Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Οι συγκλονιστικές τελευταίες στιγμές του αγίου ιερομάρτυρα Βλαδιμήρου Μητροπολίτου Κιέβου+25-1-1918

 

 
Ο Άγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1848 μ.Χ. στο χωριό Μάλιε Μορόσκι της επαρχίας του Ταμπώφ της Ρωσίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο εκκλησιαστικό σχολείο και έπειτα σπούδασε στη θεολογική σχολή του Κιέβου. Όταν το 1874 μ.Χ. αποπεράτωσε τις σπουδές του, διορίσθηκε ως καθηγητής στην εκκλησιαστική σχολή του Ταμπώφ, όπου και νυμφεύθηκε.
Από μικρό παιδί είχε κλήση προς την ιεροσύνη. Έτσι, το έτος 1882 μ.Χ., χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται στο ναό του Κοζλώφ. Η πρώτη δοκιμασία δεν άργησε να έλθει. Στην αρχή της ιερατικής του διακονίας, μαζί με τον σταυρό της ιεροσύνης, σηκώνει και τον σταυρό της χηρείας. Το 1886 μ.Χ. απεβίωσε η πρεσβυτέρα σύζυγός του και λίγο αργότερα το μονάκριβο παιδί του.
Η υπομονή του Αγίου ήταν όμοια με αυτή του πολύπαθου Ιώβ. Φεύγει πλέον από τον κόσμο και ακολουθεί τη μοναχική οδό. Εγκαταβιώνει σε μονή του Κοζλώφ και στις 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός με το όνομα Βλαδίμηρος. Το έτος 1888 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της πόλεως Σταρορούσκϊυ και καλείται να διακονήσει το λαό του Θεού. Αφιερώνεται ολόψυχα στο πολύπαθο και ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον αληθινό ποιμένα και πατέρα και του φιλανθρώπου Χριστού τον γνησιότατο μιμητή.


Στις 19 Ιανουαρίου 1891 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Σαμάρα, το 1892 μ.Χ. Αρχιεπίσκοπος Καρτάλιν και Καχεζίας και στις 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Το ποιμαντικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο. Διακόπτεται, όμως και πάλι, όταν εκλέγεται, στις 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χ., Μητροπολίτης της Αγίας Πετρουπόλεως. Το 1915 μ.Χ. η Εκκλησία του αναθέτει τα καθήκοντα του Μητροπολίτη Κιέβου.
Σε κάθε τόπο που διακονούσε ο Άγιος Βλαδίμηρος άφηνε τα ίχνη της αγιότητάς του. Κυριολεκτικά δαπανούσε τον εαυτό του για την σωτηρία των ανθρώπων. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Το επαναστατικό κίνημα άρχισε να φουντώνει. Ο Άγιος προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλώντας προς τους σπουδαστές του εκκλησιαστικού σεμιναρίου της Μόσχας, έλεγε: «Ίσως να πιστεύετε ότι ο Πνευματικός άρτος που δίδει η Εκκλησία στον κόσμο έχει γίνει πολύ σκληρός, για να φαγωθεί από τους ανθρώπους. Θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για το ποιοι εμείς είμαστε και τι κάνουμε για τους πτωχούς αδελφούς μας. Οι αδελφοί μας πεινάνε. Είναι στο σκοτάδι. Και εμείς οφείλουμε να εργασθούμε, για να φωτίσουμε την ζωή τους με το φως του Χριστού, την πίστη, την ελπίδα».


Τα γεγονότα της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917) αποτέλεσαν, για τους κατοίκους του Κιέβου, την αφορμή για να επιχειρήσουν την ανεξαρτησία τους. Το Ουκρανικό συμβούλιο πίεσε τον Άγιο να προβεί σε εκκλησιαστική αυτονομία. Εκείνος δεν το έπραξε και τον εκθρόνισαν. 
 Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, οντάς τότε 70 χρόνων, υπέφερε πολλές ύβρεις, απειλές καί θλίψεις. Στίς 12 Δεκεμ­βρίου 1917 τόνισε με θάρρος: «Δεν φοβάμαι τίποτε καί κα­νέναν. Είμαι έτοιμος σε κάθε στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την αληθινή ρωσική πίστη καί για την Εκκλησία του Ίησού Χρίστου,για να εμποδίσω τους εχθρούς της Εκκλησίας από το να την εμπαίξουν. Θα υποφέρω τα μαρτύρια μέχρι τέ­λους, για να διατηρήσω τη Ρωσική Εκκλησία στο Κίεβο,οπού πήρε την αρχή της». Λέγοντας αυτά αναλύθηκε σε δάκρυα.
Μετά τον παραγκωνισμό του κατέφυγε στην περίφημη Μονή των Σπηλαίων (Περτσέσκαγια Λαύρα). Δεν θέλησε να υποχωρήσει, παρά τίς απειλές. "Αν υποχωρούσε, θα διέφευ­γε το μαρτυρικό θάνατο.
Δεν πέρασε πολύς καιρός καί το Κίεβο δοκίμασε τη φρί­κη του εμφυλίου πολέμου. Πολλές εκκλησίες καταστράφη­καν από τους βομβαρδισμούς των μπολσεβίκων. Το πανύψη­λο κωδωνοστάσιο της Λαύρας θεωρήθηκε ότι ήταν παρατη­ρητήριο, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. "Ομως το πε­ρίφημο μοναστήρι δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από τους μπολσεβίκους.
Τελικά το Κίεβο κατελήφθη από τον «κόκκινο στρατό». 
Στίς 23 Ιανουαρίου 1918 οι «κόκκινοι» κατέφθασαν στην Περτσέσκαγια Λαύρα. Μπήκαν στίς εκκλησίες αναιδέστατα, με τα τσιγάρα στο στόμα καί άρχισαν το αποτρόπαιο έργο της βεβήλωσης καί λεηλασίας. Την ώρα της εισβολής οι μο­ναχοί έψαλλαν την ακολουθία τους.Δεν τους σεβάστηκαν.'Αρχισαν να βλαστημούν, να βρίζουν, να καταστρέφουν, να αρπάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Το μένος τους στράφηκε καί κατά των μοναχών, τους ο­ποίους έβγαλαν στην αυλή καί τους υποχρέωσαν να βγά­λουν τα παπούτσια τους καί τα εξωτερικά τους ρούχα. Έ­πειτα άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα με μαστίγια από δέρμα.
Ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος έβλεπε με θλίψη όλο αυτό το όργιο λεηλασίας καί βεβήλωσης. Δεν αντέδρασε. Έβρισκε καταφύγιο στην προσευχή. Στίς 24 Ιανουαρίου τέλεσε τη Θεία Λειτουργία πού έμελλε να είναι ή τελευταία του. Λειτούρ­γησε με έκδηλη κατάνυξη. Τήν ίδια μέρα κατέφθασε ένα άλ­λο στρατιωτικό απόσπασμα με τον αξιωματικό τους. Προ­χώρησαν στην τράπεζα της μονής για να φάνε. Το μαύρο ψω­μί των μοναχών το περιφρόνησαν. Το πέταξαν με οργή στο πάτωμα λέγοντας «ότι δεν είναι γουρούνια για να φάνε τέ­τοιο ψωμί». Οι μοναχοί απάντησαν ήρεμα:
-Σάς δίνουμε το ψωμί πού τρώμε καί εμείς.
Ο Άγιος Βλαδίμηρος Κιέβου μετά τον θάνατό του
Την επόμενη μέρα τρείς άνδρες καί μία γυναίκα, οπλι­σμένοι, βρέθηκαν καί πάλι στην τράπεζα της μονής. Αφού έφαγαν, ό επικεφαλής αξιωματικός δήλωσε ψυχρά στους μο­ναχούς:
-Δεν θα ξαναδείτε το Μητροπολίτη σας.
Έπειτα μπήκαν στο ήγουμενείο, έκαναν ερευνά καί έ­κλεψαν χρήματα καί κάθε πράγμα αξίας. Ή έρευνα επεκτά­θηκε καί σε αλλά κελλιά καθώς καί στο κελλί του Μητροπο­λίτη Βλαδίμηρου. Δεν βρήκαν τίποτα το αξιόλογο.
Το ίδιο βράδυ οι μπολσεβίκοι πήγαν στο ισόγειο ενός κτι­ρίου της μονής, εκεί πού ζούσε τον τελευταίο καιρό ό Μη­τροπολίτης. Χτύπησαν δυνατά το κουδούνι καί τους άνοιξε ένας μοναχός. Ρώτησαν αγριεμένοι:
- Που είναι ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος; Θέλουμε να του μιλήσουμε.
Ό Μητροπολίτης βρισκόταν στο προσευχητάριο του καί προσευχόταν. Σάν ακούσε τίς φωνές σταμάτησε την προσευ­χή του, παρουσιάστηκε μπροστά τους καί τους ρώτησε τί θέ­λουν.
Οι μπολσεβίκοι, μόλις τον είδαν, τον συνέλαβαν καί τον οδήγησαν στο κελλί του, οπού έμειναν για 20 λεπτά. Σ' αυ­τό το διάστημα άρχισαν να τον βρίζουν χυδαία, να τον απει­λούν, να τον χτυπούν. Τον έσφιξαν στο λαιμό με την άλυσίδα του σταυρού του απαιτώντας να τους δώσει χρήματα. Έ­πειτα του είπαν να τους ακολουθήσει. Σύντομα ντύθηκε επί­σημα, σαν να πήγαινε για να λειτουργήσει,. Φόρεσε το ράσο, το άσπρο επάνω καλύμμαυχο καί το εγκόλπιο του. Κατά τη διαδρομή συνάντησαν τον επίσκοπο Θεόδωρο καί τον ηγού­μενο της Λαύρας Αμβρόσιο. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
— Με πάνε για να με τουφεκίσουν.
Προχώρησαν λίγο ακόμη κι έφτασαν στη σκάλα πού όδηγούσε στο πρώτο πάτωμα. Ό Μητροπολίτης γύρισε καί τους είπε:
-"Αν θέλετε να με τουφεκίσετε, κάνετε το εδώ.
Ό αξιωματικός φώναξε αγριεμένος:-Ποιος θέλει να σε τουφεκίσει; Εμπρός, πάμε.
Περπατώντας έξω στην αυλή, ένας ηλικιωμένος μοναχός, ό Φίλιππος,τον πλησίασε, του έβαλε μετάνοια καί ζήτησε την ευλογία του. Ό αξιωματικός τον έσπρωξε θυμωμένος καί φώ­ναξε:
- 'Οχι πια προσκυνήματα σ' αυτές τίς βδέλλες πού πίνουν το αίμα του λάου! Αρκετά πια.
Ό Μητροπολίτης ατάραχος πλησίασε το γέροντα μονα­χό , τον ευλόγησε, τον ασπάσθηκε καί του είπε:
-Αντίο Φίλιππε. (Λέξη πού στα ρωσικά σημαίνει καί «συγ­γνώμη».)
Ήταν καί ό τελευταίος πού αποχαιρέτησε. Σά να το έ­νιωσε, τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.'Εβγαλε το μαντίλι του καί τα σκούπισε. Ό μοναχός Φίλιππος παρατη­ρούσε με συγκίνηση το Μητροπολίτη.
πηγή φώτο
 Διηγείτο μάλιστα:
-Ό Σεβασμιώτατος όταν έβγαινε από τη μονή ήταν τό­σο ειρηνικός, όσο ήταν συνήθως πρίν τελέσει τη Θεία Λειτουρ­γία.
Ό Μητροπολίτης ακολουθούσε τους στρατιώτες «ως πρόβατον επί σφαγήν». Βγήκαν από την κεντρική πύλη του μο­ναστηριού καί προχώρησαν. Δεν είχε πλέον καμιά άμφιβολία για τίς προθέσεις καί διαθέσεις των μπολσεβίκων. 
Στίς δύσκολες τελευταίες αυτές στιγμές, όταν ή δειλία προσπα­θεί να εισβάλει στην ψυχή καί να φέρει αναστάτωση ή καί απόγνωση, ό Μητροπολίτης Βλαδίμηρος, μιμούμενος τους αγίους μάρτυρες, σ' όλη τη διαδρομή προσευχόταν, έψαλλε ύμνους κι έκανε το σημείο του σταυρού. Προχώρησαν περί­που ένα χιλιόμετρο μακριά από τη Λαύρα. Εκεί σταμάτη­σαν. Ό Μητροπολίτης κατάλαβε. Γύρισε καί ήρεμα ρώτησε:
— Εδώ θέλετε να με εκτελέσετε;
Ένας από τους εκτελεστές απάντησε ειρωνικά:
- Γιατί όχι; Μήπως περιμένεις να σε τιμήσουμε;
Κι ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα έπαιρνε θέση,ζήτησε να του χαρίσουν λίγη ώρα να προσευχηθεί. 0ι δήμιοι του επέτρεψαν λέγοντας:
- Ναί, μόνο κάνε γρήγορα.
'Υψωσε τα χέρια του στον ουρανό καί προσευχήθηκε δυ­νατά.
- Κύριε, συγχώρεσε μου όλα τα αμαρτήματα, τα εκού­σια καί τα ακούσια καί δέξου την ψυχή μου εν ειρήνη.
Έπειτα, πιάνοντας με τα δύο του χέρια το σταυρό του, μιμούμενος τον άνεξίκακο Κύριο του, ευλόγησε τους δημίους του καί είπε:
-Ό Θεός να σας συγχωρήσει.
ΟΙ δήμιοι δεν περίμεναν άλλο. Ή μορφή του ήταν έλεγ­χος στη συνείδηση τους. "Ηθελαν να τελειώνουν γρήγορα. Έ­στρεψαν τίς κάνες των οπλών τους καί τον πυροβόλησαν. Μέ­σα στη νύχτα ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί. 'Επειτα δύο. Κι άλλος ένας. Ή ψυχή του νεομάρτυρα Μητροπολίτη φτερούγισε για τον ουρανό, για να συναντήσει Αυτόν πού τόσο αγάπησε καί για να δεχτεί το μαρτυρικό στεφάνι. Ή αγιασμένη γη του Κιέβου ποτίστηκε με το αίμα του πρώτου νεομάρτυρα Μητροπολίτη.
«Ην δε νύξ». Κατάλληλη ώρα για τέτοιου είδους εγκλή­ματα, όπως είπε ό Χριστός εκείνη τη νύχτα στη Γεθσημανή.
«Αυτή εστίν υμών ή ώρα καί ή εξουσία του σκότους». Οι πυροβολισμοί ακούστηκαν στο μοναστήρι. Ένας δόκιμος μο­ναχός είπε ανήσυχος:
-Πυροβόλησαν το Μητροπολίτη.
Ένας άλλος απάντησε:
-"Οχι, δεν πιστεύω, οι πυροβολισμοί ήταν πολλοί για ένα μάρτυρα.
Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά καί δεκαπέντε επανα­στάτες με ρόπαλα καί φανάρια άρχισαν να τρέχουν στην αυ­λή του μοναστηρίου. Ένας άπ' αυτούς ρώτησε τους μοναχούς:
-Συνέλαβαν τό Μητροπολίτη;
Οί μοναχοί απάντησαν:
- Ναί, τον οδήγησαν έξω από την πόλη.
Οί επαναστάτες έτρεξαν έξω. Σέ μισή ώρα ξαναγύρισαν καί οι μοναχοί τους ρώτησαν:
-Βρήκατε το Μητροπολίτη;
Κι αυτοί απάντησαν:
— Ναί, τον βρήκαμε καί θα κάνουμε σ' όλους σας, ο,τι έ­γινε μ' αυτόν!
Λέγοντας αυτά έφυγαν.
ΟΙ μοναχοί έμειναν με την απορία καί την αμφιβολία για την τύχη του Μητροπολίτη. Ή νύχτα κύλησε μέσα σε κλίμα α­γωνίας καί φόβου. Το θλιβερό γεγονός μαθεύτηκε την άλλη μέ­ρα. Μερικές πιστές γυναίκες, πού συνήθιζαν κάθε μέρα να πη­γαίνουν στην πρωινή ακολουθία της Λαύρας, βρήκαν το σώμα του Μητροπολίτη. Συγκλονισμένες έτρεξαν στο μοναστήρι κι ενημέρωσαν τους μοναχούς. Οί μοναχοί, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη 'Ανφίν καί μαζί με τέσσερις γιατρούς, έτρεξαν καί βρήκαν το σώμα του σ' ένα χωράφι πεσμένο ανάσκελα καί σκεπασμένο μ' ένα πανωφόρι. Οί δήμιοι είχαν κλέψει το εγκόλπιο, το σταυρό, το ρολόι, ακόμα καί τα παπούτσια του νεομάρτυρα.
Αργότερα ή ιατρική εξέταση απέδειξε ένα τραύμα από πυροβολισμό στο δεξί του μάτι, μια τομή στο κεφάλι του,μια βαθιά πληγή κάτω από το δεξί αυτί, τέσσερις κοψιές στα χείλη του, δύο πληγές από πυροβολισμούς στη δεξιά ω­μοπλάτη, ένα βαθύ τραύμα στο στήθος, μια βαθιά πληγή στη μέση.
Οί μοναχοί ανέπεμψαν σύντομη δέηση στον τόπο του μαρ­τυρίου. Έπειτα τοποθέτησαν το σώμα του σε φέρετρο καί το μετέφεραν στο μοναστήρι. Κατά τη μεταφορά του μαρτυρι­κού σκηνώματος του περικύκλωσαν τους μοναχούς δέκα οπλι­σμένοι επαναστάτες, οι όποιοι άρχισαν να περιπαίζουν, να ειρωνεύονται καί να βρίζουν το νεομάρτυρα Μητροπολίτη καί τους μοναχούς. Φώναζαν στον αρχιμανδρίτη Άνφίν:
-Θέλεις να θάψεις αυτόν; Αυτός αξίζει να πεταχτεί στο χαντάκι. Θέλεις να κάνεις άγια λείψανα, Γι αυτό παίρνεις το σώμα του.
"Οταν ή νεκρική πομπή πλησίασε στη Λαύρα, οι πιστές γυ­ναίκες πού ακολουθούσαν έκλαιγαν, προσεύχονταν κι έλεγαν:
-Βασανισμένε άγιε μάρτυρα. Σου αξίζει ό παράδεισος.
Καί οί μπολσεβίκοι απαντούσαν με μίσος:
-Στήν κόλαση είναι ή θέση του, βαθιά στην κόλαση!
Το μαρτυρικό λείψανο του τοποθετήθηκε στην εκκλησία οπού παρέμενε τον τελευταίο καιρό προσευχόμενος. Ή νε­κρώσιμη ακολουθία τελέστηκε μέσα σε γενική συγκίνηση.

Το θλιβερό νέο μαθεύτηκε στη Μόσχα, Οπου γινόταν ή σύ­ναξη των Ρώσων επισκόπων. Τα μέλη της συνόδου με πολ­λή συγκίνηση άκουσαν για το μαρτυρικό θάνατο του καί κή­ρυξαν τη μέρα της έκδημίας του ως ημέρα ετήσιας προσευ­χής για όλους τους Ρώσους μάρτυρες καί όμολογητές της πί­στης, πού βρήκαν το θάνατο κατά τη μαρτυρική αύτη πε­ρίοδο. 'Εγινε μάλιστα ειδική τελετή, οπού έλαβαν μέρος ό Πατριάρχης Τυχών, τα μέλη της συνόδου καί όλος ό κλήρος της Μόσχας.'Ολοι ένιωθαν ότι το μαρτύριο του μητροπο­λίτη Βλαδίμηρου ήταν προανάκρουσμα μιας μαρτυρικής πο­ρείας καί ό πρώτος κρίκος στην αλυσίδα αμέτρητων νεομαρτύρων.
Από την πρώτη στιγμή στη συνείδηση των πιστών ό Μη­τροπολίτης Βλαδίμηρος εθεωρείτο άγιος. Ή επίσημη διακή­ρυξη της αγιότητας του έγινε 71 χρόνια μετά, στίς 3 Όκτωβρίου 1989, από τη σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Το λείψανό του βρίσκεται στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου

Από το βιβλίο ''Ρώσοι Νεομάρτυρες και Ομολογητές''εκδ.Ακρίτας/proskynitis.blogspot

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης περί Νηστείας (Elder Iakovos Tsalikis)


Κάνε λίγο ακόμη υπομονή και ζήτησε από τον Θεό περισσότερη ταπείνωση. Από το Γεροντικό



ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ-προσευχομενος_praying _Молитва _4533c59b91ca66294f300648a282 4
Από το Γεροντικό
Ένας ερημίτης έζησε τριάντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο, τρώγοντας μόνο τους καρπούς μιας φοινικιάς που είχε φυτρώσει έξω από την καλύβα του. Ύστερα όμως του έσπειρε ζιζάνια στο νου ο διάβολος κι άρχισε να συλλογίζεται πως άδικα σπατάλησε εκεί τόσα χρόνια.
Τι κέρδισα τάχα; Έλεγε στον εαυτό του. Ούτε αποκαλύψεις είδα ούτε κανένα θαύμα έκανα, όπως οι παλιοί Ασκητές. Ας γυρίσω στον κόσμο, ίσως εκεί προκόψω περισσότερο.
Το είχε σχεδόν αποφασίσει κι ετοιμαζόταν, όταν ο Θεός, που τον λυπήθηκε για τους τόσους κόπους του, έστειλε τον Άγγελό του να τον εμποδίσει.
Τι μεγαλύτερο θαύμα θέλεις, του είπε ο Άγγελος, από την υπομονή και τη μεγαλοψυχία που σου έδωσε ο Θεός, να μείνεις τόσα χρόνια ολομόναχος σ’ αυτό τον άγριο τόπο, τρώγοντας μόνο τους καρπούς τούτου του δέντρου; Κάνε λίγο ακόμη υπομονή και ζήτησε από τον Θεό περισσότερη ταπείνωση.
Έτσι έμεινε στον τόπο του ο Ερημίτης, ευχαριστώντας τον Θεό που τον στήριξε με τον Άγγελο Του.
…Το βλέμμα του Θεού είναι παντού, βλέπει τα έργα μας και δεν του διαφεύγει τίποτα. και έρχεται συνεργός σ’ αυτούς που εργάζονται το καλό (Αββάς Λογγίνος).

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης περί Νηστείας


Advertisements

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης περί Νηστείας (Elder Iakovos Tsalikis)


Η θεοφρούρητη εκκλησία των Σπηλαίων του Κιέβου


Η θεοφρούρητη εκκλησία των Σπηλαίων δοξάστηκε από τον Κύριο με αξιοθαύμαστα σημεία και κατά τον εγκαινιασμό της, τον Αύγουστο του 1089 , όταν ηγεμόνας στο Κίεβο ήταν ο Βσέβολοντ Γιαροσλάβιτς και ο μητροπολίτης ο Ιωάννης Β΄.
Να τι έγινε ακριβώς:
Μόλις τελείωσε η αγιογράφηση του ναού, οι αδελφοί της Λαύρας θέλησαν να κάνουν τα εγκαίνιά του. Άρχισαν τις ετοιμασίες, αλλά δεν εύρισκαν μονοκόμματη μαρμάρινη πλάκα, κατάλληλη για την αγία τράπεζα του ιερού. Μετά από πολλές και άκαρπες προσπάθειες, κι ενώ κανένας τεχνίτης δεν αναλάμβανε να ετοιμάση μια τόσο μεγάλη πλάκα, αποφάσισαν να κατασκευάσουν μια ξύλινη και μ’ αυτή να εγκαινιάσουν το ναό.
Ο μητροπολίτης Ιωάννης όμως δεν θεωρούσε σωστό να εγκαινιαστή με ξύλινη πλάκα ένας ναός όχι μόνο τόσο μεγαλόπρεπος, αλλά και θεοϊδρυτος και σημειοφόρος. Καθυστερούσε λοιπόν να καθορίση μέρα την εγκαινίων. Αλλ’ αυτή η χρονοτριβή έριξε σε μεγάλη θλίψη τον ηγούμενο Ιωάννη και τους αδελφούς .
Στις 13 Αυγούστου το απόγευμα οι πατέρες άνοιξαν την εκκλησία για τον εσπερινό. Και τι βλέπουν! Μπροστά στο ιερό – ω των θαυμασίων Σου, Κύριε! – μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα και τέσσερις μαρμάρινες κολόνες, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για την κατασκευή της αγίας τραπέζης!
Χωρίς καθυστέρηση ειδοποίησαν τον μητροπολίτη. Κι εκείνος, αναπέμποντας ευχαριστίες στον Κύριο, έδωσε εντολή να ετοιμαστούν για τα εγκαίνια την άλλη κιόλας ημέρα.
Πολλοί προσπάθησαν να εξακριβώσουν από πού, από ποιόν και με ποιο τρόπο ήρθε ξαφνικά η πλάκα εκείνη στην κλειστή εκκλησία. Μάταια όμως. Οι πατέρες της Λαύρας διέδωσαν παντού ότι θα έδιναν αμοιβή τρία ασημένια νομίσματα στον τεχνίτη που θ’ αποδείκνυε ότι κατασκεύασε την πλάκα. Όσο κι αν έψαξαν όμως, όσο κι αν περίμεναν , ο μάστορας δεν βρέθηκε. Ήταν φανερό πως ο ίδιος ο Κύριος, ο προνοητής κάθε καλού, φρόντισε να φέρη στη μονή την αγία τράπεζα, όπου θα παρέθετε το άχραντο Σώμα Του και το τίμιο Αίμα Του.
Ο μητροπολίτης Ιωάννης έπεσε σε θλίψη, γιατί την άλλη μέρα , 14 Αυγούστου, θα έκανε τα εγκαίνια της εκκλησίας μόνος του, χωρίς τη συμμετοχή και άλλων αρχιερέων. Να καλέση τους επισκόπους του των γειτονικών επαρχιών ήταν αδύνατο, λόγω των μεγάλων αποστάσεων. Τι θα έκανε λοιπόν; Τίποτε άλλο, από το να εγκαινιάση το ναό μόνος…
Την άλλη μέρα όμως, λίγο πριν αρχίση η τελετή, παρουσιάστηκαν στη μονή οι επίσκοποι Ιωάννης του Τσερνιγώφ, Αντώνιος του Γιούργιεφ, Λουκάς του Μπέλγκοροντ και Ησαΐας του Ροστώφ.
Έκπληκτος από τον απροσδόκητο ερχομό τους ο μητροπολίτης Ιωάννης τους ρώτησε:
- Πώς ήρθατε , αφού δεν μπόρεσα να σας ειδοποιήσω;
Οι επίσκοποι τον κοίταξαν με απορία και αποκρίθηκαν:
- Μα, Βλαντίκα, αφού ήρθε και μας βρήκε ένας νεαρός μοναχός, απεσταλμένος σου! «Στις 14 Αυγούστου», μας είπε, «θα γίνουν τα εγκαίνια της εκκλησίας των Σπηλαίων. Ετοιμαστήτε να πάτε και να συλλειτουργήσετε μαζί με το μητροπολίτη Ιωάννη».
Μάλιστα ο επίσκοπος Αντώνιος του Γιούργιεφ πρόσθεσε:
- Και να σκεφτήτε ότι εγώ ήμουν άρρωστος μέχρι χθες το βράδυ. Ήρθε λοιπόν αυτός ο άγνωστός μου μοναχός και μου είπε: «Αύριο θα γίνουν τα εγκαίνια της εκκλησίας των Σπηλαίων. Να είσαι εκεί». Δεν πρόλαβα να του εξηγήσω πως είμαι άρρωστος , γιατί εξαφανίστηκε. Αλλά τι να δω! Ενώ μέχρι τότε δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, μετά την αναχώρηση του μοναχού σηκώθηκα όρθιος κι ένιωθα υγιέστατος! Ξεκίνησα αμέσως για το Σπήλαιο, και να, είμαι εδώ σύμφωνα με την εντολή σου!
Ο μητροπολίτης Ιωάννης θέλησε ν’ αρχίση έρευνες για να βρη τους μοναχούς που ειδοποίησαν τους επισκόπους. Δεν πρόλαβε όμως. Γιατί τον καθήλωσε μια φοβερή φωνή, που ακούστηκε από τον ουρανό:
- «Εξέλιπον οι εξερευνώντες εξερευνήσεις»!
Γεμάτος δέος ο ιεράρχης ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό και είπε:
- Ω παναγία, Κυρία Θεοτόκε! Όπως κατά την αγία κοίμησή σου κάλεσες τους αποστόλους από τα πέρατα της οικουμένης για να παραβρεθούν στη σεπτή ταφή σου, έτσι και τώρα κάλεσες τους διαδόχους των αποστόλων και συλλειτουργούς μου για τα εγκαίνια του ιερού ναού σου! Ευλόγησε το έργο μας για τη δόξα του Θεού και τη δική σου!
Ιερό ρίγος διαπέρασε όλους τους δούλους του Θεού- επισκόπους, ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς- που αυθόρμητα και με δάκρυα κατανύξεως φώναζαν:
- Κύριε ελέησον! Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς!...
Αλλά να! Θαύματα ακολουθούσαν τα θαύματα, Γιατί σε λίγο, ενώ γινόταν η ακολουθία των εγκαινίων, την ώρα που βρίσκονταν όλοι έξω από το ναό κι έκαναν γύρω του την καθιερωμένη λιτανεία, συνέβη κι άλλο παράδοξο.
Όταν πλησίασαν στην κλεισμένη πύλη της εκκλησίας, ψάλλοντας το «άρατε πύλας, οι άρχοντες ημών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης», κανείς δεν είχε μείνει μέσα για να ρωτήσει το «τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης».
Σιωπή αμηχανίας επικράτησε για λίγα δευτερόλεπτα.
Και αμέσως μετά ακούστηκε μια υπέροχη, μυριόστομη ψαλμωδία από το εσωτερικό του ναού:
- «Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»
- «Κύριος κραταιός και δυνατός , Κύριος δυνατός εν πολέμω, Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης».
Τι θείο μέλος ήταν εκείνο! Όλοι τ ’ άκουγαν συνεπαρμένοι, νομίζοντας πως βρίσκονται όχι στη γη, μα στον ουρανό.
Μόλις όμως μπήκαν στην εκκλησία δεν βρήκαν κανένα μέσα! Ήταν άδεια…
Κατάλαβαν τότε πως ο Κύριος είχε επιτελέσει ένα ακόμα θαυμαστό σημείο, στέλνοντας αγγέλους να διακονήσουν στον εγκαινιασμό του ναού της Παναγίας Μητέρας Του.


Από το βιβλίο: «ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ»
Απόδοση από τα ρωσικά Αρχιμ. Τιμοθέου Καθηγουμένου Ι. Μονής Παρακλήτου
ΕΚΔΟΣΗ Β΄ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1990/πηγή

Οδοιπορικό στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου


Η Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου (Κίεβο-Πετσέρσκαγια ή Πέτσερσκαγια Λαύρα) βρίσκεται στο νότιο άκρο του Κιέβου και είναι κτισμένη σε δύο λόφους της δεξιάς όχθης του Δνείπερου ποταμού. Τον 11ο αιώνα ολόκληρη η περιοχή ήταν καλυμμένη με πυκνά δάση.




Ο πρώτος ασκητής της περιοχής ήταν ο πρεσβύτερος Ιλαρίων, που έσκαψε σπήλαιο και ζούσε με νηστεία και προσευχή. Το 1051 ο Ιλαρίων γίνεται μητροπολίτης Κιέβου και το σπήλαιό του μένει έρημο. Αυτό το σπήλαιο χρησιμοποίησε για κατοικία του όσιος Αντώνιος ο Αθωνίτης, ο θεμελιωτής του ρωσικού μοναχισμού. Η Μονή έγινε κοινόβιο από τον όσιο Θεοδόσιο, με βάση το τυπικό της μονής του Στουδίου Κωνσταντινουπόλεως.
Ο ναός της Λαύρας των Σπηλαίων κτίστηκε από βυζαντινούς μαστόρους τους οποίους έστειλε στο Κίεβο, σύμφωνα με τις ρωσικές διηγήσεις, η ίδια η Θεοτόκος των Βλαχερνών. Ο ναός θεμελιώθηκε το 1073 και αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στις 14 Αυγούστου του 1089 ο ναός εγκαινιάστηκε από τον μητροπολίτη Ιωάννη Β΄.
Μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα η μονή των Σπηλαίων δεν θα γνωρίσει κάποια σοβαρή καταστροφή, εκτός από εκείνη του 1096 εξαιτίας μιας από τις επιδρομές των Πολόφτσων. Η μονή ακμάζει και στα scriptoria της συγγράφονται σημαντικά έργα όπως χρονογραφίες και συναξάρια. Ένας από τους μοναχούς της, ο όσιος Νέστωρ (1050-1114) ολοκληρώνει γύρω στα 1113 το Χρονικό του, που τον αναδυκνείει σε πρώτο χρονογράφο της Ρωσίας. Το περίφημο αυτό Χρονικό περιλαμβάνει την ιστορία της Ρωσίας από το 850 έως το 1110.
 Στα 1240 η μονή καταστρέφεται από τους Μογγόλους. Σε μια δευτερη επιδρομή τους, στα 1300, καταστρέφουν ό,τι άφησαν την πρώτη φορά. Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να σκορπιστούν στα γύρω βουνά και να σκάψει ο καθένας το δικό του σπήλαιο. Συχνά συγκεντρώνονταν στην ερειπωμένη μονή για κοινές ακολουθίες.
Η μονή θα ανοικοδομηθεί για άλλες δύο φορές και θα καταστραφεί άλλες τόσες από τους Τατάρους, σε επιδρομές τους του 1399 και του 1484. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, η μονή υπαγόταν στην δικαιοδοσία του μητροπολίτη Κιέβου. Τότε όμως την διοικητική και πνευματική της εποπτεία αναλαμβάνει το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που την καθιστά πατριαρχικό σταυροπήγιο.
Στα τέλη του 16ου αιώνα η μονή αντιμετωπίζει τον κίνδυνο υπαγωγής της στους Ουνίτες. Στην ουνιτική ψευδοσύνοδο του Μπρεστ-Λιτόφσκ (1596) ο βασιλιάς της Πολωνίας Σιγιμούνδος Γ” (1566-1632) και ο πάπας Κλήμης Η” (1592-1605) αποφάσισαν να υπαγάγουν τον αρχιμανδρίτη της Λαύρας στον μητροπολίτη Κιέβου που είχε προσχωρήσει στην Ουνία. Η προσπάθεια των Ουνιτών απέτυχε χάρη στη δυναμική παρέμβαση και αντίσταση των μοναχών. Δύο χρόνια αργότερα, το 1598, ο βασιλιάς και ο Ουνίτης μητροπολίτης επιχειρούν εκ νέου υπαγωγή της μονής, στέλνοντας σε αυτή τον πανούργο Ιωάννη Κοσίτσυ. Ο Κοσίτσυ βρίσκει κλειστές της πύλες και εκατοντάδες Κοζάκους να την φρουρούν.
Στα 1688, ένα αιώνα μετά την ίδρυση του πατριαρχείου Μόσχας (1589), η Λαύρα περιέρχεται στην δικαιοδοσία του, χάνοντας την κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις αρχές του 17ου αιώνα ιδρύεται στην μονή τυπογραφείο από τους αρχιμανδριτες Ελισσαίο Πλετένσκυ και Ζαχαρία Κοπιστένσκυ. Στο τυπογραφείο αυτό μέχρι το τέλος του αιώνα τυπώθηκαν 117 βιβλία, λειτουργικού και αντιλατινικού περιεχομένου. Το έργο των αρχιμανδριτών συνεχίστηκε από τον δραστήριο αρχιμανδρίτη Πέτρο Μογίλα (1627-1633), ο οποίος ίδρυσε και ανώτερη εκκλησιαστική σχολή, την πρώτη στην Ρωσία. Η σχολή αυτή στην συνέχεια εξελίχθηκε στην σπουδαία θεολογική ακαδημία του Κιέβου. Κατά την διάρκεια του αιώνα αυτού, εξαιτίας των ρωσοτουρικών διενέξεων, η μονή δέχεται καταστρεπτικές επιθέσεις των Τούρκων. Ο Τσάρος για να την προφυλάξει την οχυρώνει αρχικά με χωμάτινα αναχώματα και στην συνέχεια με πέτρινο τείχος και πύργους.
Μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στα 1718 καταστρέφει το τυπογραφείο, την βιβλιοθήκη, το καθολικό και το μεγαλύτερο τμήμα του μοναστηριακού συγκροτήματος. Μέσα από τις στάχτες οι μοναχοί ανασύρουν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που δεν είχε υποστεί παρά ασήμαντες ζημιές. Η είδηση της διάσωσης της εικόνας χαροποίησε τον Μ. Πέτρο, ο οποίος χορήγησε την ανοικοδόμησή της.
Η περίδοξη μονή διαλύθηκε βίαια μετά την οκτωβριανή επανάσταση του 1917. Το 1941 η μονή και το καθολικό της λεηλατήθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές, που αφαίρεσαν σημαντικούς θησαυρούς των 11ου-18ου αι.
Στα τελευταία χρόνια, στην άλλοτε περίδοξη Κίεβο-Πετσέκαγια Λαύρα, άρχισαν να επανεγκαθίστανται μοναχοί και ο τόπος να ζωντανεύει από το θείο φως της μοναχικής πολιτείας.
Στην Μονή βρίσκονται τεθησαυρισμένα 124 άφθαρτα λείψανα.
Στις 28 Αυγούστου εορτάζεται η σύναξη πάντων των Αγίων της Λαύρας των Σπηλαίων
***Διαβάστε βίους των Αγίων της Λαύρας των Σπηλαίων και δείτε φωτογραφίες ΕΔΩ
***Η θεοφρούρητη εκκλησία των Σπηλαίων του Κιέβου ΕΔΩ