπη διαδοχή των καιρών και η απεραντοσύνη των χρόνων. Η ουσία τους είναι ένα πολύμορφο και θαυμαστό πνεύμα, το οποίο ορίζεται σε όλη την έκτασί του από επτά σημάδια (δηλαδή χωρίζεται σε οκτώ χρονικές περιόδους). 
Από τους αιώνες έλαβαν νου οι άνθρωποι και οι άγγελοι. Και στους μεν αιώνες ο Κύριος έδωσε το ξεκίνημα για αδιάκοπη πορεία, ενώ σ' εμάς και στους αγγέλους χάρισε τη ζωή. Έτσι λοιπόν οι αιώνες μας παρακινούν με την αδιάκοπη πορεία τους να πορευόμαστε κι εμείς με τον ίδιο τρόπο.
Η πορεία τους αυτή αρχή έχει, τέλος όμως ποτέ. Πήρε ο Αδάμ από την αρχή αυόν τον δρόμο των αιώνων, αλλά μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον έβδομο αιώνα. Δεν μπόρεσε εξ αι΄τιας μας, γιατί σαν απόγονοί του με το ίδιο αίμα, είμαστε το ίδιο με εκείνον και η πορεία μας είναι κοινή. Μεχρι σήμερα δηλαδή δεν συμπληρώθηκαν οι επτά αιώνες αυτού του κόσμου, τους οποίους εμείς μετράμε με χρόνια. Όταν συμπληρωθούν, θα σηκώση ο Υψιστος φοβερό άνεμο σε όλη την οικουμένη. Τότε θα συναρμολογηθούν τα οστά τωνη ανθρώπων και θα κολλήσουν αρμονικά το ένα με το άλλο. Επάνω τους θ' απλωθούν τα νεύρα και ύστερα οι σάρκες, και κάθε ψυχή αποδεσμευμένη πια από το φθαρτό σώμα της θα το παραλάβη άφθαρτο.
Τότε θα σαλπίσει ένας άγγελος με φοβερό και τρομερό σάλπισμα, και δονηθή η οικουμένη. Τα μνημεία θ' ανοίξουν, οι νεκροί θα αναστηθούν εν ριπή οφθαλμού και θα κατέβη ο Κριτής, ο οποίος θα πληρώση τον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Τότε λοιπόν θ' αρχίση ο όγδοος αιώνας, καθώς λέγει ο Σολομών: «Δος μερίδα τοις επτά, και γε τοις οκτώ» (Εκκλ. ια΄ 2). Αυτός ο αιώνας δεν θα έχη τέλος. Τους δικαίους θα τους οδηγήση σε ασύγκριτη ευφροσύνη και ανάπαυσι αιώνια, ενώ τους αμαρτωλούς σε διαρκή τιμωρία. Οι άνθρωποι μετά την ανάστασι των νεκρών θα γίνουν άφθαρτοι και αθάνατοι, ο παράδεισος παντοτινός, η κόλασις ατελείωτη και ο αίωνας εκείνος απέραντος. Ο λέξις άλλωστε «αιών» σημαίνει κατα κυριολεξίαν αυτό που επεκτείνεται διαρκώς προς το αχανές και το άπειρο, χωρίς να έχη κάποια άκρη ή τέλος.
- Αφού οι αιώνες, ρώτησε ο Επιφάνιος, είναι το πρώτο δημιούργημα του Θεού, ποιο είναι το δεύτερο;
 - Το δεύτερο είναι... (συνεχίζεται στο δεύτερο μέρος) 

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ο δια τον Χριστόν σαλός
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

π. Φιλόθεος Ζερβάκος,

 

π. Φιλόθεος Ζερβάκος,
(1884 – 1980),
Ὁ Ὅσιος τῆς Πάρου
Ὁ Ἀσκητής
καί
Ἱεραπόστολος.
π. Φιλόθεος Ζερβάκος


Σύντομη βιογραφία

    Στὸν πολυτάραχον 20ὸν αἰώνα ἀνάμεσα στὸ ποικιλοτρόπως δοκιμαζόμενον ἑλληνικὸν ἔθνος ἔζησε ἕνας ἥρωας τοῦ Πνεύματος, ἕνας ἀληθινὸς ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος κατηνάλωσε ὅλες του τὶς δυνάμεις, σωματικὲς καὶ πνευματικές, γιὰ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν ἄνθρωπον, τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δόξαν τῆς Ὀρθοδοξίας.
    Γεννήθηκε τὸν Μάϊον τοῦ 1884 στὸ χωρίον Πάκια τῆς Λακωνίας ἀπὸ εὔπορους ἀλλὰ εὐλαβεῖς καὶ θεοφοβούμενους γονεῖς, τὸν Παναγιώτην καὶ τὴν Αἰκατερίνην Ζερβάκου. Ἡ εὐσέβεια τῶν γονέων του ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν θεάρεστον πρᾶξιν τῆς εὐλαβοῦς μητρός του ἡ ὁποία, μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ συζύγου της, ἔγινε Μοναχή. Ὁ κατὰ σάρκα υἱὸς της ἔγινε κατὰ πνεῦμα πατὴρ αὐτῆς. Ἡ εὐλογημένη βιοτὴ τοῦ εὐλαβοῦς Κωνσταντίνου (ἦτο τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ ἐδόθη κατὰ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα), ἐνέπνευσε καὶ τὴν κατὰ σάρκαν ἀδελφήν του καὶ τὴν ὁδήγησε εἰς τὴν τάξην τῶν μοναζουσῶν.
    Ὁποῖος ἔμελλε νὰ καταστῆ ὁ μικρὸς Κωνσταντῖνος ἐφάνη ἀπὸ τὴν παιδικὴν καὶ ἐφηβικὴν του ἡλικίαν. Ἦτο στολισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Εἶχε σεβασμὸν καὶ ὑπακοὴν εἰς τοὺς καλοὺς γονεῖς ἀλλὰ κυρίως ἀγάπην ἄμετρον πρὸς τὸν Οὐράνιον Πατέρα, τὴν Παναγίαν Μητέρα Του καὶ πρὸς πάντας τοὺς Ἁγίους. Μὲ τὴν αὔξησιν τῆς σωματικῆς ἡλικίας ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη γιγάντωνε καὶ κατελάμβανε τὸ εἶναι τοῦ ἐναρέτου Κωνσταντίνου.
    Ὅταν ὑπηρέτησεν ἐπὶ 3 ἔτη ὡς διδάσκαλος εἰς τὸ χωρίον Φοινίκι τῆς Λακωνίας, πολλὰ θαυμαστὰ σημεῖα ἔβλεπαν οἱ μικροὶ μαθηταί του ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι ποὺ τὸν συναναστρέφοντο. Ὁ μακαριστὸς Παντελεήμων Κορωναῖος, κάτοικος τοῦ χωρίου Φοινίκι ἔλεγεν εἰς τὰς ἀδελφάς του Ἱ. Ἡσυχ. Θαψανῶν πὼς τὸν εἶδεν μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια του νὰ μὴν πατᾶ ἐπάνω στὴν γῆν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ διεβεβαίωναν καὶ ἄλλοι κάτοικοι τοῦ προνομιούχου αὐτοῦ χωρίου. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἔδειχνε ὁ Ἅγιος Θεὸς εἰς τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους θαυμαστὰ σημεῖα, ἀφοῦ ὁ ἐνάρετος Κων/νος μετὰ τὴν προσφοράν του εἰς τὸ σχολεῖον ἀναζητοῦσε τὸν Πλάστην του διὰ τῆς θερμῆς προσευχῆς σὲ χώρους ἐρημικούς;
    Γρήγορα, ὁ θεῖος ζῆλος του ἀπὸ μικρὸ ρυάκι ἔγινε μεγάλος ποταμὸς ὁ ὁποῖος τὸν κατέκλυσε. Δὲν ἔβλεπε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Παναγίαν Μητέρα Του. Ἡ μεγάλη ἀπόφασις δὲν ἄργησε νὰ τοῦ σβύση κάθε ἄλλην ἀνθρώπινη καὶ νόμιμη ἀγάπην, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς καλοὺς γονεῖς του. Ἀνυπόδητος καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ χέρι ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια πατρίδα μὲ σκοπὸ νὰ φθάση στὴν Οὐράνια Πατρίδα, τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
    Ὅποιους πολέμους, θλίψεις καὶ δοκιμασίες πέρασε κατὰ τὴν διαδρομὴν αὐτήν, γνωρίζει μόνον ὁ Ἅγιος Θεὸς καὶ ὁ καλὸς Κων/νος. Πολλὲς φορὲς στερήθηκε καὶ αὐτὸν τὸν ἐπιούσιον ἄρτον, τὰ ἀναγκαῖα ἐνδύματα καὶ τὰ ὑποδήματα. Τὸ κορύφωμα τῆς δοκιμασίας του ἦτο ἡ καταπόνησις τῆς σωματικῆς του ὑγείας. Ὅμως ἡ Θεία βοήθεια δὲν ἄργησε νὰ ἔρθη. Ἐδέχθη οὐράνιαν τροφὴν ἀπὸ Ἅγιον Ἄγγελον καὶ θαυμαστὴν σωματικὴν θεραπείαν.
    Κατὰ τὴν ὁδοιπορίαν του ἐγνώρισε ἐναρέτους ἄνδρας, μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Γραμμάτων. Παρηκολούθησε τὶς ἱερὲς ἀγρυπνίες εἰς τὸν Προφήτην Ἐλισσαῖον μὲ λειτουργὸν τὸν Ἅγιον Νικόλαον τὸν Πλανᾶν καὶ ἱεροψάλτας τοὺς πρύτανεις τῶν Γραμμάτων Ἀλεξάνδρους, Παπαδιαμάντην καὶ Μωραϊτίδην. Ὅμως ἡ μεγαλυτέρα εὐλογία ἦτο ἡ πνευματικὴ γνωριμία του μὲ τὸν θαυματουργὸν Ἅγιον τοῦ αἰῶνος μας, τὸν Ἅγιον Νεκτάριον.
    Ἡ ὁριστικὴ ἀπόφασις νὰ ἀκολουθήση τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἐλήφθη. Ὅμως ἡ ἐκλογὴ τοῦ τόπου δὲν ὁριστικοποιήθηκε. Ἡ καρδία τοῦ εὐλαβοῦς νέου ἔκλινε πρὸς τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ Ἱ. Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας εἰς τὴν νῆσον Πάρον. «Ὅπου καὶ νὰ πᾶς, στὴν Λογγοβάρδαν θὰ καταλήξης», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος. Καὶ ἐκεῖ κατέληξε, σωθεὶς ἀπό βέβαιον θάνατον ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, εἰς τὴν Θεσσαλονίκην.
    Ἡ ἐπανθοῦσα Ἱ. Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας τὸν ἐδέχθη τὸ 1907 μὲ πολλὴν ἀγάπην. Πολὺ νωρὶς λαμβάνει τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸν Σχῆμα καὶ τὸ 1912 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ στὴ συνέχεια Πνευματικός.
    Τὸ πόσον εἰργάσθη εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγρὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸ μαρτυροῦν τὰ ἀναρίθμητα πνευματικὰ του τέκνα ὅπου γῆς εὑρισκόμενα. Μὲ τὰ πενιχρὰ συγκοινωνιακὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφήνοντας τὴν ἀγαπητὴν του ἡσυχίαν ἔφθανε σὲ κάθε σημεῖον τῆς πατρίδος προσφέροντας εἰς τοὺς πονεμένους ἀδελφοὺς χριστιανοὺς τὴν πνευματικὴν τροφοδοσίαν τοῦ Θείου Λόγου καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ καρποφόρου δένδρου τὸ ὁποῖον ἡ Θεία Πρόνοια ἐφύτευσεν εἰς τὴν Ἱερὰν Μάνδραν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας, ποτιζόμενον ἀπὸ τὰ νάματα τῶν χαρίτων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐδροσίζοντο οἱ καταπονημένοι στρατοκόποι τῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ τοὺς γλυκεῖς καρποὺς του ἐτρέφοντο ὑλικῶς καὶ πνευματικῶς ἀναρίθμητες ὑπάρξεις ἐπὶ δεκαετίας.
    Πέραν ἀπὸ τὸ συγγραφικὸν του ἔργον, ὡς Πνευματικὸς ἀνέπτυξε μεγάλην ἀλληλογραφίαν. Τὰ ἐπιστολόχαρτα περιβεβλημένα πάμπολλα ἀνθρώπινα προβλήματα ἔφθαναν στὸ ταπεινὸ κελλάκι του. Καὶ σκυμμένος ἐπάνω στὸ ὑποτυπῶδες γραφεῖο του μὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ ἢ τῆς λάμπας πετρελαίου ἔγραφε, ἔγραφε μέχρι τὰ μεσάνυχτα καὶ περισσότερο, γιὰ νὰ προσφέρη τὶς λύσεις τῶν προβλημάτων χαρίζοντας τὴν παρηγορίαν καὶ τὴν ἀνακούφισιν. Καὶ ὁ Οὐρανὸς προσέφερε πλουσιοπαρόχως τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν αἰτημάτων. Θεραπεῖαι ψυχῶν καὶ σωμάτων.
    Οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν στὸν Ἅγιο Γέροντα, ὅπως εἶχε ἐπικρατήσει νὰ τὸν ἀποκαλοῦν ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅταν ἤθελαν νὰ ἀναφερθοῦν στὸν π. Φιλόθεον. Πολλὰ πνευματικὰ του τέκνα κυρίως ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλαχοῦ ἔτρεχαν νὰ περάσουν τὶς Ἅγιες Ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς εἰς τὴν Λογγοβάρδαν κοντὰ στὸν π. Φιλόθεον. Διότι ἦτο ἀνεπανάληπτος Λειτουργὸς τῶν Θείων Μυστηρίων. Ἡ μεγάλη εὐλάβειά του συνδυασμένη μὲ τὴν καλλιφωνίαν καὶ τὴν βυζαντινὴν ἀπόδοσιν τῶν Ὀρθοδόξων ὕμνων συνεῖχαν κάθε πιστὸν ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὸν ναόν.
    Καὶ ὁ ἱερὸς Λειτουργὸς μετὰ ἀπὸ τὴν τέλεσιν τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν προσέφερε εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους τὸν Θεῖον Λόγον καὶ τὴν Ἱερὰν Ἐξομολόγησιν χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὴν δικήν του σωματικὴν ἀνάπαυσιν. Τὴν ἀρχὴν του αὐτὴν ἐτήρησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
    Τὸ βράδυ τῆς 7ης Μαϊου τοῦ 1980 ἐξομολόγησε τὴν τελευταίαν ψυχὴν ποὺ ἐζήτησε νὰ τὴν δεχθῆ. Καὶ τὸ πρωὶ 5:00 π.μ. τῆς 8ης Μαϊου ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴν εἰς τὸ κελλάκι του, εἰς τὸ Ἱ. Ἠσυχ. τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης τῶν Θαψανῶν, ὅπου παρέμενε τὴν τελευταίαν δεκαετίαν μονίμως καὶ ὅπου εἶχε ἑτοιμάσει τὸν τάφον του.
    Εἰς τὴν Νεκρώσιμον Ἀκολουθίαν τὸν ἐτίμησαν μὲ τὴν παρουσίαν τους Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Ἱερομόναχοι, Μοναχοὶ καὶ ἀναρίθμητον πλῆθος πνευματικῶν τοῦ τέκνων. Ἡ κατάθεσις τοῦ Ἱεροῦ τοῦ Σκηνώματος εἰς τὸν τάφον ἔγινε τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Εἶχαν περάσει 36 ὧρες. Νεκρικὴ ἀκαμψία δὲν ὑπῆρχε, ὅπως συμβαίνει εἰς ὅλους τοὺς μοναχούς. Πνευματικὸν του τέκνον σὲ ἀναπηρική καρέκλα μὴ δυνάμενον νὰ ἀσπασθῆ τὸ Ἱερὸν Λείψανον ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς βαστάζοντας τὸ φέρετρον, τὸ χέρι του καὶ τὸ ἀσπάσθηκε.
    Τὸ βράδυ τῆς 9ης Μαΐου ὁ Ἅγιος Γέροντας ἀνεπαύετο εἰς τὸν τάφον του. Τὸν εἶχεν ἑτοιμασμένον ἀπὸ τὸ 1970 ὅταν, μὲ τὴν συνδρομὴν πνευματικῶν του τέκνων, ἔκτισε τὸν πρῶτον Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Πάρο εἰς τὸν αὔλειον χῶρον τοῦ Ἱ. Ἠσυχ. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης τῶν Θαψανῶν.
    Παρέμεινε εἰς τὸν τάφον μέχρι τὸ 1993 ὁπότε ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν του Λειψάνων κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν ἁπανταχοῦ πνευματικῶν του τέκνων.
    Κροκοβαφῆ τὰ ἱερὰ ὀστὰ καὶ ἡ Ἁγία Κάρα φυλάσσονται εἰς τὸ Καθολικόν τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου. Πολλοὶ Ἱερεῖς, Ἱερομόναχοι, Μοναχοί, Ἱεροὶ Ναοὶ καὶ Ἱεραὶ Μοναί μᾶς παρακαλοῦν νὰ τοὺς ἀποστείλωμεν μικρὸν τεμάχιον ἐκ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων διὰ εὐλογίαν. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν μακρυνὴν Αὐστραλίαν, Ἀμερικήν, Καναδᾶ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν παγωμένην Ἀλάσκαν μᾶς ἐζητήθη ἡ εὐλογία αὐτή.
    Αἱ ἅγιαι πρεσβεῖαι του εὐχόμεθα νὰ σκέπουν, νὰ εὐλογοῦν κάθε ψυχὴν ποὺ τὸν ἐγνώρισεν εἴτε ἐν ζωῇ εἴτε διὰ μέσου τῶν ὅσων ἔχουν γραφεῖ διά τὸν Ἅγιον Πατέρα καὶ νὰ προστατεύουν τὴν Ἑλλάδα, τὴν χώραν τῶν Μαρτύρων καὶ Ἁγίων, ὅλους τούς Ἕλληνας, τοὺς Ὀρθοδόξους ὅπου γῆς καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀμήν.
Ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου
Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης
Θαψανῶν Πάρου.

Αγιορείτες Νεοησυχαστές Πατέρες (1ο μέρος) Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης


Αγιορείτες Νεοησυχαστές Πατέρες (1ο μέρος) Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης



Μετά την αναγέννηση του 18ου αιώνος, με τη δράση του νεοησυχαστικού κινήματος των λεγομένων Κολλυβάδων, και πρωτεργάτες τους οσίους Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (+1794), ο οποίος ως άλλος Γρηγόριος Σιναΐτης (+1346) εργάζεται μεταφραστικά και Ιεραποστολικά σε όλα τα Βαλκάνια· Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809), τον σοφό διδάσκαλο και νέο Γρηγόριο Παλαμά (+1359)· Μακάριο Νοταρά και πρώην Κορίνθου (+1805), τον άλλο Ιερό Φώτιο (+899)· και Αθανάσιο Πάριο (+1813), τον ακαταμάχητο υπερασπιστή των ορθών δογμάτων, ως άλλο άγιο Μάρκο τον Ευγενικό (+1445), έχουμε μία χορεία ενάρετων φίλων της νοεράς προσευχής. Με πρώτους τους εξόριστους Ιεροπρεπείς Κολλυβάδες πού εργάσθηκαν πλούσια σε νησιά του Αιγαίου και άλλους τόπους και μετέφεραν σε πολλά λαϊκά στρώματα την ευωδία του αθωνικού αρώματος, πού λέγεται νοερά άθληση, νοερά προσευχή, ευχή του Ιησού, δηλαδή ή επανάληψη του ονόματος· Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, και με μερικές μικρές παραλλαγές. Παρακάτω θα δούμε μερικούς Αγιορείτες νεοησυχαστές πατέρες.
 
Το 1851 συγγράφεται η «Νηπτική θεωρία» περιέχουσα «λόγους είκοσιν Ανωνύμου τινός αγιορείτου Απελπισμένου επικληθέντος, εν οις ακριβώς, αφ’ ων διά της πείρας έμαθε και έπαθε, τον τρόπον της ενάρξεως και οδηγίαν της προοδεύσεως και απλανή τελείωσιν της ατελούς νοεράς εργασίας, τής, παρά των θεσπέσιων Οσίων Πατέρων άνωθεν παραδομένης, καλούμενης νοεράς προσευχής, ίνα εκ προχείρου έχωσιν οι ποθούντες εισελθείν εις τον ιερόν αγώνα ταύτης της συντόμως (δι΄ αγώνων) εισαγούσης εν τη επουρανίω Χρίστου του Θεού Βασιλεία». Με τον απλό αλλά γλαφυρό τρόπο του, ο αφιλόδοξος, ταπεινός, ανώνυμος συγγραφέας -μερικοί τον ταυτίζουν με τον διάσημο ησυχαστή παπα Χαρίτωνα τον ερημίτη (+1906)- θέλει να βοηθήσει τους εργάτες της προσευχής και λέγει πώς θα προετοιμασθούν γι΄ αυτή: «Η παντοτινή νηστεία, η άμετρος κακοπάθεια και ταλαιπωρία του σώματος, η υπερβολική ταπείνωσις». Ο ταπεινός, συνεχίζει να λέει και να επιμένει, «έχει την καρδίαν του τεταπεινωμένην και συντετριμμένην από την βίαν της ευχής, ευθύς οπού ήθελεν εμβή μέσα εις την εκκλησίαν, πάραυτα τον αρπάζει και τον περικυκλώνει μία αληθινή και ζωηρά ευλάβεια εις τον Θεόν και εις τα θεία· και τόσον τον περικυκλώνει η θεϊκή ευλάβεια, ώστε οπού και αυτός ο ίδιος καταλαμβάνει την ενέργειάν της, διότι του φαίνεται πλέον και είναι πεπεισμένος ότι στέκεται όχι εις την επίγειον ταύτην εκκλησίαν, αλλά του φαίνεται από την χαράν του ότι στέκεται εις την άνω Ιερουσαλήμ».

Ο ιερομόναχος Αρσένιος ο Πνευματικός (+1846) ήταν από τη Ρωσία κι έζησε μία εικοσιπενταετία με αυστηρότατη άσκηση σε κελλιά της μονής Ιβήρων και αλλού. Τετάρτη και Παρασκευή είχε τέλεια ασιτία και τις υπόλοιπες ήμερες μονοφαγία και για πολλά έτη το φαγητό του ήταν αλάδωτο. Ο νυκτερινός ύπνος του ήταν πολύ ολιγόωρος και κοιμόταν καθιστός. Ασκούσε επιμελημένα τη νοερά προσευχή. Οι θείες λειτουργίες του ήταν πάντα ένδακρεις. Αγαπούσε να μιλά, αν ποτέ μιλούσε, μόνο για την προσευχή. Προτιμούσε να δίνει παρά να παίρνει. Υπέφερε πραγματικά όταν τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Τον ίδιο τρόπο ζωής και ασκήσεως είχε και ο υποτακτικός του Νικόλαος (+1840). Οι μαθητές του δεν άντεχαν τη μεγάλη του φτώχεια. Το μόνο πού επέμενε ήταν η τήρηση του κανόνος της προσευχής, η συνεχής μνήμη του Θεού, η επίκληση του αγίου ονόματος του. Η κοίμηση του ήταν οσιακή.

Ο Γέροντας Ιωάννης (+1843) ήταν κι αυτός Ρώσος στην καταγωγή. Μαθήτεψε για ένα διάστημα στον διάσημο στάρετς όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη μονή Νεάμτς της Μολδαβίας, πού είχε περίπου χίλιους μοναχούς. Ο στάρετς δεχόταν όσους υπέμεναν τις στερήσεις μαζί του, μόνο και μόνο για ν΄ αυξάνονται τα στόματα πού θα υμνούσαν προσευχόμενα τον Θεό. Κύριο έργο του στάρετς, καθώς λέγει ο Γέροντας Ιωάννης, ήταν η διδασκαλία της καθαρότητος της καρδιάς και του νου, διά της αδιάλειπτου ευχής του Ιησού. Ο Ιωάννης έκοψε το δάκτυλο του, για να μη τον χειροτονήσουν και χάσει την ηρεμία της αγαπημένης του προσευχής. Έζησε επί έτη στην αθωνική έρημο εργοχειρώντας και προσευχόμενος. Να πώς περιγράφει την κατάσταση του ο ίδιος: «Την καρδιά μου επλημμύρισε ανέκφραστη χαρά και η προσευχή άρχισε να ενεργεί μόνη της. Τόσο με γλύκανε, πού δεν με άφηνε να κοιμηθώ. Κοιμόμουν μία ώρα καθημερινώς και μάλιστα καθιστός· και πάλι σηκωνόμουν, σαν μη μου χρειαζόταν ο ύπνος· «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» … Γεννήθηκαν μέσα μου ανέκφραστη αγάπη και δάκρυα· αν θέλω, μπορώ να κλαίω ασταμάτητα … Συχνά το βράδυ σηκώνομαι να διαβάσω το ψαλτήρι, λέγω την προσευχή του Ιησού και πέφτω σε έκστασι. Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι· είμαι στο σώμα η εκτός του σώματος δεν ξεύρω· μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Όταν συνέρχομαι ήδη χαράζει».

Ο Γέροντας Δανιήλ (+1879) έζησε σ’ ερημικά μέρη του Αγίου Όρους με Γέροντα σκληρό και δύσκολο και με πολλές στερήσεις, στον οποίο έκανε άκρα υπακοή. Στους ελάχιστους επισκέπτες του, μετά την τελευτή του Γέροντα του, έλεγε: «Μόνον ελπίζω στο έλεος του Θεού και στις προσευχές του Γέροντα. Με τί άλλο θα μπορούσα να δικαιωθώ;». Αυτό έλεγε συχνά: «Ζητώ μόνον το έλεος του Θεού και σ’ αυτό αποκλειστικώς ελπίζω». «Οσοι επέμεναν να τον συμβουλεύονται τους έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται σε δυσκολία, στρέφεται με δάκρυα στον Θεό κι εκείνος τον παρηγορεί…». Άλλοτε έλεγε: «Όποιος δοκίμασε τους καρπούς της ησυχίας μπορεί να μείνη στην αυτοσυγκέντρωσι και στην προσευχή περισσότερο από τρεις ήμερες…»
Ο ιερομόναχος Ευστράτιος ο Τραπεζούντιος οκταετής προσήλθε να μονάσει στη μονή Σουμελά του Πόντου. Μετά εικοσαετή εκεί παραμονή κι αφού χειροτονήθηκε ιερέας και επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα ήλθε στο Άγιον Όρος στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Το τυπικό του ήταν: τρεις χιλιάδες μετάνοιες κάθε νύχτα και η ευχή αδιάλειπτη. Το τυπικό του αυτό ήταν ισόβιο. Η σπηλιά πού ζούσε έμοιαζε με τάφο, σκοτεινή και κλειστή, για να επιμηκύνει τη νύχτα και να καλλιεργεί την προσευχή. Κοιμόταν μία ώρα την ήμερα, σχεδόν όρθιος. Λειτουργούσε καθημερινά. Νήστευε συνέχεια. Σ’ ένα των μαθητών του, πού ζούσαν πλησίον του, αλλά σε άλλον τόπο, πριν τον θάνατο του είπε, πώς του δόθηκε τέτοια προσευχή, ώστε και κατά την ώρα του ύπνου η καρδιά του προσεύχεται. Ο Γέροντας προσευχόταν καθιστός η όρθιος, έκλινε την κεφαλή λίγο προς το στήθος και πρόφερε σιγά, με κατάνυξη και προσοχή την ευχή, προσηλώνοντας το νου στα λόγια της ευχής και συγκρατώντας την αναπνοή, ώστε αυτή να εναρμονίζεται με την κίνηση του νου. Τον κοσμούσε και το διορατικό χάρισμα. Προσευχόμενος είχε κι ένα μεγάλο μανδήλι, για τα πολλά και θερμά του δάκρυα και βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής ανυψώσεως.

Ένας σπουδαίος εργάτης της νοεράς προσευχής υπήρξε ο Γέροντας Βαρνάβας Αγιοβασιλειάτης (+1905). Οι αγρυπνίες του ήταν συχνές και ολονύκτιες και μόνο με το κομποσχοίνι. Ακόμα μεγαλύτερος βιαστής ήταν ο Γέροντας του Ναθαναήλ. Σε συμβουλές του προς μοναχό ησυχάζοντα κατά μόνας, μεταξύ άλλων σπουδαίων, γράφει: «Όταν ενεργήσει η ευχή, έρχονται τα δάκρυα, η χαρά, η κίνησις και ο ανακαινισμός της καρδίας. Αλλά μη τα έχης διά τίποτε, ούτε να τα καταφρονής, αλλά με απλότητα λέγε «Κύριε Ιησού Χριστέ…» καθότι φωτισμός είναι ο Θεός … Όταν δε κάθησαι εις την ευχήν και ο νους σου φεύγει και δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, σήκω από το κάθισμα σου και μη λυπηθής πώς δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, αλλά μάλιστα να είσαι χαρούμενος. Εάν πάλιν το πονηρόν πνεύμα σε δέση και δεν δύνασαι να κάμης διόλου ευχήν, κάμε άλλην πνευματικήν εργασίαν, και εάν δεν δύνασαι κάμε σωματικήν υπηρεσίαν, και να έχης προσοχήν εις τον εαυτόν σου και να μη συγχύζεσαι ποτέ, πάντοτε χαρούμενος να είσαι και όχι λυπημένος, διότι όλοι οι άγιοι με την πραότητα εβάδισαν. Διάβαζε και εξακολούθησον καθώς σε είπον και θέλει περνά η ημέρα σου χωρίς να την καταλαμβάνης…».

Μεγάλος αγωνιστής υπήρξε και ο Γέροντας του γνωστού παπα Σάββα του Πνευματικού του Μικραγιαννανίτη (+1908) Γέρων Ιλαρίων ο Γκουρτζής (+1864), πού από μικρός ήταν ασκητής στην πατρίδα του την Γεωργία. Στο Άγιον Όρος έζησε στις μονές Ιβήρων και Διονυσίου και στην έρημο. Πολλές σπηλιές έγιναν κατοικία του. Πότιζε τα βράχια με δάκρυα και τηρούσε ακριβή σιωπή. Είχε πολλές δαιμονικές επιθέσεις, οι όποιες όμως τον άφησαν απτόητο. Η προσευχή του θαυματουργούσε. Οι μακρές νηστείες του τον άφηναν ημιθανή. Αγαπούσε πολύ την ησυχία και την αδιάλειπτη προσευχή και με την ευλογία του Πνευματικού, για ένα μεγάλο διάστημα διετέλεσε έγκλειστος. Στα γεράματα του χρησιμοποιούσε αλυσίδες ως κρεμαστήρες για τις πολύωρες αγρυπνίες του. Οι επιθανάτιοι λόγοι του ήταν: «Δόξα τω Θεώ! Ήθελα μαρτυρικό θάνατο, αλλά ο Κύριος δεν με αξίωσε. Μου έστειλε όμως ασθένεια, πού μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μαρτύριο, αν την υπομείνω με καρτερία και πίστη στο θείο θέλημα». Μετά την εκταφή του τα οστά του ευωδίασαν.
 
Ο όσιος Αντίπας ο Μολδαβός (+1882) από νέος είχε θείες εμπειρίες στην προσευχή του και έτσι αποφάσισε να γίνει μοναχός, διερχόμενος από μεγάλους και πολλούς πειρασμούς. Με τις συμβουλές αγίων Γερόντων και διάφορους ασκητικούς πόνους καλλιέργησε συστηματικά τη νοερά προσευχή. Έζησε για τρία έτη στη μονή Εσφιγμένου και μετά αποσύρθηκε στην βαθύτατη έρημο. Είχε Ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία, όπως κι όλοι οι ησυχαστές. Ο ζήλος του ήταν πάντοτε συνετός. Το αθωνικό τυπικό διατήρησε σ΄ όλη του τη ζωή κι όταν βρέθηκε μακρυά από το προσφιλές του Άγιον Όρος. Καρπός της νήψεώς του ήταν μία γλυκύτητα πού πάντα είχε, κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο. Αγαπούσε τη μόνωση, την ησυχία, τη σιωπή και την ευχή κι όταν ήταν μετοχάρης στον κόσμο. Τις αποφάσεις και τις μετακινήσεις του προετοίμαζε με μεγαλύτερη άσκηση και προσευχή. Καταλήγοντας στη μονή Βαρλαάμ δόθηκε όλος στη φίλη του προσευχή. Την απερίσπαστη προσευχή του συνόδευαν πυκνά και θερμά δάκρυα. Η ταπείνωση, η αυτομεμψία, η υπομονή, η ανεξικακία τον στόλιζαν και τον χαρίτωναν. Μόνη του περιουσία η αθωνίτικη εικόνα της Παναγίας. Αναχώρησε της παρούσης ζωής προσευχόμενος στη Θεοτόκο.

Ο διάσημος ασκητής του Άθωνα Χατζηγιώργης (+1886) ο Καππαδόκης από μικρός κι αυτός αγάπησε εγκάρδια την άσκηση και την προσευχή, όπως και την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία πολύ τον βοήθησε. Στο Άγιον Όρος πρωτοήλθε στη μονή Γρηγορίου. Αργότερα πήγε στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων, υπό την έμπειρη διδαχή του συμπατριώτη του πνευματικού Νεοφύτου (+1860), ο οποίος του έδωσε κανόνα να ζει παρά την σπηλιά του οσίου Νήφωνα. Κατόπιν πήγαν στην Κερασιά και καθιέρωσαν συνεχή, πολυετή, αυστηρή νηστεία με παντοτινό αλάδωτο φαγητό. Η σιωπή, η υπακοή, η ασιτία, η ευχή, η ταπείνωση, η αγάπη, τον κοσμούσαν. Για ν΄ αποφεύγεται η φλυαρία στη συνοδεία του, όταν ήταν όλοι μαζί σε κάποιο διακόνημα, έλεγε δυνατά την ευχή. Η ζωή τους ήταν μια συνεχόμενη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η χαρμολύπη τους χαρακτήριζε. Η διακριτική αγάπη του Χατζηγιώργη βοήθησε πολλούς. Φάρμακα είχαν τα θεία μυστήρια. Η αλουσία του, τα βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα του έκρυβαν μία καθαρή καρδιά, πού αγαπούσε τη νήψη. Εκοιμήθη μόλις μετέλαβε των άχραντων μυστηρίων.

Ο μακάριος παπα Χαρίτων ο Πνευματικός (+1906) έγινε μοναχός στα Μετέωρα, κατόπιν πήγε στο Σινά και μετά στην έρημο του Αγίου Όρους. Κοιμόταν λίγο και στο στασίδι, έτρωγε μια φορά την ήμερα, και λάδι μόνο το Σαββατοκύριακο. Αγαπητοί του τόποι τα σπήλαια των αγίων της μείζονος περιοχής των Καυσοκαλυβίων. Επρόκειτο για ησυχαστή, σιωπηλό, φιλήσυχο, εγκρατή, ταπεινό και φιλομαθή. Μελετητής και μιμητής αγίων, υμνογράφος και συναξαριογράφος. Έγραφε: «Την αγρυπνίαν αγάπα, νηστείαν, δάκρυα, εύχάς και ψαλμωδίας, και Γραφών την μελέτην, γενού ταπεινόφρων και γαληνός, και τον τύφον απόρριπτε, μη σε νικήση ο φθόνος και των παθών, ακρασία η ψυχόλεθρος». Ο πόλεμος του πειρασμού νικιόταν με την επίκληση της Παναγίας. Σπάνια εξήρχετο στα τέλη του βίου του του κελλιού του. Έχοντας διαρκή τη μνήμη του θανάτου, τη μνήμη του Θεού, αναχώρησε για το ανεπίστροφο ταξείδι των ουρανών, καθώς έγραφε, προσευχόμενος.


πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεύχος 24ο, σελ. 57-71,  Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1999
 http://www.pemptousia.gr/2011/11/%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B5%CF%82-%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%B7%CF%83%CF%85%CF%87%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%82-1%CE%BF-%CE%BC%CE%AD/

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗ ~ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

B. N. Τατάκη

Ο Βυζαντινός Μυστικισμός ( Κυριώτερα Ρεύματα )



Γρηγόριος Παλαμάς

Δεν είναι δυνατό να σταματήσωμε σε όλους τους σημαντικούς αντιπροσώπους του Βυζαντινού μυστικισμού, τους μετά τον Συμεώνα, στο φλογερό λόγου χάρη μυστικό Νικήτα το Σταθάτο, το μαθητή του Συμεώνος (σημαντικά μυστικά έργα του είναι ανέκδοτα) ή τον Κάλλιστον τον Καταφυγιώτην (12ος αιώνας). Τον Κάλλιστον απασχόλησε αποκλειστικά το θέμα της θεώσεως, που το παρουσίασε με σπάνια διαλεκτική λεπτότητα. (Ελληνική Πατρολογία (Migne) τόμος 147, 833-941). Οι σελίδες του ανήκουν στις εκλεκτότερες της Βυζαντινής φιλοσοφίας.

Θα κλείσωμε το λόγο μας για το μυστικισμό του Βυζαντίου με την τελευταία μεγάλη κίνησή του τον ησυχασμό (14ος αιώνας), στα σπουδαιότερα σημεία του οποίου θα σταματήσωμε σύντομα.

Πρέπει πρώτα να υπενθυμίσω ότι, ενώ ως τον 11ον αιώνα η Μικρά Ασία παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου, αυτή αναδεικνύει τα περισσότερα στελέχη, στους τρεις τελευταίους αιώνες ο ρόλος αυτός περιέρχεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της, Αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος αναδεικνύονται τώρα τα σπουδαιότερα, μαζί με τη Βασιλεύουσα, κέντρα της πνευματικής ζωής.

Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιον Όρος τήν Ησυχίαν, τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής. Εδώ τώρα στο Άγιο Όρος η Ησυχία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε στο ζωηρό μυστικό κίνημα του ησυχασμού. Την αφορμή στη μεγάλη έριδα που άναψε γύρω από τον ησυχασμό, που συνετάραξε την Ορθοδοξία πάνω από εκατό χρόνια και έληξε με τη νίκη του ησυχασμού και την αποδοχή του από την επίσημη Εκκλησία, την έδωσεν ένας Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348). Θα. δούμε αμέσως πώς έγιναν τα πράγματα.

Οι ησυχασταί του Αγίου Όρους είχαν καταλήξει ,να πιστεύουν ότι ωρισμένη στάση του σώματος κατά. την ώρα της προσευχής, βοηθούσε πολύτιμα να φτάσουν στην εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή ένωση με το Θεό. Έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της καρδιάς. Η ένωση με .το Θεό, έλεγαν, γίνεται όταν το πνευμα επιτύχη να προσελκύση το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίση, του απαγορέψη τη συνήθη κίνησή του προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την Βαβυλώνα τον επαναφέρη στη Σιών. Μόνο η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια,. γιατί είναι ενέργεια απλή και καθαρή, χωρίς καμμιά μορφή,δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα προς το Θεό, αντιδιανοητική ευθύς από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότετο ευρύνεται η περιοχή που άνοιξεν η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάση όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού κηρύγματος στάθηκαν οι μυστικοί.

Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν. οι ησυχαστές στο λόγο, τον νουν και την καρδιά. Όταν η καρδιά στραγγαλίση το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση των θείων εντολών. Είναι η γλώσσα που πολύ αργότερα θα μιλήση πολύ καθαρά ο μεγάλος Πασκάλ, αλλά και ο Ρουσσώ. Και οι δυο τους δίνουν τα πρωτεία στη γλώσσα της καρδιάς, στη λογική, όπως λένε, της καρδιάς, όχι του λόγου. Με την επιμονή σ' αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους έλεγαν ότι έφταναν να βλέπουν γύρω τοιυς ένα δυνατό φως, που τους πλημμύριζε με άρρητη χαρά. Και πρόσθεταν ότι το φως αυτό ήταν το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό από την ουσία του Θεού. Είχε όμως την ίδια φύση με το φως που εθάμπωσε τα μάτια των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.

Αυτά είναι που εξένισαν τον Βαρλαάμ. Είχε έλθει από την Καλαβρία στην Κωνσταντινούπολη για να μελετήση τον Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Στη Δύση είχε από καιρό επιβληθή ο Αριστοτέλης. Τον εγνώρισαν κυρίως από τους Άραβες σε μεταφράσεις, αλλά και από έργα Βυζαντινών. Σημειώνομε ιδιαίτερα «την πηγήν της γνώσεως» του Δαμασκηνού, που ως την εποχή τούτη είχε μεταφρασθή τέσσερις φορές στα Λατινικά και άσκησε εξαιρετική επίδραση στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτο. Είχε κιόλας ασκήσει ο Αριστοτέλης μοναδική επίδραση στη σκέψη των Δυτικών, που από τον 11ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζη μια πρώτη άνθηση. Η επίδραση αυτή έφτασε στο κατακόρυφό της με τον περίφημο Θωμά τον Ακινάτο. Ο Ακινάτος είδε στον Ατριστοτέλη τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο με τα μεθοδικά όπλα εκείνου συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή και γι' αυτό, όπως είπε, και μόνη χριστιανική. Ειναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία. Η κίνηση αυτή για τον Αριστοτέλη εξύπνησε, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον των Δυτικών για τα πρωτότυπα αριστοτελικά κείμενα και για τη σπουδή της Ελληνικής, αυτή έφερε και τον Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη. Ενδιαφέρουσα και περίεργη μορφή ο Βαρλαάμ. Μελέτησε τον Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε εξ βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο για τους Στωϊκούς. Επηρμένος από τη σοφία του και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου ήθελε, φαίνεται, να προξενήση την εντύπωση ότι η σοφία των Δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη.

Η προκλητικότητα του Βαρλαάμ προκάλεσε δημόσια συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα στο παλάτι, μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Γ' και την αυλή του, (1330). Τον Βαρλαάμ ανέλαβε να αντικρούση ένας μεγάλος Βυζαντινός σοφός ο Νικηφόρος ο Γρηγοράς. Ο διάλογός του "Φλωρέντιος", αν και όχι αντικειμενικός, δείχνει καθαρά τι επιδίωξε και τι πέτυχε στη συζήτηση εκείνη ο Γρηγοράς. Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ θέλει να ξεσκεπάση τον σοφιστή, τον επιπόλαια διαβασμένο άνθρωπο. Αρχίζει τον έλεγχο της σοφίας του από την αστρονομία, και τον αναγκάζει, ευθύς από την αρχή να σβύση και την αστρονομία και τις συναφείς επιστήμες από τον κατάλογο των επιστημών για τις οποίες μπορεί να απαντήση σε όποιον τον ρωτά. Περήφανος ο Γρηγοράς για την μαθηματική του σοφία -ήταν κοντά στα άλλα δυνατός μαθηματικός και την εποχή εκείνη ιδιαίτερα ή αστρονομία εγνώριζε σημαντική ακμή στο Βυζάντιο- θέλει να ξεσκεπάση την αμάθεια του Βαρλαάμ και του Δυτικού κόσμου, να δείξη τον κατώτερο βαθμό της επιστήμης των πόσο η σοφία των περιοριζόταν στη φυσική και τη λογική του Αριστοτέλη και τι αξία είχε.

Ντοπιασμένος από την αποτυχία του ο Βαρλαάμ κατέφυγε στη Θεσσαλογίκη και από κει πέρασε στο Άγιο Όρος. Εκεί γνώρισε από ένα αμαθή μοναχό τη διδασκαλία της ησυχίας την οποία παραμόρφωσε και γελοιοποίησε. Ονόμασεν ομφαλοσκόπους τους ησυχαστάς και πρόβαλε δριμύς κατήγορός των για κακοδοξία. Αφού ισχυρίζονται, λέγει, ότι βλέπουν με τα σωματικά τους μάτια το θείο και άκτιστο φως, αυτό σημαίνει ότι γι' αυτούς η θεία χάρη είναι κάτι κτιστό. Καταστρέφουν λοιπόν, συμπεραίνει, θεμελιώδη δόγματα της Εκκλησίας. Η θεωρία του θείου, αντιτάσσει ο Βαρλαάμ και εδώ φαίνεται ο άκρος ορθολογισμός του, είναι επιστήμη και γνώση. Όποιος γνωρίζει τη σοφία, γνωρίζει και την αλήθεια; και όποιος γνωρίζει την αλήθεια γνωρίζει το Θεό και μένει κοντά του κατ' ανάγκην. Αφού σπουδάσης, προσθέτει, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τότε θα φτάσης στη σύλληψη της αλήθειας. Είναι φανερό ότι για τον Βαρλαάμ η θύραθεν σοφία είναι μια κάθαρση της ψυχής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να φτάσης στο Θεό, να ενωθής μαζί του. Αντίθετη θέση προς τη θέση των μυστικών της σχολής του Συμεών πού ακολουθούν οι ησυχαστές. Κάθε ορατό ον, λέγει ακόμη ο Βαρλαάμ, είναι κτιστό το Θαβώρειο φως έγινε ορατό από σωματικά μάτια, δεν είναι λοιπόν καθόλου άκτιστον. Είναι κτίσμα, «περιγραπτόν», και δέ διαφέρει από το φως που βλέπομε με τις αισθήσεις μας είναι κάτι κατώτερο από. το νου.

Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του είναι εντελώς ξένη προς το μυστικισμό, τον αγνοεί, ή αδυνατεί να τον κατανοήση είναι μια σκέψη πολύ κοντά στα ελληνικά μέτρα και θέλει, όπως εκείνη, να στηρίζεται σε φυσικά, λογικά επιχειρήματα. Ενω ο μυστικισμός αυτό ακριβώς θέλει να ξεπεράση. Αν και Έλλην ο Βαρλαάμ, επειδή είναι κάτοχος της Λατινικής και έζησε στη Δύση, δέχτηκε την επίδραση των δυτικών σχολαστικών, ιδιαίτερα του Ακινάτου, και αυτών τις τάσεις και τα επιχειρήματα ακολουθεί. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι αντίπαλοι των ησυχαστών, εκτός από τον Γρηγορά. Έχουν όλοι δεχτή την επίδραση των λατίνων, που είχαν αρχίσει να μεταφράζωνται ελληνικά. Αρκετοί απ' αυτούς εκδηλώθηκαν και ως λατινόφρονες. Ο ίδιος ο Βαρλαάμ έγινεν αργότερα καρδινάλιος της καθολικής Εκκλησίας. Έτσι ο αγών κατα των ησυχαστών παίρνει στο βάθος μορφή αντιδικίας ανάμεσα στην Ανατολή, που τάσσεται με τον μυστικισμό, και τη Δύση που με τον Ακινάτο υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι το μόνο όργανο για να σκεφτούμε το Θεό. Για μια φορά ακόμη το βαθύ, το ριζικό θέμα που είχε να αντιμετωπίση η Ορθοδοξία εδώ στην Ανατολή με τις λογής αιρέσεις ορθώνεται μπροστά της αλλά αυτή τη φορά έρχεται από τη Δύση, χειραγωγημένη μονοκόμματα από τον Αριστοτέλη που και ατελώς τον γνωρίζει ακόμη. Η Θεολογία, ο περί Θεού δηλαδή λόγος είναι γνώση (Ακινάτος-Βαρλαάμ), η αφήγηση θεωρίας (Συμεών); Είναι διαλογισμός ή ενόραση; Γύρω σ' αυτό το ερώτημα διεξάγεται η μάχη (βαρλααμιτών και ησυχαστών. Εκείνο που σκανδαλίζει περισσότερο τους βαρλααμίτες είναι ο ισχυρισμός των ησυχαστών ότι βλέπουν το άκτιστον φως. Αυτό το θεωρούν σαν υλοποίηση του Θεού.

Πριν περάσωμε στο Γρηγόριο Παλαμά (1296-1359/60) τον αρχηγό των ησυχαστών, για να δούμε πώς αντικρούει τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, θα .πάμε στον Νικηφόρο Γρηγορά, τον κορυφαίο αντιπαλαμίτη. Αντίθετα προς όλους τους άλλους ο Γρηγοράς αντλεί τα επιχειρήματά του από τη βυζαντινή παράδοση, όχι από τη Δύση. Οξύς διαλεκτικός, δόκιμος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, στη θεωρία των ησυχαστών, η οποία διακρίνει στο Θεό ουσία και ενέργεια, βλέπει σοβαρό κίνδυνο επιστροφής στον πολυθεϊσμό. Ο Παλαμάς, λέγει ο Γρηγοράς, ξαναφέρνει στη ζωή τις Ιδέες του Πλάτωνος, που είναι όντα μεσάζοντα ανάμεσα στο Θεό και τον αισθητό κόσμο. Ουσία και ύπαρξη, δέχεται ο Γρηγοράς ακολουθώντας την παραδομένη ορθόδοξη διδασκαλία, συμπίπτουν στο Θεό.Επειδή ο Γρηγοράς έβλεπε στον ησυχασμό μορφή πολυθεϊσμού τον πολέμησε με μεγάλη οξύτητα. Στην πάλη αυτή θυσίασε τα πάντα, αυτοκρατορική εύνοια, αξιώματα και τιμές, και προτίμησε τη φυλακή. Στή φυλακή πέθανε. Κι' όταν μαθεύτηκεν ο θάνατός του ξέσπασεν ασυγκράτητη η οργή των παλαμιτών. Ρίχτηκαν στο νεκρό του σώμα το ύβρισαν και το έσυραν μέσα στους δρόμους της πρωτεύουσας. Αναφέρω το θλιβερό αυτό περιστατικό γιατί δείχνει την οξύτητα των παθών που ξεσήκωσεν η «ησυχαστική έρις». Ας προσέξωμε ακόμη κάτι. Ο Γρηγοράς ήταν μεγάλος λόγιος και σοφός. Ήξερε καλά τους κλασικούς και προήγαγε τη σύγχρονή του επιστήμη, ιδίως τα μαθηματικά. Η μόρφωσή του όμως δεν εμπόδισε την ψυχή του να στραφή προς το υπερπέραν. «Έμεινα, λέγει, υπερήφανα, ακλόνητος (στον αγώνα κατά των παλαμιτών) για να σώσω τις ιδέες μου και την ψυχή μου».

Ας έλθωμε τώρα στον Παλαμά. Γόνος από ευγενή οικογένεια ανατράφηκε στην αυλή του Ανδρονίκου του Β'. Ενωρίς όμως τον κέρδισεν ο μυστικισμός, που την εποχή εκείνη είχε μεγάλη επίδοση σε όλη σχεδόν τη χριστιανοσύνη. Σύγχρονοι του Παλαμά και του Καβάσιλα είναι οι δυο πρώτοι σημαντικοί Γερμανοί μυστικοί ο Eckart και ο Tauler και μιλούν πολύ συγγενική γλώσσα. «Και γιατί, ρωτά ο Tauler, πρέπει να σωπαίνης; Γιατί τότε ο Λόγος θα μπορέση να γεννηθή μέσα σου και να βρή έκφραση, και να γίνη ακουστός. Αλλά είναι φανερό ότι, αν συ μιλάς, ο Λόγος θα σωπαίνη. Είναι αδύνατο να υπηρετήσης καλύτερα το Λόγο παρά σωπαίνοντας και ακούοντας. Αν τώρα εσύ βγης εντελώς έξω από τον εαυτό σου, τότε θα μπη μέσα σου ο Λόγος ολόκληρος...».

Νέος ο Παλαμάς εγκατέλειψε την αυλή, δέχτηκε το μοναχικό σχήμα στή Θεσσαλονίκη και αποσύρθηκε σε απόμερη σκήτη κοντά στη Βέρροια για να μονάση. Ήρθε όμως ο Βαρλαάμ με την επίθεσή του κατά των ησυχαστών και του διέκοψε τη συλλογή και τη μελέτη. Για να υποστηρίξη τη μέθοδο της προσευχής των ησυχαστών και να ανασκευάση τη γελοιοποίηση που επεχείρησεν ο Βαρλαάμ στηρίζεται ο Παλαμάς στη χριστιανική διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα, ναός του Θεού, δεν είναι αρχή του κακού. Πάνω στο θέμα αυτό έχομε ένα ενδιαφέρον έργο την «Προσωποποιΐα», που κι αν δεν είναι έργο του Παλαμά, όπως ήταν παλαιότερα γενικά αποδεκτό, απηχεί πάντως τις απόψεις που και εκείνος υποστηρίζει. Στο έργο αυτό η ψυχή προσωποποιημένη απαγγέλλει δριμύ κατηγορητήριον κατά του σώματος, και το σώμα, προσωποποιημένο κι' αυτό, απαντά με την σειρά του ανασκευάζει τις κατηγορίες και κατευθύνει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, όσα είπε η ψυχή δεν είναι χριστιανικά αλλά νεοπλατωνικά. Συμπέρασμα που δίνει την ορθή θέση, τη χριστιανική, στο σώμα, το έτερο απαραίτητο σκέλος για την υπόσταση του ανθρώπου.

Πλανερός λοιπόν ο δρόμος των νεοπλατωνικών για την αλήθεια. Ο απλανής δρόμος, λέγει ο Παλαμάς, που οδηγεί στο Θεό είναι εκείνος που περνά μέσα από το νου, ο δρόμος του νου. Πού είναι όμως η θέση του νου; Εδώ είναι η ρίζα της διαφωνίας με τους Βαρλααμίτες. Είναι ο νους έξω από το σώμα ή μέσα στο σώμα; Να θέσωμε, λέγει ο Παλαμάς, το νου απόλυτα έξω από το σώμα για να απολάψωμε νοητά θεάματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη ελληνική πλάνη, ρίζα και πηγή κάθε κακοδοξίας, ανακάλυψις των δαιμόνων, καρπός της απουσίας του πνεύματος ... Και σε μας, συνεχίζει, οι οπαδοί της πλάνης υποστηρίζουν ότι ο νους κατά την προσευχή πρέπει να είναι έξω από το σώμα. Όταν ο ησυχαστής λέγη έξω από το σώμα, εννοεί φυσικά έξω από τη σωματική αίσθηση, όχι τόπο, θέση, αφού ο νους είναι ασώματος. Ξέρομε όμως καλά, προσθέτει ο Παλαμάς, ότι, όταν ο νους είναι μέσα στην καρδιά,βρίσκεται μέσα στο όργανό του, μέσα στο θησαυροφυλάκιό του. Όταν λοιπόν θέλωμε να καθαρίσωμε το νου πρέπει να τον συγκεντρώσωμε μέσα στην καρδιά. Φαίνεται καθαρά η θέση που παίρνει ο Παλαμάς στο βασικό αυτό πρόβλημα. Αντιτίθεται καθαρα και ξάστερα στον αντικειμενισμό της συλλογιστικής που βλέπει, θα λέγαμε, τον άνθρωπο σα συλλογιστική μηχανή, αντιτίθεται και στην έκσταση του νεοπλατωνισμού, που βγάζει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο (φυγή, .έκστασις). Και προσπαθεί να διατυπώση μια θεωρία που πηγάζει από τη βαθύτερη ρίζα του χριστιανισμού. Θέλει το νου να βαφτίζεται μέσα στην καρδιά και να αφήνεται στην οδήγησή της. Για να αποφύγη την κατηγορία για υποκειμενισμό προσθέτει ο Παλαμάς ότι οι ησυχαστές δε θέλουν το νου μόνο μέσα στο σώμα και μέσα στην καρδιά, αλλά ότι θέλουν να τον ωθήσουν ως μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Μόνο τότε ο νους ξαναβρίσκει τη δική του ουσία, αφού περάση από την καρδιά, και, ξεπερνώντας κάποτε τον εαυτό του, αναστρέφεται με το Θεό.

Υποστήριξεν ο Βαρλαάμ ότι δεν υπάρχει θεωρία, που ξεπερνά τις νοητικές ικανότητες και θεώρησε γελοίο τον ισχυρισμό των ησυχαστών ότι φτάνουν στη γνώση του Θεού με μυστικό τρόπο. Ο Παλαμάς απαντά ότι η μυστική θεωρία αυτή και μόνο παρέχει την πιό λαμπρή απόδειξη για το ότι υπάρχει Θεός και είναι πάνω από όλα, τα όντα. «Εγώ, συνεχίζει ο Παλαμάς στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, θέτω ότι η άγια πίστη μας, πάνω από όλες τις αισθήσεις καί διανοήσεις είναι ένα όραμα της καρδιάς μας με ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ξεπερνά όλες τις νοητικές ικανότητες της ψυχής μας». Μόνο,. προσθέτει αλλού, όταν το φως πλημμυρίζη την καρδιά μας, μόνο τότε ο αληθινός άνθρωπος πηγαίνει στο αληθινό έργο του, ανεβαίνει στα αιώνια βουνά, βλέπει τον αόρατο, και από κει και πέρα μπαίνει ολοκληρωτικά στη χώρα του θαύματος. Εδώ θα σας θυμίσω πάλι τον Πασκάλ που μίλησε για Θεό που τον αισθάνεται η καρδιά (sensible au coeur) και τόνισε ότι άλλο πράγμα είναι να αισθανθής την αλήθεια με την καρδιά, άλλο να τη γνωρίσης με το λόγο. Αυτό το ίδιο ζήτημα απασχολεί και τον Παλαμά και την ίδια λύση .του δίνει. Η φωτισμένη καρδιά, όχι ο νους, αυτή μας οδηγεί στο Θεό, αυτή μας σώζει.

Πώς απαντά όμως στα επιχειρήματα του Βαρλαάμ ότι το θαβώρειο φως είναι υλικό, κτιστό και αισθητό; Θέτει, όπως είδαμε, πραγματική διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού. Υπάρχει, λέγει ο Παλαμάς, απειρία,θείων ενεργειών μια απ' αυτές είναι το θαβώρειο φώς. Όλες αναβρύζουν από την ουσία του Θεού, σαν από αστείρευτη πηγή, και είναι δεμένες μαζί της με τρόπο αξεδιάλυτο. Η θεία ουσία είναι, λέγει ακολουθώντας το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο θείος γνόφος, από όπου αποροέουν οι θείες ενέργειες, που αποτελούν τις εκδηλώσεις του Θεού, την προχώρησή τους προς εμάς. Ο άνθρωπος βοηθημένος από την θεία χάρη ενώνεται όχι με την ουσία αλλά με την ενέργεια του Θεού. Επειδή όμως και το πιο μικρό μόριο της θείας ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της θεότητας, -η θεότητα δεν μερίζεται όπως τα σώματα- όσοι δέχτηκαν μέσα τους μια θεία ενέργεια δέχτηκαν ολόκληρο το Θεό.

Και πώς είναι δυνατό, αναρωτιέται ο Παλαμάς, να διανοηθούμε φύση χωρίς.ενέργεια; Πώς μπορούμε να πούμε ότι η πρόνοια, η πρόγνωση, η δημιουργία είναι ουσία και όχι ενέργεια; Όπως και στο μονοθελητισμό, τίθεται και εδώ το πρόβλημα των σχέσεων ουσίας και ενεργείας, από άλλη σκοπιά. Οι Βαρλααμίτες έβλεπαν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος μόνο με τρόπο φυσικό ή λογικό: Θεός -δημιουργία- κτίσματα. Οι Παλαμίτες με τη θεία χάρη βλέπουν το Θεό με τα ίδια τους τα μάτια. Οι πρώτοι φτάνουν τη θέωση μόνο με το νου. Οι δεύτεροι με τη θεία χάρη. Ο Παλαμίτης ζει δίπλα ή κάτω από τη στέγη της θείας ενεργείας. Αντί να ζητά αιτιολογικό προσδιορισμό, λογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού ο Παλαμίτης βλέπει το Θεό, ζει εν τω Θεώ. Η συγκεκριμένη αυτή θέα .του θείου που αναστρέφεται με τον μυστικό σα φίλος ή τον συμβουλεύει σα δάσκαλος δεν έρχεται σε αντίφαση με την ιδέα που την ίδια ώρα έχει για τον ίδιο το Θεό ότι είναι άπειρος και περίγραπτοs. Γιατί ο Θεός που βλέπει τώρα δα ο μυστικός είναι μια θεία ενέργεια, όχι η θεία ουσία. Αλλά και έτσι, μόνο όσοι έχουν καθαρούς οφθαλμούς βλέπουν το Θεό, και όχι ένα κτίσμα όπω έλεγαν ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του. Οι. οφθαλμοί που βλέπουν κατά φύσιν είναι τυφλοί για το θείο φως, που δεν είναι αισθητό, κι ας το βλέπουν τα σωματικά μάτια. Τη στιγμή που έγινεν η Μεταμόρφωσις ο Θεός άφησε λίγο ανοιχτή την πύλη της θεότητας σε όσους έδωσε τη χάρη του και έδειξε στους μυημένους το Θεό που κατοικεί εκεί μέσα. Και αν ο απόστολος Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς έλαμψε σαν ήλιος, -και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως- το λέγει για να μας κάμη να εννοήσωμε πως ό,τι είναι ο ήλιος για κείνους που ζουν μέσα στις αισθήσεις και βλέπουν σύμφωνα μ' αυτές, είναι ο Χριστός για όσους ζουν εν,Πνεύματι καί βλέπουν εν Πνεύματι. Το θεϊκό φως δεν είναι κάτι που τώρα υπάρχει και σε μια στιγμή εξαφανίζεται, ούτε είναι περιγραπτόν. Εκείνοι που είδαν τον Ιησού στο Θαβώρ επέρασαν από τη σάρκα στο πνεύμα, με αλλοίωση των αισθήσεων ενεργημένη από το πνεύμα, και τότε μόνο είδαν το μυστικό φως. Πώς αυτό γίνεται μόνο ο Θεός και κείνοι που το δοκίμασαν ξέρουν. Όσοι δεν σκέπτονται αυτό μεταβάλλουν και αυτό το φως και το Άγιο Πνεύμα σε κάτι το κτιστόν.

Ακόμη μια φορά η βυζαντινή πνευματικότητα βρίσκει στο πρόσωπο του Παλαμά τη δύναμη να επισύρη την προσοχή του ανθρώπου στο μυστικό βάθος της θρησκείας, στο μυστικό βάθος. του ίδιου του ανθρώπου. Να αντιπαλαίση τον ορθολογισμό που ήθελε να ορθωθή μονοκράτορας και στην περιοχή της θρησκείας. Η αληθινή θεολογία, η αλήθεια, λένε οι ησυχαστές,θέλει την καθαρότητα της καρδίας, σφιχτά δεμένη δηλαδή τη θεωρία με την πράξη. Γιατί μόνο αυτή η καθαρότητα εξασφαλίζει στους πιστούς το μεγάλο βήμα που τους επιτρέπει να περάσουν από τη γνώση στο ανθρώπινο μέτρο στη γνώση στο μέτρο του Θεού.

Δεν είναι λοιπόν η ησυχαστική έριδα ένα απλό επεισόδιο ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και στο Βυζάντιο, όπως είπαν. Εκείνοι που μάχονται και αντιπαλαίουν είναι από τη μια η θρησκεία σε ό,τι βαθύτερα ιδιαίτερο έχει, τη δίψα του πνεύματος, του ανθρώπου, να ξεπεράση τον εαυτό του για να ενωθή με τον Θεό, και, από την άλλη, μια άλλη δίψα του πνεύματος, δίψα για νοητική και ενιαία συστηματοποίηση της γνώσης.

Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, μας βυθίζει διά μιας σε ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσωμε στο Θεό, με όραση μακαριστή, ό,τι απόλυτα ιδιαίτερο έχει. Γενικά ο μυστικισμός, στις καλύτερές του στιγμές, δεν αρνείται τη γνώση, τη θύραθεν σοφία. Εκείνο που αρνείται είναι ότι η γνώση αυτή οδηγεί στις ρίζες, στη θεωρία και στη θέωση του ανθρώπου. Για τούτο το μεγάλο εγχείρημα επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο, συναιρεί τις αντινομίες και, με τον ησυχασμό, δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο νους, μόνο αν βαφτιστή στην καρδιά βρίσκει τον εαυτό του. Δε θέλει άρά γε να πη ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να εξαντικειμενικεύεται, να γίνεται συλλογιστική μηχανή, αλλά να μένη πάντα ένα υπεύθυνο πρόσωπο; Έτσι ίσως θα λέγαμε, το ίδιο στο βάθος πράγμα, σήμερα.

Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και οξεία διαμάχη ο ησυχασμός επικράτησε, όπως είπαμε. Τούτο δείχνει, για μια ακόμη φορά, ότι όχι μόνο στην επίσημη εκκλησία, αλλά και στο λαό του Βυζαντίου ήταν ακόμη πολύ έντονο και ζωηρό το αίσθημα της μυστικότητος της θρησκείας.

Ιωάννης ο Κλίμαξ

Mιλώντας για την Ορθοδοξία σταματήσαμε αρκετά στη μυστική ρίζα της. Θα δούμε τώρα κάπως αναλυτικώτεοα το Βυζαντινό μυστικισμό στην πορεία που ακολούθησε μέσα στην ιστορία του Βυζαντίου, σταματώντας ιδιαίτερα στους σπουδαιότερους εκπροσώπους του και στα κυριώτερα ρεύματα που σημειώθηκαν.

Από πολύ νωρίς, από τον τρίτο κιόλας αιώνα άρχισεν η επίδοση και η μεγάλη διάδοση του πνεύματος του ασκητισμού. Είναι η εποχή του αγίου Αντωνίου και του Παχωμίου, των μεγάλων ασκητών της Αιγυπτιακής Ερήμου. Μέγα πλήθος Χριστιανών, που όλο και περισσότερο γίνεται, ασπάζονται τον μοναχικόν βίον, και καταφεύγουν στα μοναστήρια, τίς πόλεις των αγγέλων, όπως τα έλεγαν, ή διάγουν ζωή «ερημίτου», «αναχωρητού» σε απόμερα καταφύγια, σε σπηλιές, ή~πάνω σε στύλους αρχαίων οικοδομών. Ζητούν με την απόλυτη αυτή απόσπασή τους από τις μέριμνες της εγκόσμιας ζωής να εξασφαλίσουν την άνεση, την «σχολήν» και το πρόσφορο περιβάλλον που θα τους επιτρέψη να επιδοθούν στην τελείωσή των. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και ο μοναχισμός πήρε πολύ μεγάλη ανάπτυξη και απέκτησε μεγάλη ηθική επιβολή. Τόσο που οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες έπρεπε να έχουν υπ' όψη τους την άποψη των μοναχών στις μεγάλες εκκλησιαστικές και θρησκευτικές, ακόμη και στις πολιτικές υποθέσεις. Ήταν φυσικό για μια κοινωνία όπως η Βυζαντινή, που ζητούσε όχι απλώς να συλλάβη το ρυθμό της αιωνιότητος, αλλά και να τον πραγματώση εδώ στην επίγεια ζωή της. Αυτό ακριβώς πίστευαν οι Βυζαντινοί ότι κατόρθωναν σε μεγαλύτερο βαθμό οι μοναχοί με τη ζωή που διάλεγαν. Αυτοί ήταν οι μύστες, να πούμε, για την αιωνιότητα. Αίρονταν από τα επίγεια και τα εγκόσμια προς τα ουράνια.

Σε όλη τη Βυζαντινή εποχή ο ασκητισμός απετέλεσε έναν από τους κύριους, αρκετές φορές τον ,κυριώτερο τόνο της ζωής. Ήταν φυσικό στους .κύκλους των ασκητών να είναι πιό έκδήλη η μυστική, ουσία του Χριστιανισμού. Όλη των η ζωή, ως τις μικρότερες λεπτομέρειες, πήρε σιγά σιγά μυστικό και συμβολικό νόημα, τέτοιο που να θυμίζη ή να κατατείνη προς τον κύριο σκοπό. Το ένδυμα του μοναχού, λέγει ο Άγιος Δωρόθεος (6ος αιώνας), δεν έχει χειρίδες, για να φωνάζη με τη γλώσσα του αυτή στο μοναχό, ότι δεν έχει χέρια για να κανη το κακό.

Δε συνειδητοποίησαν όμως οι μοναχοί αμέσως το πρόβλημά τους σε όλο του το βάθος, ούτε το είδαν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε στα ίδια θέματα. Έργο μας ακριβώς θα είναι να συλλάβωμε το βηματισμό του βυζαντινού, μυστικισμού στις κυριώτερες γραμμές του. Η συγκομιδή του είναι πολύ πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Μπορούμε, νομίζω, να ξεχωρίσωμε στο Βυζάντιο δυο μεγάλα ρεύματα ασκητισμού, που συνυπάρχουν πάντα.

Από τη μια έχομε τη λαϊκώτερη και εξωτερικώτερη μορφή του, αυτήν που επικρατούσε στους κύκλους των απλών μοναχών, αυτήν που διαμορφώθηκε κυρίως στην έρημο της Αιγύπτου. Κύριο θέμα του έχει ο μυστικισμός αυτός την πάλη «κατά της σαρκός». Παιδεύουν τη σάρκα και τη βασανίζουν, γιατί αυτή, σαν ύλη πού είναι, αποτελεί την ενσάρκωση του κακού. Ο ασκητισμός, αυτός στρέφεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις εξωτερικές πολλαπλές υποχρεώσεις του χριστιανικού βίου. Το προσφιλέστερο θέμα του είναι η πραγματεία περί των αρετών και των αντίστοιχών τους κακιών. Τα θέματά του μας θυμίζουν συχνά το αντίστοιχο ασκητικό πνεύμα του νεοπλατωνισμού (η ύλη το κακό), και τον ασκητισμό των κυνικών (η αρετή). Αυτόν τον λαϊκώτερο, τον εμπειρικό, τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό του Βυζαντίου γνωρίζομε μόνο σχεδόν και απάνω στις εκτροπές του στηρίζονται συχνά άδικες κρίσεις για το Βυζάντιο. Όμως και ο ασκητισμός αυτός έδωκεν έξοχους τύπους εναρέτων ανθρώπων, οσίων, αγίων.

***

Στην κορυφή τους στέκεται ο Άγιος Ιωάννης ο Κλίμαξ, ή ο σχολαστικός (525-(605). Τον είπαν σχολαστικό για τη μεγάλη του μόρφωση. Κλίμακα τον είπαν από το ομώνυμο σύγγραμά του.

Ο Κλίμαξ μας παρουσιάζει τον υψηλότερο βαθμό πνευματικότητας στον οποίο μπορούσε να φτάση ο λαϊκώτερος μυστικισμός. Σ'αυτόν βρήκαν τον ανώτεοο ερμηνευτή των, η δίψα για την τελειότητα, ή βαθειά αγάπη για την αγγελική πολιτεία (την κοινότητα των μοναχών), με λίγα λόγια η μοναστική αρετή. Το όνομα του μοναδικού έργου του, η Κλίμαξ, υποδηλώνει την ουράνια κλίμακα που είδε στ' όνειρό του ο Ιακώβ. Τα 30 πάλι κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται, ή 30 σκαλοπάτια, υποδηλωνουν αλληγορικά τα 30 χρόνια της κρυφής ζωής, του Χριστού.

Η Κλίμαξ ήταν το προσφιλέστερο ανάγνωσμα των Βυζαντινών μοναχών, αλλά και των λαϊκών. Λίγα βιβλία διαβάστηκαν περισσότερο από αυτό. Πλήθος είναι τα χειρόγραφα που μας σώζονται. Οι πολλές έπειτα μεταφράσεις του στη Συριακή, τη Λατινική, την Ισπανική, τη Γαλλική και τις Σλαβικές, γλώσσες μαρτυρούν την εξάπλωση και την ακτινοβολία του στο εξωτερικό.

Ας δούμε τώρα το περιεχόμενο της Κλίμακος. Ο συγγραφεύς ξεκινά από την ιδέα ότι το μοναστήρι είναι η προπαρασκευαστική σχολή για τη μέλλουσα ζωή. Όλη του τη ζωή ο μοναχός την περνά εκεί σα μαθητής, σε σκληρό αγώνα για να κερδίση την τελειότητα. Αγώνα εναντίον του εαυτού του και εναντίον των άλλων. Η κλίμαξ έρχεται ακριβώς να του είναι.οδηγός, να του δείξη τη μέθοδο με την οποία κερδίζεται η μάχη και στεφανώνεται ο νικητής. Η μέθοδος αυτή είναι στο βάθος μια παιδαγωγία, ή καλύτερα μια ψυχαγωγία, όπως ήθελεν ο Πλάτων τη φιλοσοφία, με διαφορετικό βέβαια περιεχόμενο. Η ουσία είναι πώς θα οδηγήσης την ψυχή του ατελούς, του αμαρτωλού ανθρώπου, αφού κατανοήση το βόρβορο της αμαρτίας μέσα στον οποίο κυλιέται, να βρη τον τρόπο να στραφή προς το ανέσπερο φώς, το Θεό.

Για το δύσκολο αυτό έργο δεν μπορεί ο μοναχός -και τούτο αποτελεί ουσιωδέστατο χριστιανικό τόνο- να ελπίζη ότι μόνος του θα κερδίση την τελειότητα· αυτό θα ήταν η χειρότερη μορφή εγωϊσμού. Ο μοναχός πρέπει να φτάση την υπέρτατη ταπεινοφροσύνη, που θα εξαλείψη μέσα του κάθε ίχνος εγωϊσμού, και θα του δώση τη δύναμη να προσκολληθή στον οδηγό του, τον ποιμένα του. Ποιός είναι όμως ο αληθινός ποιμένας; Είναι, λέγει ο Κλίμαξ, εκείνος που μπορεί με την αγαθότητά του, με την ενεργό δράση και την προσευχή του να αναζητά και να ανευρίσκη τους απολωλότας. Τέτοια δύναμη μόνο απ' το Θεό μπορεί να του έρχεται και από τους δικούς του αγώνες. Μέ τη δύναμή του αυτή μπορεί να σώζη το πλοίο όχι από τη θύελλα μόνο μπορεί να το ανασύρη ακόμη και από την άβυσσο. Ο αληθινός ποιμήν γνωρίζει το Θεό από εσωτερική έλλαμψη, που κάνει περιττά τα κείμενα. Δεν ταιριάζει στους δασκάλους να παιδαγωγούν με αντίγραφα, με γνώσεις δηλαδή που τους έρχονται απ' έξω. Οι αληθινοί ποιμένες προσφέρουν στα πρόβατά των την ίδια των την ψυχή. Την από το Θεό δοσμένη τούτη σοφία θα την αναγνωρίση ο ποιμένας, όταν μπορεί να οδηγή στην τελειότητα όχι τους επιμελείς, αλλά τους δυσήνιους και άξεστους. Και δε θα παύη ποτέ να παίζη τον αυλό του «λόγου» στα πρόβατά του, ακόμη και όταν βόσκουν, ακόμη και όταν πηγαίνουν για ύπνο. Τίποτε δε φοβάται ο λύκος, όσο τον ήχο του ποιμενικού αυλού. Βλέπομε καθαρά, ότι πρότυπο για τον ποιμένα χρησιμεύει στον Κλίμακα ο ίδιος ο Χριστός, ο θείος ποιμήν. Ας δούμε τώρα, αφού βρήκε τον ποιμένα, τι μέθοδο θα ακολουθήση ο μοναχός. Αυτήν διαγράφουν τα 30 σκαλοπάτια.

Αφετηρία για την ευαγγελική ζωή είναι η παραίτηση από τα εγκόσμια, τέρμα η απάθεια στην οποία φτάνει κανείς με διαδοχική πρόοδο. Ο μοναχός είναι κατά τον Κλίμακα «τάξη και κατάσταση των ασωμάτων» μέσα σε ένα υλικό και ακάθαρτο σώμα. Και πώς μπορεί να κάμη κανείς-τον εαυτό του «οίκον ασωμάτων δυνάμεων» ; Θα αρχίση, όπως είπαμε, με παραίτηση όσο γίνεται πλήρη από τα εγκόσμια την παραίτηση αυτή από τα εξωτερικά πράγματα θα ακολουθήση η εσωτερική απόσπαση από τα πράγματα του κόσμου. Θα έλθη έπειτα η αποχώρηση από τον κόσμο. Αποχωρώ θα πη αποχωρίζομαι από όλα και τότε αποχωρίζομαι, όταν μέ το στοχασμό δένομαι αδιάσπαστα με το Θεό. Με την αποχώρηση γλυτώνομε από το είδωλο του όντος, τη ματαιότητα, την ανυπαρξία, και κερδίζομε το ον που αληθινά υπάρχει. Μόνο έτσι φτάνει κανείς την απάθεια που είναι «θάνατος της ψυχής και θάνατος του νου, πριν από το θάνατο του σώματος». Μ' αυτό τον τρόπο ο ασκητής θα απομακρύνη τον εαυτό του από ό,τι γίνεται μέσα του και γύρω του στο ανθρώπινο μέτρο, και θα είναι έτοιμος να ντυθή ένα άλλο εγώ, να μπη σε άλλη ζωή, να δεχτή αυτόν που ξεπερνά τον άνθρωπο, το Θεό. Νεκρώνοντας μέσα του τον κόσμο ανασταίνεται στη θεωρητική ζωή. Η τόσο τέλεια τούτη αποχώρηση τον κάνει άξιο και της υπακοής, που είναι «νέκρωση των μελών μέσα σε ένα ζωντανό νου». Ο άνθρωπος που έφτασε την τέλεια υπακοή, τότε μόνο λυπάται όταν πιάνη τον εαυτό του να ακολουθή τη δική του θέληση.

Στην τέλεια απομόνωσή του θα έχη ο μοναχός πιστό σύντροφο τη μελέτη του θανάτου. Ο ιστορικός Προκόπιος είχε κιόλας ονομάσει τη ζωή του μοναχού «τέλεια μελέτη του θανάτου». Τι είναι όμως ο θάνατος; Θάνατος στην κυριολεξία του είναι ο χωρισμός από το Θεό. Ο αληθινός ασκητής θα θεωρήση χαμένη κάθε μέρα που θα την περάση χωρίς να πενθήση. Γιατί να πενθήση; Διότι η μελέτη του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος, και η μελέτη της στιγμής που παραδίνει το πνεύμα είναι ένας ατέλειωτος στεναγμός. Φοβάται ο ασκητής το θάνατο γιατί μπορεί να έλθη σε ώρα που δεν θα είναι έτοιμος· φοβάται το θάνατο που είναι χωρισμός από το Θεό, το θάνατο της θεωρίας, πoυ είναι ανάσταση στον κόσμο τούτον. Μελετώντας λοιπόν το θάνατο και πενθώντας αγωνίζεται ,εναντίον του θανάτου, εργάζεται για την αθανασία. «Είναι αλήθεια, λέγει ο Κλίμαξ, «παράξενο, ότι και οι Έλληνες είπαν κάτι ανάλογο, γιατί ορίζουν τη φιλοσοφία ως μελέτη του θανάτου». Έχει υπόψη του τον Πλατωνικό Φαίδωνα αλλά εκεί έχομε καθαρά διαλεκτική στάση ενώ εδώ η στάση είναι καθαρά μυστική.

Αφού ο μοναχός νικήση όλες τις αδυναμίες και τις κακίες της σάρκας και της ψυχής; αφού αποχωριστή από τον κόσμο, υψωθή με τη σκέψη πάνω από τη δημιουργία, με ζωηρή αγάπη για την αρετή και για το Θεό, τότε πια φτάνει στην άγια ησυχία του σώματος και της ψυχής, που τέλος της είναι η απάθεια, η ειρήνη της ψυχής λυτρωμένης από το σάλο των παθών. Του μένει ακόμη να ενωθή με το Θεό. Σ' αυτό θα τον φέρη η προσευχή. Η προσευχή που είναι οικεία συνομιλία του ανθρώπου με το Θεό. Στην τέλειά της μορφή είναι η προσευχή αρπαγή προς τον Θεόν.

Η σκέψη των ασκητών περιέχει, όπως είπαμε και πριν, πλήθος στοιχεία από την κυνική διατριβή και την αρετολογία των Στωϊκών και το νεοπλατωνικό θέμα της αποστροφής της ύλης. Δεν αποτελεί όμως αναγέννηση του πρακτικού λόγου των αρχαίων. Είναι περιττό και να το σημειώσωμε, ότι όλα τα ελληνικά στοιχεία είναι τώρα βαφτισμένα στο χριστιανικό κλίμα. Κύριες αρετές τώρα είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Και η πιο μεγάλη, λέγει ο Κλίμαξ, είναι η αγάπη.

Γνώρισμα της αγνής ψυχής είναι η αδιάκοπη αγάπη για το Θεό. Ενωμένη με αγνότητα η ψυχή με το Θεό δε θάχη καθόλου ανάγκη το νου να τη διδάξη. Θα έχη μέσα της, η μακάρια, τον αιώνιο νου μυσταγωγό και οδηγητή και φως. Δε φτάνει λοιπόν ο άνθρωπος στο Θεό με νοητική και διαλεκτική πορεία, αλλά με ερωτική προσκόλληση της ψυχής. Ο Κλίμαξ είναι ένας εραστής του Θεού. Στις 30 Μαρτίου αναφέρει το Μηνολόγιο για τον Κλίμακα, ότι έζησε 40 χρόνια ως αναχωρητής με ένα φλογερό έρωτα, ότι την ψυχή του πυρπολούσε το πυρ του θείου έρωτος·ο δρόμος του ήταν ακατάπαυτη προσευχή, ανεξήγητη αγάπη για το Θεό. Δεν έχει φτάσει ακόμη την ολοκλήρωσή του αυτός ο έρως· τονίζεται περισσότερο η αγάπη του ανθρώπου προς το Θεό, λιγώτερο η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Βρίσκεται ακόμη κάτω από την επίδραση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, που τον έβλεπε ως έρωτα για την αλήθεια. Την ολοκλήρωσή του ,θα την φτάση αργότερα, όπως θα δούμε, με τον Συμεώνα κυρίως το νέο Θεολόγο. Όπως κι αν έχη, και έτσι που είναι αυτή η ερωτική προσκόλληση της ψυχής προς το Θεό αποτελεί ένα σπουδαίο γεγονός εισάγει στη συναισθηματικτή ζωή τον πλούσιο εκείνο τόνο από τον οποίο πηγάζει ο ιδανισμός των νεωτέρων χρόνων. Εδώ στο Βυζάντιο και στην περιοχή της ,θεολογίας παίρνει ο Έρως το προβάδισμα.Η χριστιανική αίσθηση της αμαρτίας από τη μια, και η εξιδανίκευση της γυναίκας από την άλλη στο πρόσωπο της Παναγίας -(από τον 7ο κιόλας αιώνα παρουσιάζεται σε έντονο βαθμό η Μαριολατρεία, όπως ωνόμασαν την ιδιαίτερη τιμή προς το πρόσωπο της Παναγίας. Αλλά και το περίφημο ανέκδοτο του Θεοφίλου και της Κασσιανής, -ο πρώτος αντιπροσωπεύει το πνεύμα της Π. Διαθήκης για τη γυναίκα, ενώ η Κασσιανή αντιπροβάλλει το πνεύμα της Καινής Διαθήκης, δείχνει αυτή την πορεία προς την εξιδανίκευση της γυναίκας)- δίνουν το κλίμα μέσα στο οποίο αναφάνηκε σε όλη την ιδανική του λαμπρότητα ο έρως προς τον Χριστόν, που είναι ο νυμφίος της Εκκλησίας, αναρριπίζουν την ψυχή προς τα ύψη του μυστικού γάμου με τον Θεόν.

Όταν αργότερα η έξαρση αυτή στράφηκε και προς τις ανθρώπινες σχέσεις, τους χάρισε ένα υψηλό ιδανισμό, πήρε τη μορφή του ιπποτικού έρωτα, που βλέπει στη γυναίκα ανώτερο πλάσμα, ενσάρκωση των πιό ακριβών ιδανικών αρετής και αγνότητος. Με άλλα λόγια ο έρως των μυστικών προς τον Θεό βρίσκεται στη βάση, αποτελεί την πηγή, από την οποία απέρρευσε ο ιδανισμός που πήρε στους νεώτερους χρόνους ο έρωτας, και που αποτελεί μια από τις ουσιωδέστερες διαφορές ανάμεσα στον αρχαίο και το νεώτερο κόσμο.

Δε διαμορφώθηκαν λοιπόν εδώ στην Ανατολή μόνο τα πλαίσια της Ορθοδοξίας. Η ίδια αυτή Ορθοδοξία με τον μυστικόν έρωτα προς το Θεό αποκαλύπτει τον συναισθηματικό εκείνο πλούτο που πλημμυρίζει τη ζωή με έντονο και υψηλό ιδανισμό. Από την ελληνική Ανατολή διαδόθηκαν για πρώτη φορά σε όλη τη Χριστιανωσύνη τα ασκητικά κείμενα, και κυρίως, η Κλίμαξ, η γεμάτη από παλμούς του θείου έρωτος που πυρπολούσε την ψυχή των ασκητών.

Είπαμε ότι ο Κλίμαξ μας θυμίζει συχνά τους στωϊκούς και τους κυνικούς. Άκρον αγαθόν, αλήθεια, των στωϊκών ιδίως ήταν η απάθεια, η αταραξία της ψυχής, αυτή που επιτρέπει στο ηγεμονικό, το νου, να είναι τέλεια απερίσπαστος, πραγματικά ηγεμονικός. Και κατά τον Κλίμακα η απάθεια είναι το τελευταίο, το υψηλότερο σκαλοπάτι. Μ' αυτήν ο άνθρωπος έχει νεκρώσει τα μέλη του, όχι όμως μόνο τα μέλη του έχει νεκρώσει και το νου του, τον ανθρώπινο, και το άτομό του και έχει φτάσει στον υψηλότερο βαθμό της υποταγής. Για τον Στωϊκό η απάθεια είναι σκοπός, ο έσχατος σκοπός, η τελειότητα του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος δέχεται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα του, εντάσσεται εκούσια στό ρυθμό του κόσμου, στο ρόλο που του ώρισεν ο Λόγος (ο Ζεύς). Κι'αν δη, λέγουν οι Στωϊκοί, ότι ο Λόγος του ώρισε να είναι βασιλιας θα δεχτή το ρόλο του βασιλια, αν δη ότι του ώρισε ναι είναι σαλτιμπάγκος, πάλι θα το δεχτή. Αυτή η εκούσια αποδοχή και εγκαρτέρηση αποτελεί την άκρα σοφία κατά τους Στωϊκούς. Για τους ασκητές, για τον Κλίμακα η απάθεια δεν είναι τέρμα, ούτε σκοπός αλλά μέσον. Είναι η κατάσταση στην οποία φτάνει ο άνθρωπος, αφoύ έκαμε ό,τι μπορούσε, ό,τι ήταν στό χέρι του. Είναι η άκρα ετοιμασία του, όχι για εγκαρτέρηση, αλλά για να ξεπεράση τον εαυτό του, νά δεχτή το φως; του Θεού, να παρουσιαστή στο Θεό. Είναι η προβαθμίδα για τη θέωση, που αποζητά ο μυστικός. Θέωση «καθ'ομοίωσιν», βέβαια, «κατά θείαν χάριν», όχι «κατ' ουσίαν».
***

Δίπλα σ' αυτό το μυστικισμό, που τον ονομάσαμε πρακτικό, και εμπειρικό, που δεν μπόρεσε να αφομοιώση και να μετουσιώση εντελώς, τα έλληνικά θέματα (ο Θεός μάλλον αγαπώμενος) ή να τα υπερνικήση (αποστροφή tης ύλης), και πού γι' αυτό έμοιαζε πολλές φορές να κυνηγά εξωτερικά πράγματα, όσο κι αν ήθελε νά αποσπασθή από αυτά. -Καταντούσε, δηλαδή στείρος συχνά αγώνας κατά των εξωτερικών πειρασμών. -Δίπλα σ' αυτόν έχομε σε. όλo το Βυζάντιο μια υψηλότερη μυστική θεορητική πορεία. Αυτή υπερνικά τον συχνά εξωτερικό ασκητισμό της ερήμου, προσαρμόζει τέλεια τις φιλοσοφκές θέσεις, που χρησιμποιεί, στην ουσία του Χριστιανισμού, δίνει το χριστιανικό μυστικισμό στην ολοκληρωμένη μορφή του, και την ίδια ώοα είναι πιο γνήσια ελληνικός από τον πρώτο, που έχει και πολύ ανατολικό χρώμα.

Συνήθως βλέπομε στο Βυζάντιο τις πολλαπλές ανατολικές επιδράσεις, οι οποίες, λέμε, αλλοιώνουν το ελληνικό του βάθος. Δε βλέπομε όμως και τον έντονο αγώνα του Βυζαντίου εναντίον του κύματος των ανατολικών επιδράσεων, που, επειδή είναι αντίθετες στην ελληνική και την καθαρή χριστιανική του ουσία, αγωνίζεται να τις ανατρέψη και τις ανατρέπει, ή τις προσαρμόζει με. τρόπο που να μην αλλοιώνουν τη φύση του. Έτσι λόγου χάρη στην τέχνη, παρά τις αναμφισβήτητες ανατολικές επιδράσεις είναι εύκολο να ξεχωρίσωμε την ελληνική της ουσία στην αίσθηση της αρμονίας, στήν ευγένεια της γραμμής, στη σύνθεση. Το ίδιο και στη σκέψη. Είδαμε το Δαμασκηνό και το Φιλόπονο να απορρίπτουν τις λογής δεισιδαιμονίες, προλήψεις, μαγείες, αστρολογίες, εν ονόματι του λόγου και της χριστιανικής ευσεβείας. Το ίδιο παρατηρούμε και στον ασκητισμό.

Από πάλη κατά της σάρκας και κυριαρχικό ενδιαφέρον για τις εξωτερικές υποχρεώσεις του χριστιανικού βίου, μετατρέπεται σε μυστική πορεία προς την θέωση. Στρέφει δηλαδή το Βυζάντιο τον ασκητισμό σχεδόν αποκλειστικά στον εσωτερικό θρησκευτικό βίο, στην άμεση πνευματική .του σχέση προς τον Θεό. Στο δρόμο αυτό ήταν έτοιμος κιόλας να μπη ο Κλίμαξ. Το δρόμο αυτόν θα τον δούμε αμέσως πολύ καθαρά στον Μάξιμο και ολοκληρωμένο με την έξαρση του θείου έρωτος στον Συμεών τον νέο θεολόγο.

Δυτικός Μυστικισμός

Πριν συνεχίσωμε την ανάπτυξη του Βυζαντινού μυστικισμού θεωρώ καλό να φύγωμε για μια στιγμή από το Βυζάντιο και να περάσωμε, όχι στο Δυτικό Μεσαίωνα όπου από τον 13ο αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται σπουδαία ανάλογη κίνησι, αλλά στους νεωτέρους χρόνους, τον 17ο αιώνα της Γαλλίας, τον αιώνα της μεγάλης πνευματικής και πολιτικής της ακμής. Να κάμωμε μια μικρή επίσκεψη στο μεγάλο Πασκάλ. Μέγας μαθηματικός και μέγας σοφός. Ζούσε σε εποχή που είχεν αποκορυφωθή με τον Ντεκάρτ (Descartes) η εμπιστοσύνη του νεώτερου ανθρώπου προς το λόγο (raison) και οι άνθρωποι είχαν αναθέσει πάλι μόνο στο λόγο, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, το βαρύ, έργο να απαντήση σε όλες τις απορίες του πνεύματος, να οικοδομήση την αλήθεια. Αλλά ενώ ζούσε σ' αυτό τον αιώνα, προικισμένος και ο ίδιος με μοναδικές πνευματικές ικανότητες που του επέτρεψαν να ανοίξη νέους δρόμους στην επιστημονική έρευνα; ενωρίς ανακάλυψε ότι η ψυχή του, ως προς τη θρησκεία, μένει ανικανοποίητη από το λόγο της επιστήμης; ότι η χριστιανική αλήθεια εδρεύει σε τάξη ανώτερη από την τάξη του ανθρωπίνου πνεύματος. «Για τούτο, λέγει, δε θα καταπιαστώ εδώ να αποδείξω με επιχειρήματα του φυσικού λόγου είτε την ύπαρξη του Θεού, είτε την Αγία Τριάδα, είτε την αθανασία της ψυχής, ούτε κανένα από τα πράγματα αυτού του είδους όχι μόνο γιατί δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου αρκετά δυνατό να βρη στη φύση κάτι, με το οποίο να πείσω αθέους που έχει σκληρυνθή η ψυχή τους, αλλά ακόμη γιατί αυτή η γνώση, χωρίς το Χριστό είναι άχρηστη και στείρα. Όταν ένας άνθρωπος θα είχε πεισθή ότι οι αναλογίες των αριθμών είναι αλήθειες άυλες, αιώνιες, και εξαρτώνται από μια. πρώτη αλήθεια, μέσον της οποίας υπάρχουν, και που την ονομάζουν Θεό,.δε θα τον εύρισκα πολύ προχωρημένο στη σωτηρία του. Ο Θεός των Χριστιανών δεν είναι απλώς ένας Θεός δημιουργός των γεωμετρικών αληθειών και της τάξεως των στοιχείων αυτό ανήκει στους ειδωλολάτρες και τους επικουρείους. Δεν είναι μόνο ένας Θεός που απλώνει την πρόνοιά του στη ζωή και τα αγαθά των ανθρώπων για να δώση σε κείνους που τον λατρεύουν μια ευτυχισμένη σειρά ετών αυτό είναι το μερδικό. των Εβραίων. Ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ, ο Θεός των Χριστιανών είναι Θεός αγάπης και παρηγοριάς, είναι Θεός που πλημμυρίζει την ψυχή και την καρδιά εκείνων, που τους κατακτά, είναι Θεός που τους κάνει να νοιώσουν μέσα τους την αθλιότητά των και το αμέτρητο έλεός του που ενώνεται μαζί τους στο βάθος της καρδιάς των που την γεμίζει με ταπεινοσύνη, χαρά, εμπιστοσύνη, αγάπη που κάνει τους πιστούς του ανίκανουs για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δική του αναζήτηση. Όλοι όσοι ζητούν το Θεό έξω από το Χριστό, και σταματούν στη φύση, ή δε βρίσκουν κανένα φως, που να τους ικαναποιή, ή φτάνουν στο σημείο να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους ένα μέσο για να γνωρίσουν το Θεό χωρίς μεσολαβητή (χωρίς Χριστό δηλαδή) και έτσι πέφτουν ή στον αθεϊσμό ή στο θεϊσμό, δυο πράγματα που η χριστιανική θρησκεία αποτροπιάζεται, σχεδόν στον ίδιο βαθμό». Νομίζει κανείς,ιδίως στα υπογραμμισμένα σημεία, ότι διαβάζει κείμενο του Συμεώνος. Ακριβώς γι' αυτό παρέθεσα αυτά τα λόγια του Πασκάλ, για να δούμε πόσο οι μεγάλοι μυστικοί, όσο κι αν ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, δίνουν τα χέρια πάνω από τους αιώνες που τους χωρίζουν, και μιλούν την ίδια γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα τους υπαγορεύει η θεία ουσία που νοιώθουν να ενώνεται μαζί τους στο βάθος της καρδιάς των. Επιμένουν όλοι οι μεγάλοι μυστικοί στο μεσολαβητή Χριστό. Γιατί αυτός κάνει τη θρησκεία από πρόβλημα νου, πρόβλημα ψυχής και καρδιάς, από συλλογισμό, θεωρία, μαρτυρία, ζωή. Όταν, στη συνέχεια, ,θα μιλούμε για τον ησυχασμό, θα θυμηθούμε πάλι τον ΙΙασκάλ και για τους ίδιους λόγους.

Ένας νέος άγιος της εκκλησίας.Ο Όσιος μεγαλόσχημος επίσκοπος Κριμαίας Αντώνιος(+1 Νοεμβρίου 1942)


Ένας νέος άγιος της εκκλησίας.Ο Όσιος μεγαλόσχημος επίσκοπος Κριμαίας Αντώνιος(+1 Νοεμβρίου 1942)

Ο αρχιεπίσκοπος Αντώνιος(κατά κόσμον David Iliych Abashidze) γεννήθηκε στην Γεωργία το 1847.Απεφοίτησε το νομικό τμήμα του αυτοκρατορικού πανεπιστημίου του Νοβοροσισκ της Οδησσού το 1891 και την ίδια χρονιά γράφτηκε στην Θεολογική Ακαδημία.Έλαβε την μοναχική κουρά σε ηλικία 24 ετών στις 16 Νοεμβρίου 1891 πέρνωντας το όνομα Δημήτριος,προς τιμήν του Αγ.Δημητρίου του Ροστώβ.Το 1897 διορίστηκε επιθεωρητής στο Θεολογικό σεμινάριο του Κουτάισι και το 1898 διορίστηκε επιθεωρητής στο Θεολογικό σεινάριο της Τυφλίδας.Ειναι αυτός ο οποίος απέβαλε τον Joseph Dzhugashvili-γνωστότερο ως Στάλιν-από το Θεολογικό σεμινάριο.
Το 1912 εκλέχθηκε επίσκοπος Ταυρίδος και Συμφερουπόλεως.Κατά την διάρκεια του Α Παγκ.Πολέμου με πατριωτικά κυρήγματα ενθάρρυνε τον πληθυσμό,ενώ συμμετειχε σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες.Για την βοήθεια που προσέφερε έλαβε τιμητικά μετάλλια.Το 1917-1918,όταν ήταν στην Μόσχα για την τοπική σύνοδο,γύριζε τους δρόμους και με το μικρό του φορητό φαρμακείο βοηθούσε τους τραυματίες των εμφυλίων συρράξεων.
Το 1921 λόγω μίας ασθένειας έχασε την όραση από το δεξί του μάτι.Το 1922 συμμέτειχε στην χειροτονία του επισκόπου και μέλλοντος μάρτυρα Σεργίου(Zvereva)και γιάυτόν τον λόγο έφτασε κρυφά στην Κριμάια
Το 1923 συνελήφθη, τον εκδίωξαν από την Κριμαία και τον εξόρισαν στο ερημητήριο του Κιτσάεβ το οποίο ανήκε στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.Τότε έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο που τον δυσκόλεψε στην ομιλία και στο γράψιμο.Τον συνέδεε πνευματική φιλία με τον Αγιο Λουκά (Voyno-Yasenetsky) τον επίσκοπο Κριμαίας.
Τηρούσε τον όρκο της σιωπής και έλαβε το μεγάλο σχήμα λαμβάνοντας το όνομα Αντώνιος.Ήταν μεγάλος ασκητής, άνθρωπος προσευχής και είχε το διορατικό χάρισμα.Ορθόδοξοι χριστιανοί από την Ρωσία,την Ουκρανία,την Λευκορωσία και την Γεωργία ερχόνταν σ'έκεινον για να λάβουν την πνευματική του συμβουλή.
fotolitopys.in.ua
Εκοιμήθη στις 1 Νοεμβρίου 1942 και τον κήδευσαν στην είσοδο των Σπηλαίων κοντά στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Η αγιοκατάταξή του έγινε την Κυριακή του Θωμά 22 Απριλίου από τον Μητροπολίτη Κιέβου  και πάσης Ουκρανίας,στην Λαύρα των Σπηλαίων.

π.ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΛΕΥΙΤΗΣ ΠΟΥ ΜΙΣΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ

π.ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΛΕΥΙΤΗΣ ΠΟΥ ΜΙΣΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ



Ο ΛΕΥΙΤΗΣ ΠΟΥ ΜΙΣΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
 Κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ σε έναν ΑΝΘΡΩΠΟ που αφιέρωσε ΟΛΟΚΛΗΡΗ τη ζωή του στην ΑΓΑΠΗ προς τον πλανεμένο αδελφό. Την ΕΥΧΗ σου πάτερ άγιε Αντώνιε!


Το 1978 που ήλθε ο αείμνηστος Πατριάρχης Δημήτριος στην Αθήνα συνέβη το εξής χαρακτη­ριστικό στιγμιότυπο, το οποίο διηγήθηκε σε συ­νεργάτρια της Π.Ε.Γ., γνωστός μας ιερέας.  Βρι­σκόμουνα, είπε ο ιερέας  στο ιερό του Μη­τροπολιτικού Ναού Αθηνών. Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος ήλθε στο ιερό να χαιρετήσει τον Πατριάρχη που εκείνη τη στιγμή καθόταν. Όταν έσκυψε να φιλήσει το χέρι του, ο Δημήτριος ση­κώθηκε όρθιος και του είπε: Εγώ να σκύψω να φιλήσω το χέρι Σας. Εγώ μπορεί να μη σώσω καμμία ψυχή, εσείς όμως σώζετε πολλούς.
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε εκατοντάδες τέτοιες δηλώσεις από Πατριάρχες, Μητρο­πολίτες, ιερείς, διακεκριμένους πολίτες διεθνούς ακτινοβολίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, που ομιλούν για την προσωπικότητα του ακαταπόνητου ποιμένα μακαριστού π. Αντωνίου και το σωτήριο έργο του.
Ο Ρώσσος Καθηγητής Alexander Dvorkin συ­μπυκνώνει χαρακτηριστικά όλους όσους αναφέ­ρονται στα χαρίσματα του φλογερού αγωνιστού και το επωφελές έργον του. Όταν ήμουν στην Ελλάδα  γράφει σε επιστολή του ο κ. καθηγη­τής μετά την κοίμηση του πατρός  είδα πόσο πολύ ετιμάτο και εθαυμάζετο στη χώρα του. Μέ­σα από τη δουλειά του, από τα γραφόμενά του, από τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα του, ήταν γνωστός από όλους και είχε βοη­θήσει χιλιάδες ανθρώπων, βρίσκοντάς τους μέσα στο σκοτάδι της αυταπάτης και φέρνοντάς τους πίσω στο Χριστό. Ακαδημαϊκοί και μαθητές, πο­λιτικοί και άνθρωποι ταπεινών επαγγελμάτων, καλλιτέχνες και αγρότες, νέοι και γέροι, κλήρος και λαός, όλοι έρχονταν σ αυτόν, όλοι είχαν την ανάγκη από τη βοήθειά του, τη συμβουλή του. Ήταν ένας λαμπρός ποιμένας και ενδιαφερόταν για τις ψυχές εκατοντάδων ανθρώπων. Και με όλες του τις δραστηριότητες και τη ζωή του, πα­ρέμεινε ο δικός μας ιερέας, παράδειγμα προς μίμηση, έτοιμος να εγκαταλείψει τα πάντα, προκει­μένου να σώσει ένα χαμένο πρόβατο.
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, κ. κ. Χριστόδουλος, Μητροπολίτης τότε Δημητριά­δος, σε επιστολή του στην αείμνηστη πρεσβυτέ­ρα του π. Αντωνίου, έγραφε μεταξύ άλλων: Η προς Κύριον εκδημία του φιλτάτου συζύγου σας και αγαπητού μας αδελφού εν Χριστώ αειμνή­στου π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου ύπηρξε βαρύ πλήγμα δια την στρατευομένην επί γης Εκκλησίαν μας, η οποία είχεν εύρει εις το πρόσωπόν του τον αδιαφιλονίκητον πρωταγωνιστήν του αγώνος αντιμετωπίσεως των ποικίλων εχθρών της Εκκλησίας.
Μοναδική,  ναι, μοναδική  εξαίρεση αποτε­λούν οι δηλώσεις του ιερέα π. Φιλοθέου Φάρου στο περιοδικό Μετρό. Γράφει ο συντάκτης του άρθρου μεταξύ άλλων:
Του περιοδικού Διάλο­γος, λέει ο πατέρας Φιλόθεος Φάρος που … εκπλήσσει με το λόγο του, ηγείτο ο πατέρας Αλεβιζόπουλος, σαλεμένος άνθρωπος με έμμονες ιδέες καταδίωξης. Παντού ανακάλυπτε μαύρες δυνάμεις. Αυτοί οι άνθρωποι και αυτό το κλίμα εξυπηρετεί όλες τις εξουσίες.
Τι να πει κανείς τώρα γι’ αυτές τις δηλώσεις ποιμένα της Εκκλησίας που μόνος αυτός δεν κατάλαβε, ότι το πρόβλημα των αιρέσεων και της παραθρησκείας αποτελεί το πιο σημαντικό ποιμαντικό πρόβλημα της Εκκλησίας μας. Πρό­κειται για ένα καθ’ αυτό οντολογικό ζήτημα κι όχι μόνον πρόγραμμα αντιμετώπισης εχθρών της Ορθόδοξης Πίστεώς μας. Εκφράζουμε όχι μόνο την πικρία μας, αλλά και την αγανάκτησή μας γι’ αυτές τις δηλώσεις, οι οποίες αποτελούν πισώπλατη βολή εναντίον του έργου της Π.Ε.Γ. και του Διορθοδόξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων.
Η δήλωση αυτή του π. Φιλοθέου Φάρου τί­θεται κάτω από την παράγραφο του συντάκτου του άρθρου που λέγει: Καταδικάζονται συλλή­βδην οι άλλες θρησκευτικές δοξασίες, ο διαλογι­σμός και η γιόγκα, τα κέντρα ψυχικής υγιεινής, οι πολεμικές τέχνες, η ομοιοπαθητική, ο βελονι­σμός (ολιστική ιατρική) κ.λ.π.. Όπερ έδει δείξαι, θα λέγαμε για τον π. Φιλόθεο Φάρο, όπως έλεγαν οι μαθηματικοί, παλαιότερα, μετά την απόδειξη θεωρημάτων της Γεωμετρίας.
Με τον π. Φιλόθεο Φάρο είχαμε ασχοληθεί και στο παρελθόν και συγκεκριμένα στο τεύχος 13 του Διαλόγου του 1998, με αφορμή την έκδοση βιβλίου του και την ομολογία του σε ρα­διοφωνική συζήτηση στην εκπομπή του π. Κων­σταντίνου Στρατηγοπούλου.
Έγραψε και είπε ο π. Φιλόθεος ότι διαλογισμός και προσευχή είναι το ίδιο πράγμα. Και γράψαμε τότε στο σχόλιό μας ότι: όσοι επαινούν ή παραδέχονται εκδηλώσεις της ασιατικής πνευματικότητας συντελούν αθελήτως ή όχι  στην ευόδωση του καταστρο­φικού έργου των αιρέσεων στη χώρα μας. Είναι οι ηθικοί αυτουργοί στην παγίδευση ανύποπτων ανθρώπων από οργανώσεις αντίθετες και ασυμ­βίβαστες με την ορθόδοξη πίστη.
Με την απαράδεκτη και περίεργη δήλωσή του στο περιοδικό Μετρό ο π. Φιλόθεος Φά­ρος συμπορεύτηκε λεκτικά, δυστυχώς, με τις νε­οφανείς ολοκληρωτικές αιρέσεις και τις ομάδες της παραθρησκείας που πολέμησαν τον π. Αντώνιο, τον συκοφάντησαν και τον εμίσησαν, γιατί στάθηκε εμπόδιο στα σχέδιά τους να εξουδετερώσουν την άμυνα της Εκκλησίας και να εμποδίσουν ν’ ακουστεί η φωνή της στη χώρα μας.
Ναι ο π. Αντώνιος μισήθηκε από τις αιρέσεις. Μισήθηκε απ΄ όλους εκείνους που ενσυνείδητα διάλεξαν την πλευρά του σκότους, απ’ όλους εκείνους που ενσυνείδητα διάλεξαν να εναντιωθούν στο Θεό.
Θα θυμίσουμε στον π. Φ. Φάρο ότι παρόμοιο λεξιλόγιο χρησιμοποίησε ο αποβιώσας δημοσιο­γράφος Βασίλης Ραφαηλίδης ο οποίος σε δημοσίευμά του απεκάλεσε τον αείμνηστο πατέρα Αντώνιο ψυχοπαθη (Ναζισμός με άλλο πρό­σωπο, σελ. 241-274).  Γράφει στο κεφάλαιο αυτό ο π. Αντώνιος, ότι ο κ. Ραφαηλίδης, επαφίεται στην χριστιανική μας ανεκτικότητα και μεγαλοθυμία, όταν αναφέρει ισχυρισμούς γεγονό­των αναληθών.
Λάσπη και συκοφαντίες εξαπέλυσε εναντίον του π. Αλεβιζοπούλου η Σαηεντόλοτζυ, ο Τάκης Αλεξίου και άλλοι πολλοί που κινούνται στους χώρους των νέων κοσμοθεωριακών κινήσεων ή συνηγορούν υπέρ αυτών όπως ο κ. Κουναλάκης και άλλοι. Και είναι μάλλον αυτονόητο να συ­μπεριφέρονται έτσι οι πάσης φύσεως ομάδες και να αποκαλούν θρησκευτικό φανατισμό το ποι­μαντικό έργο της Εκκλησίας που ξεσκεπάζει το αληθινό πρόσωπο των ομάδων αυτών και προ­ειδοποιεί ότι αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την Ορθόδοξη πίστη.
Όταν όμως ορθόδοξοι κληρικοί κάνουν τέ­τοιου είδους δηλώσεις ή συμμετέχουν σε εκδηλώσεις και σεμινάρια των ομάδων, όπως έκανε ορθόδοξος καθηγητής θεολογίας ή ακολουθούν την Βασούλα και παρευρίσκονται στις ομιλίες της κ.λ.π., τότε βάλλεται πισώπλατα το έργο
 
Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το ιστολόγιό μας
 
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (+)
 
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ναζισμός με άλλο πρόσωπο (τελευταίο κεφάλαιο), που εκδό­θηκε από την Π.Ε.Γ. λίγους μήνες μετά την κοίμησή του. 
Το κεφάλαιο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί μία απάντηση του μακαριστού πατρός Αντωνίου σε όσα ορθόδοξος ιερέας είπε γι αυτόν σε Αθηναϊκό περιοδικό (σ.σ: Δείτε στο παραπάνω άρθρο τις δηλώσεις του π. Φ.Φάρου
  Τα στοιχεία που παραθέσαμε σ’ αυτό το βι­βλίο αποδεικνύουν ότι έχουμε να κάνουμε με μία επικίνδυνη μορφή τρομοκρατίας και ναζισμού.
Ένα από τα βασικά κριτήρια της ναζιστικής αντιλήψεως είναι αναμφίβολα το γεγονός ότι κάθε φασιστικό-ναζιστικό καθεστώς δεν ανέχεται διαφορετική άποψη και κάθε κριτική ταυτίζεται με εγκληματική ενέργεια και καταπολεμείται με κάθε αθέμιτο μέσο. Μία ναζιστική ιδεολογία είναι έτοιμη πάντοτε να αυτοπροβληθεί ως προοδευτική ή και δημοκρατική και να χα­ρακτηρίσει οποιονδήποτε της γίνεται επικίνδυνος ως φασίστα, ναζιστή και αντικοινωνικό ή εγκληματικό στοιχείο.
Το να θελήσει κανείς να ερευνήσει όλο το σκηνικό της εναντίον μας επιθέσεως, σημαίνει ότι αναγκαστικά θα κινηθεί στο χώρο του πα­ραλόγου. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ένα κεί­μενο κάποιου που ισχυρίζεται ότι πίσω του βρί­σκεται μια μυστική οργάνωση. Παρουσιάζεται να γνωρίζει τον αποκρυφιστικό χώρο. Για να μην είμαστε αναγκασμένοι ν ασχοληθούμε μ’ αυτήν την οργάνωση δεν παραθέτουμε όνομα.
Ένα κεί­μενο με ημερομηνία 4.1.1994 που προσέρχεται από αυτόν έχει τον χαριτωμένο τίτλο: Ο ισραηλίτης ραββίνος Αντώνιος Αλεβιζόπουλος ως ... διευθυντής αντιαιρετικού αγώνα της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ... .
...Κλείνοντας το βιβλίο μας (Ναζισμός με άλλο πρόσωπο) παρατηρούμε συμπερασματικά:
Σε όλη τη διαδρομή της ζωής μας ουδέποτε διανοηθήκαμε να διαφημίσουμε την εργασία μας σε οποιονδήποτε τομέα. Ουδέποτε αποβλέψαμε στην αναγνώριση από μέρους προσώπου (ακόμη και προϊσταμένων μας) και ουδέποτε υπηρετήσαμε πρόσωπα.
Δημόσια εξομολογούμεθα ότι ουδέποτε εντα­χθήκαμε σε κλειστούς κύκλους εμπίστων ή σε αυλές ισχυρών πολιτικών ή εκκλησιαστικών προσώπων στο εξωτερικό ή και στη χώρα μας. Πάντοτε είπαμε με παρρησία τη γνώμη μας και εργαστήκαμε με συνέπεια και με φόβο Θεού ουδέποτε με κίνητρο το φόβο ανθρώπων. Γι αυτό και αναγκαστικά αντιμετωπίσαμε πολλές φορές δυσκολίες.
Αλλά, ομολογούμε ότι, παρ όλες τις αρχικές δυσκολίες, με τη χάρη του Θεού, η στάση μας αυτή εκτιμήθηκε τελικά δεόντως από υπεύθυνα πρόσωπα, ιδιαίτερα στον εκκλησιαστικό χώρο. Γι’ αυτό και τελικά, περιέβαλαν την εκκλησιαστική μας διακονία με εμπιστοσύνη και στοργή.
Δεν αναμιχθήκαμε ποτέ σε παρατάξεις. Όμως η εργασία μας τελικά εκτιμήθηκε από όλους. Αυτό είναι για μας σημείο της αγάπης και τη πρό­νοιας του Θεού. Αποτελεί το πλέον ουσιαστικό στήριγμά μας σε όποιες κατά καιρούς δυσκολίες.
 Δεν υποστηρίζουμε ότι κάναμε εμείς, με τις δικές μας μόνο δυνάμεις, κάτι το σημαντικό. Προσπαθήσαμε όμως με όλες τις δυνάμεις μας να υπηρετήσουμε τους αδελφούς μας στο όνομα του Θεού. Ό,τι επιτελέσαμε, ο Κύριος το επετέλεσε, χρησιμοποιώντας εμάς και τους συνεργά­τες μας ως ανάξια μεν, αλλά δικά Του όργανα.
Τα στοιχεία που παραθέτουμε για το εαυτό μας σ’ αυτό το βιβλίο δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητος εάν η απολογητική της Εκκλησίας μας δεν εδέχετο την τελευταία ανέντιμη επίθεση.
Στις μέρες μας η απολογητική διακονία της Εκκλησίας επιτελείται σε πανορθόδοξα πλαίσια. Μία νέα δομή συνεργασίας δημιουργήθηκε και κινείται στην ποιμαντική βάση. Αυτή την εργασία την γνωρίζουν καλά όλοι οι Ορθόδοξοι Πα­τριάρχες και Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων εκκλησιών. Στο βιβλίο Ποιμαντική αντιμετώπιση των αιρέσεων και της παραθρησκείας (1995) και στο Ομάδες ασυμβίβαστες με την Ορθόδοξη πίστη (1995) δημοσιεύονται όλα τα επίσημα κείμενα που αποδεικνύουν ότι όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αλλά και η επίσημη Ελληνική Πο­λιτεία, δια στόματος του Πρωθυπουργού της χώ­ρας, αρμοδίων Υπουργών και όλα τα πολιτικά κόμματα ευλογούν και επιδοκιμάζουν την εργασία μας και προσβλέπουν σ αυτήν. Έπρεπε λοι­πόν να χτυπηθεί η εργασία αυτή αδίστακτα και χωρίς ηθικούς φραγμούς η αναστολές.
Έτσι, με βάση τις οδηγίες των μυστικών υπη­ρεσιών των ομάδων αυτών, αναζητήθηκαν τα κατάλληλα πρόσωπα, καταγράφησαν οι πλη­ροφορίες, συντάχθηκε το πόρισμα και παρα­δόθηκε στους Έλληνες δημοσιογράφους-θύμα­τα για να το παρουσιάσουν ως τη μεγαλύτερη δημοσιογραφική τους επιτυχία!
Θέλω να πιστεύω ότι ούτε οι δημοσιογράφοι, ούτε η Ελευθεροτυπία, ούτε το Έθνος θέ­λησαν με τα άρθρα αυτά να συστρατευθούν συ­νειδητά μ’ αυτές τις ομάδες που αποδεδειγμένα συνιστούν απειλή για την προσωπικότητα των νέ­ων, εναντίον της καθαρά ποιμαντικής εργασίας της Εκκλησίας και εναντίον εμού προσωπικά. Όμως σίγουρα κλόνισαν μερικές αστήρικτες ψυχές. Τα όσα αναφέρουμε εδώ αποβλέπουν στην στήριξη και στην οικοδομή αυτών των αδελφών.
Βέβαια η επίθεση αυτή εναντίον της Εκκλησίας και εναντίον εμού προσωπικά αποδεικνύει ότι η από μέρους μας αντιμετώπιση των ποιμα­ντικών προβλημάτων με τα οποία ασχολούμεθα είναι η ενδεδειγμένη και φέρει αποτελέσματα. Επίσης αποδεικνύει ότι όντως έχουμε να κάνουμε με ολοκληρωτικές παραθρησκευτικές οργανώσεις που είναι αδίστακτες και διαπνέονται από νεονα­ζιστική νοοτροπία.
Ακόμη η επίθεση αυτή συντελεί στην αφύπνι­ση όλων των υπευθύνων φορέων, ιδιαίτερα στο χώρο της Εκκλησίας, που δεν αξιολογούσαν ορθά την απειλή. Η παρέμβαση του Κ.Ε.Φ.Ε. και ιδιαίτερα του Δασκάλου των Σούφι κ. Τάκι Αλεξίου ήταν σ’ αυτό το σημείο πράγματι κατα­λυτική: Προκάλεσε αποφάσεις της Ιεράς Συνό­δου, επίσημα έγγραφα του Οικουμενικοί Πα­τριάρχου κ. Βαρθολομαίου, του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ, των λοιπών προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όλων σχεδόν των Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος και του κλίμα­τος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σύμπαντος σχεδόν του Ιερού Κλήρου της Εκκλησίας μας και ολοκλήρου του πολιτικού κόσμου της Χώρας. 
 Η ανίερη αυτή επίθεση συσπείρωσε γύρω από την ποιμαντική αυτή εργασία όλες τις αμυντικές δυνάμεις της Εκκλησίας μας και τον ευσεβή λαό. Προ παντός, όμως, η αδίστακτη αυτή επίθεση βοήθησε με συγκλονιστικό τρόπο στη συ­σπείρωση των γονέων, των οποίων τα παιδιά έπεσαν θύματα σε ολοκληρωτικές εξαρτήσεις και τους οδήγησε στην απόφαση κοινής δράσεως και στην από κοινού αντιμετώπιση της απειλής.
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτής της ανή­θικης επίθεσης είναι η αφύπνιση υπευθύνων πο­λιτειακών φορέων και κυρίως Υπουργείων, τα οποία εντυπωσιάστηκαν από τον φασιστικό τρό­πο ενεργείας των ομάδων αυτών. Χωρίς αυτή την βοήθεια του Κ.Ε.Φ.Ε. και ιδιαίτερα του κατά δήλωσή του Σείχη Τάκι Αλεξίου, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πείσουμε τους φορείς αυτούς για την απειλή, που σ’ αυτό το βιβλίο χαρακτηρίζουμε Ναζισμό με άλλο πρόσωπο.
 Ο δικός μας χειρισμός των ανίερων και ανήθι­κων αυτών μεθοδεύσεων εναντίον μας θα πείσει με τον καιρό τις ομάδες αυτές, ότι δεν θα καταφέρουν να μας απασχολήσουν και να ρίξουν την απολογη­τική της Εκκλησίας μας σ αυτό το χαμηλό επίπεδο. Η ποιμαντική μας απολογητική δεν αποσκοπεί στην άρνηση και στην καταστροφή. Αποτελεί εκστρατεία αγάπης, προς απελευθέρωση των αιχμαλώτων! Το ψεύδος, για να διαδοθεί και να επικρατήσει χρειάζεται μηχανισμούς, διεθνή δίκτυα, υλικά μέσα. Όμως η αλήθεια έχει τη δύναμη μέσα της και μακρόχρονα επιβάλλεται και χωρίς όλα αυτά. Αυτό μας έδειξε η πολύχρονη πείρα.
 Ο Χριστός δεν απαιτεί από εμάς να δικαιώ­σουμε τους εαυτούς μας ενώπιων των ανθρώπων με κάθε μέσο. Η Αγία Γραφή υπογραμμίζει ότι είναι μακάριος εκείνος που διώκεται ένεκεν δι­καιοσύνης! Όμως αυτός ο διωγμός μας δίνει την βεβαιότητα ότι αξιολογείται ορθά το έργο μας. Είναι πράγματι σοφό αυτό που μας δίδα­σκε ο αείμνηστος Γέροντας Ιωήλ της Καλαμά­τας· Μας δίδασκε ότι όποιος κάνει το καλό και δεν βρει το μπελά του δεν έχει αξία!
 


Read more: http://www.egolpion.com/alevizopoulos_faros.el.aspx#ixzz2mnXJdLpu