Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Προσευχή ατομική και κοινή.(Β΄μέρος) (+Πρωτ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ)


 
Θεία Ευχαριστία, το κέντρο της κοινής λατρείας.

Η ατομική προσευχή είναι μύηση στο μυστήριο της  Εκκλησίας. Το μυστήριο αυτό αποκαλύπτεται στην κοινή και μυστηριακή λατρεία της Εκκλησίας. Το κεντρικό σημείο της κοινής λατρείας, είναι η Θεία Ευχαριστία. Είναι ένα ιερό μυστήριο. Είναι ένα διπλό μυστήριο, το μυστήριο του «Όλου Χριστού», της κεφαλής και του σώματος, το μυστήριο του Κυρίου και το μυστήριο του εκκλησιαζόμενου λαού. Η Θεία Ευχαριστία είναι μια πραγματική αποκάλυψη του Χριστού, μια εικόνα του λυτρωτικού Του έργου. Σε συμβολικές εκφωνήσεις και κινήσεις, μας παρουσιάζει ολόκληρη τη ζωή του Κυρίου μας, από τη Βηθλεέμ μέχρι το όρος των  Ελαίων, συμπεριλαμβανομένων της Αναστάσεως και Αναλήψεως και προσδοκώντας τη Δευτέρα Του Παρουσία. Οι διαφορετικές συμβολικές χειρονομίες και λέξεις μας θυμίζουν όλα τα πιο πάνω. Όμως δεν είναι απλώς μια ανάμνηση, αλλά μάλλον μια αναπαράσταση. Δύο όψεις του μυστηρίου πρέπει να διαφυλαχθούν μαζί.
Η Θεία Ευχαριστία είναι η μεγαλύτερη χριστιανική μαρτυρία, μια μαρτυρία προς τη νέα αδελφότητα της λυτρωμένης κοινωνίας και του Λυτρωτή. Κάθε φορά, ποτ τελείται το μυστήριο, η  Εκκλησία του Χριστού δίνει μαρτυρία προς τον Κύριό της και Δεσπότη. Όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή μαρτυρία. «Έρχου και ίδε.» Και εκείνοι που έρχονται με ανοικτή καρδιά και με ορθή πίστη μπορούν να δουν και να αγγίξουν τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος είναι πάντοτε παρών και διαμένων στα ευλογημένα Του μυστήρια, πα­ρών, και ορατός και απτός, ορατός φυσικά με την πνευματική όραση. Η διδασκαλία της «Αληθινής Παρουσίας» δεν είναι ούτε μια θεολογική θεωρία, ούτε απλώς μια ερμηνεία. Αντιθέτως είναι η πιο ευθεία και άμεση μαρτυρία, είναι μια «οφθαλμομαρτυρία» της πνευματικής όρασης. Η «παρουσία» του Κυρίου δεν περιορίζεται στα στοιχεία, τα οποία πραγματικά αγιάζονται και αλλάζουν με τον καθαγιασμό.

Ο ίδιος ο Χριστός είναι προσωπικά παρών, ως ο υπέρτατος και μόνος λειτουργός του μυστηρίου, ως ο μοναδικός και αιώνιος Αρχιερέας της Καινής Διαθήκης. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι κάτι, που εμείς εκτελούμε ή προσφέρουμε· είναι πρωταρχικά κάτι, που ο Θεός κάνει σ’ εμάς. Η Θεία Ευχαριστία βασικά είναι ακριβώς ο Μυστικός Δείπνος, επεκτεινόμενος και συνεχιζόμενος. Αυτή η τελική ομοιότητα υποδεικνύεται σε όλη τη διάρκεια της ιεροτελεστίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία.  Επίσης είχε έντονα υποδειχθεί από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο στα κηρύγματά του. Δεν είναι επανάληψη. Ούτε μπορεί να υπάρξει επανάληψη. Η Θεία Ευχαριστία είναι μία, αλλά αποκαλύπτεται ξανά και ξανά, επειδή η θυσία του Χριστού ήταν περιεκτική. Η θεία κοινωνία σημαίνει ακριβώς τη συμμετοχή στον ίδιο το Μυστικό Δείπνο. Μεταφερόμαστε στο υπερώο, όπου το μυστήριο ιδρύθηκε και τελέστηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο το Σωτήρα. Μεταφερόμαστε πίσω στην παρουσία Του.
Το μυστήριο είναι ένα και πάντοτε το ίδιο, όπως και η θυσία είναι μία, και η τράπεζα μία πάντοτε. Δεν σφαγιάζεται ένας Αμνός σήμερα και άλλος χθες. Ούτε σφαγιάζεται ένας  Αμνός εδώ και άλλος κάπου αλλού. Αλλά είναι ο ίδιος πάντοτε και παντού, ο ένας  Αμνός του Θεού, «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», ο Κύριος Ιησούς. Ο Χριστός είναι παρών, τόσο ως ιερουργός, όσο και ως θύμα. Ο Χριστός τελεί ο ίδιος το μυστήριο και δίνει ξανά στα μέλη Του το τίμιο Του Σώμα και Αίμα, ως τροφή της λύτρωσης, τροφή της αιωνίου ζωής. Η  Εκκλησία αποδέχεται το δώρο. Όμως η Εκκλησία δεν είναι παθητική, ακόμη κι ενώ δέχεται το δώρο της λύτρωσης…  Ο Χριστός στο μυστήριο δεν διαχωρίζεται από το σώμα Του, το σώμα των χριστιανών. Το μυστήριο της Εκκλησίας είναι ακριβώς το ότι ο Χριστός διαμένει και κατοικεί στους πιστούς, και αυτοί με την πίστη διαμένουν και κατοικούν σ’ Αυτόν.
Η  Εκκλησία συνεχίζει τη λειτουργία της λύτρωσης, ή μάλλον ο Χριστός τη συνεχίζει και τη μεταφέρει στην ‘ Εκκλησία. Οι χριστιανοί καλούνται «να Τον ακολουθήσουν». Πρέπει να βαδίσουν στα βήματά Του. Δεν είναι απλώς μια ηθική διαταγή. Αυτό συνεπάγεται μια υπαρξιακή ταυτότητα των μελών με την Κεφαλή.
Ως το κατ’ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας, η Θεία Ευχαριστία είναι η πραγματοποίηση της Εκκλησίας. Η  Εκκλησία είναι αληθινή στο μέτρο, που είναι συγκεντρωμένη γύρω από τον Κύριό μας, όταν όλα τα μέλη της είναι αληθινά ενσωματωμένα σ’ Αυτόν και στην αναστημένη ζωή, που προσφέρει, όπου τρέφονται με την ίδια πνευματική τροφή και γεμίζουν με την ίδια αναστημένη ζωή διά του Αγίου Πνεύματος. Η ενότητα  της Εκκλησίας συνίσταται από την ενότητα του Αγίου Πνεύματος. Η πίστη δεν είναι παρά δωρεά της Θείας Χάρης. Είμαστε όλοι ένα σώμα, επειδή συμμετέχουμε στον ίδιο Άρτο της Ζωής, στην ίδια ουράνια τροφή.
Έτσι η Εκκλησία είναι η αυξανόμενη «πληρότητα» του Χριστού. Αυξάνεται ακριβώς διά των μυστηρίων. Αυτό σημαίνει ότι η ενότητα της Εκκλησίας είναι δώρο του Θεού κι όχι ανθρώπινο έργο ή κατόρθωμα. Όμως περιλαμβάνει και συνεπάγεται επίσης την ανθρώπινη συμμετοχή, μια ενεργητική ανταπόκριση των λυτρωμένων.
Ως ιεροτελεστία, η Θεία Ευχαριστία είναι μία πράξη κοινής λατρείας, μία αληθινή «συμφωνία» πολλών να μείνουν και να προσευχηθούν μαζί. Ο δε όρος «λειτουργία» αυτό ακριβώς σημαίνει, κοινό έργο. Είναι ακριβώς ένα «έργο», όχι μόνο μία λέξη.
Μ’ αυτή τη συσχέτιση είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι όλες οι λειτουργικές προσευχές συνθέτονται στον πληθυντικό.  Ακόμη κι η ευχή του καθαγιασμού απαγγέλλεται από τον ιερέα στον πληθυντικό, διότι προσφέρει προσευχές στο όνομα και εκ μέρους των πιστών, όλου του λαού. Ο ιερέας δεν λειτουργεί στο όνομά του, αλλά στο όνομα του λαού, όπως επίσης είναι από το λαό, που προσφέρονται τα δώρα και απλώνονται μπροστά στο άγιο βήμα για τον καθαγιασμό.
Ασφαλώς είναι μόνο στον ιερέα, που δόθηκε η εξουσία να προσφέρει τις κοινές ικεσίες ή να μιλά εκ μέρους όλων. Κι αυτή η εξουσία δεν του δόθηκε από το λαό, αλλά από τον ίδιο το Χριστό που είναι ο πραγματικός λειτουργός όλων των μυστηρίων. Ο λειτουργός δεν αντιπροσωπεύει μόνο το εκκλησίασμα, αλλά πάνω απ’ όλα το Χριστό ο οποίος αληθινά λειτουργεί προς το λαό διά της προσευχής του λαού. Ο λειτουργός ενεργεί όχι μόνο in persona ecclesiae, αλλά κυρίως in persona Christi. Η εξουσία δίνεται στο λειτουργό όχι από το εκκλησίασμα, αλλά για το εκκλησίασμα, ως μία από τις πολλαπλές δωρεές του Αγίου Πνεύματος.
Στο όνομα όλης της Εκκλησίας ο ιερέας λέει: «Του Κυρίου δεηθώμεν» (πληθυντικός αριθμός). Αυτό το «εμείς» στη λειτουργική προσευχή έχει διπλή σημασία. Πρώτο φανερώνει την ενότητα της συγκεντρωμένης Εκκλησίας, της αδιαίρετης χριστιανικής αδελφότητας, όλων όσων προσεύχονται: « Εσύ, που μας έδωσες τη χάρη αυτή την ώρα, ώστε με μια συμφωνία να κάνουμε τις κοινές ικεσίες προς Εσέ» (προσευχή Ιωάννου Χρυσοστόμου). Αυτή η «συμφωνία» δεν είναι απλώς μία σύνθεση πολλών ατομικών και ξεχωριστών προσευχών.
Η αληθινή «συμφωνία» προϋποθέτει κάποια αμοιβαία ταυτότητα εκείνων που ενώνονται και «συμφωνούν». Κάποιος πρέπει να προσεύχεται όχι ως άτομο, αλλά ακριβώς ως μέλος του σώματος της μυστικής αδελφότητας εν Χριστώ. Στην ορθόδοξη ιεροτελεστία της ευχής του καθαγιασμού προηγείται μία επίσημη πρόσκληση: «Αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον.». Η αγάπη εν Χριστώ είναι το μόνο μέσο της πνευματικής ολοκλήρωσης, το μόνο μέσο της «ομονοίας». Και μόνο διά της ολοκληρώσεως των σκέψεών μας μπορούμε να πλησιάσουμε και να ομολογήσουμε το ύστατο μυστήριο της θείας ενότητας: τρία πρόσωπα, αλλά ένα Θεό, ένα τέλειο Ον.
Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος είναι ακριβώς το μυστήριο της τέλειας ενότητας πολλών. Αυτό το μυστήριο αντανακλάται στο ανθρώπινο επίπεδο. Η Εκκλησία, ως ολοκληρωμένη αδελφότητα πολλών, είναι η μοναδική εικόνα της θείας ενότητας. Η Εκκλησία, ιδρυθείσα από το Χριστό, είναι ο νέος τρόπος της ανθρώπινης ύπαρξης, ο «καθολικός» τρόπος ζωής που αντιτίθεται σ’ όλους τους εγωιστικούς και διαιρετικούς ατομισμούς.
Μόνο η αγάπη εν Χριστώ μπορεί να ικανώσει τους ανθρώπους, ώστε να φέρνουν τις προσφορές τους αξίως και πραγματικά. Όχι μόνο, διότι η έλλειψη της ειρήνης και της αγάπης θα ήταν μία προσωπική αποτυχία, αλλά και διότι εμείς, όλος ο λαός, πρέπει να είμαστε ένα κατά τα λόγια του Αγίου Κυπριανού, «όταν προσευχόμαστε, δεν προσευχόμαστε για ένα, αλλά για όλο το λαό, διότι εμείς, όλος ο λαός, είμαστε ένα». Και δεύτερο ο πληθυντικός στη λειτουργία, το λειτουργικό «εμείς», έχει άλλο βαθύτερο νόημα. Μας δείχνει την οικουμενική πληρότητα και ενότητα της Εκκλησίας διότι κάθε λειτουργία τελείται σε κοινωνία με την όλη, Καθολική, Οικουμενική Εκκλησία, και στο όνομα ολόκληρης της Εκκλησίας.
Πνευματικά σε κάθε λειτουργία η όλη Εκκλησία λαμβάνει ένα αόρατο μεν, αλλά πολύ σημαντικό μέρος— «την όλη συντροφιά των ουρανών»: «Νυν αι δυνάμεις των ουρανών συν ημίν αοράτως λατρεύουσιν». Και η επί γης Εκκλησία επαναλαμβάνει και διακηρύσσει τον ένδοξο ύμνο των Σεραφείμ, επαναλαμβάνει το ουράνιο Αλληλούια, διότι εν Χριστώ Ιησού η Εκκλησία των αγγέλων και η Εκκλησία των ανθρώπων έχουν γίνει ένα.
Κατά όμοιο τρόπο μέσα στην Εκκλησία δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ ζώντων και νεκρών, διότι η δύναμη του θανάτου έχει καταβληθεί, και ο ίδιος ο θάνατος έχει καταργηθεί με την ένδοξη ανάσταση του Κυρίου. Δεν υπάρχει τελικός διαχωρισμός μεταξύ «γης» και «ουρανού» μετά Χριστόν. Αυτό συνιστά το νέο πνευματικό κλίμα της Εκκλησίας: « Εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν».
Μέσα στην ενότητα του σώματος του Χρίστου ο θάνατος χάνει τη δύναμή του να χωρίζει. Οι νεκροί, που αναπαύονται στην ειρήνη του Χριστού, είναι ακόμη με τους ζωντανούς, διότι εν Χριστώ όλοι είναι ένα. Έτσι οι νεκροί μνημονεύονται σε κάθε λειτουργία. Δεν είναι μόνο μία ανάμνηση, ούτε μόνο μία μαρτυρία της δικής μας ανθρώπινης συμπάθειας και αγάπης, αλλά μάλλον μία όψη της μυστικής αδελφότητας όλων των πιστών, ζώντων και τεθνεώτων, εν Χριστώ, τον κοινό αναστημένο Κύριο. Μ’ αυτή την έννοια η Θεία Ευχαριστία είναι το μυστήριο της Εκκλησίας ή μάλλον το μυστήριο ολόκληρου του Χριστού.
Στη Θεία Ευχαριστία η Εκκλησία έχει συνείδηση της ύστατης  ενότητάς της και προσδοκά την τελική της τελειότητα στο μέλλοντα αιώνα. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μόνο μία έκφραση της ανθρώπινης αδελφοσύνης, αλλά πάνω απ’ όλα μία έκφραση του θεϊκού μυστηρίου της λύτρωσης. Είναι πρωταρχικά η εικόνα της θείας θέλησης. Είναι ένα μυστήριο του Χριστού, που λυτρώνει και ενώνει όλους, και καταργεί όλα τα σύνορα χώρου και χρόνου, ηλικίας και φυλής. Κάθε φορά. που τελείται η Θεία Ευχαριστία, δίνουμε μαρτυρία για αυτή την τέλεια ενότητα (ζούμε μέσα σ’ αυτή την ενότητα), η οποία ιδρύθηκε και εγκαινιάστηκε από τον σαρκωμένο και αναστημένο Κύριο, και προσευχόμαστε στο όνομα όλης της ανθρωπότητας, όλων εκείνων που προσκλήθηκαν και ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Προσευχόμαστε, σαν να είμαστε η Εκκλησία — όλη η Εκκλησία προσεύχεται μαζί μας και δι’ ημών.
Έτσι όλη η πληρότητα της ζωής θα μνημονευτεί στη λειτουργική προσευχή.  Η πληρότητα της ανθρώπινης υπάρξεως θα προσφερθεί και θα αφιερωθεί στο Θεό, στο Χριστό. Επίσης η πληρότητα της θείας προνοίας θα μνημονευτεί και θα αναγνωρισθεί με πνευματική ευχαριστία.
Έτσι η ευχή του καθαγιασμού προσδιορίζεται από το πλαίσιο της ιστορίας της σωτηρίας μας. Μαρτυρούμε για το λυτρωτικό σχέδιο και το σκοπό του Θεού, και τα παρακολουθούμε σ’ όλα τα επίπεδα της σταδιακής τους πραγματοποίησης, που αναφέρονται στην ιερή ιστορία της Βίβλου.
Επίσης η μνημόνευση κατά τη λειτουργία έχει ένα κοσμικό χαρακτήρα και σκοπό. Περιλαμβάνει όλο τον κόσμο, όλο το βασίλειο της δημιουργίας: «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ της οικουμένης, υπέρ της αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.» Και η ευχή συνεχίζεται με την αναφορά των ονομάτων όλων εκείνων, για τους οποίους προσφέρεται. «Όνομα» εδώ σημαίνει προσωπικότητα.
Έτσι η μνημόνευση των μελών της Εκκλησίας με τα ονόματά τους στην ευχαριστιακή προσφορά μάς υποδείχνει το γεγονός ότι κάθε πρόσωπο έχει τη θέση του στην τελειότητα του ενός Σώματος. Παρακαλούμε το Θεό να βοηθήσει την περιορισμένη μας μνήμη: «Και ων ημείς ουκ εμνημονεύσαμεν, δι’ αγνοιαν, ή λήθην, ή πλήθος ονομάτων, αυτός μνημόνευσον, ο Θεός, ο ειδώς εκάστου την ηλικίαν και την προσηγορίαν.» (Αναφορά Μ. Βασιλείου). Η μνημόνευση κατά την Ευχαριστία αγκαλιάζει επίσης όλες τις πολύπλοκες καταστάσεις της ζωής μας πάνω στη γη: «Αυτής τοις πάσι τα πάντα γενού, ο ειδώς έκαστον, και το αίτημα αυτού, οίκον και την χρείαν αυτού.» Έτσι για μία ακόμη φορά όλος ο λαός προσεύχεται για όλο το λαό.
Και αυτή η προσευχή είναι πρωταρχικά μία αναγνώριση και μία μαρτυρία: Ο Θεός ενέργησε πρώτος, για να λυτρώσει το πεσμένο γένος των ανθρώπων: «Συ εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες, και παραπεσόντας ανέστησας πάλιν, και ουκ απέστης πάντα ποιών, έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγες και την Βασιλείαν σου εχαρίσω την μέλλουσαν.» Έτσι η Θεία Ευχαριστία είναι πρώτα απ’ όλα μία δογματική μαρτυρία και γι’ αυτό μία αναγνώριση της χάρης του Θεού. Η όλη ιεροτελεστία έχει θεϊκό προσανατολισμό… Η ιστορία της λύτρωσης δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί. Οι χριστιανοί ζουν ακόμη σε προσδοκία.  Η Βασιλεία δεν έχει έρθει ακόμη. Κι όμως η Εκκλησία είναι ήδη η ένδειξη αυτής της ένδοξης συμπλήρωσης. Και προσεύχεται για την εκπλήρωση: «Όπως αυτός ό κομμένος άρτος ήταν σκορπισμένος πάνω ατά βουνό και, όταν συνάχθηκε, έγινε ένα, έτσι, Κύριε, δώσε στην Εκκλησία Σου να συγκεντρωθεί από τα άκρα της γης στη Βασιλεία Σου» (Διδαχή Θ’. 4).
(Μετάφραση: Μοναχός Θεοδόσιος Σταυροβουνιώτης –περιοδικό Ορθ. Μαρτυρία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου