Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ,Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ




          Ἀδελφοί ἐν Χριστῶ, χαίρετε ἐν Κυρίω πάντοτε. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Μας Ἰησοῦ  Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγίου Ὂρους νά εἶναι πάντα μαζί σας.
          Ἀπόψε τό βράδυ, θά ἢθελα νά πῶ στήν ἀγάπη σας, πρίν ἀναφερθῶ στό θέμα μας, πού ἐπιγράφεται ΄΄Σκοπός καί στόχος τῆς ζωῆς μας, εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας,,  θά ἢθελα λέγω, νά προθερμάνω τίς καρδιές σας, τήν ψυχή σας καί τόν νοῦν σας, μέ ἓνα θαυμάσιο Ὀρθόδοξο Ἀσκητικό περιστατικό, ἀπό τήν ζωήν, τῶν δύο Μεγάλων καί θεοφόρων Ἀσκητῶν τῆς Ἐρήμου, τοῦ δευτέρου (2ου) περίπου αἰῶνος, καί κατά τό ἒτος 255 μετά Χριστόν.
          Περισσότερον ἀναφέρω αὐτό τό περιστατικό τῶν Ὁσίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, διά νά φανερωθεῖ ἡ χάρις καί ἡ δύναμις τῆς  Ὀρθοδόξου Ἀσκητικότητος, ὃτι δηλαδή, ἡ στρατευομένη Ἐκλησία ἐδῶ στήν γῆ, εἶναι περισσότερο ἀπό ὃλα Ἀσκητική.
                                                                                                                                                                 Τότε ὁ Γέρων καί Μέγας Ἀντώνιος, ὃπου ζοῦσε στήν Ἒρημο τῆς Νιτρίας καί Θηβαιδος τῆς Αἰγύπτου, ἐτῶν ἐνενήκοντα, ἐσκέπτετο καί ἒλεγε: ΄΄ Ἆραγε ὑπάρχει ἂλλος Μοναχός στήν ἐσωτέραν Ἒρημον;,,. Νύκτα δέ τινά, Ἂγγελος Κυρίου ἦλθεν καί τοῦ λέγει:   Ὓπαγε εἰς τήν ἐνδοτέραν  Ἒρημον, διά νά εὓρης τόν Ἀββᾶ Παῦλο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐναρετώτερός σου, διά νά λάβεις ὠφέλεια μεγάλη.
          Περιπατῶν  τρεῖς ἡμέρας, μόνον ἲχνη ἀλόγων ζώων εὓρισκε, θηρίων πατήματα καί δαιμόνων φαντάσματα, ὁ δέ πονηρός Σατᾶν ἐμφανίζετο ἐμπρός του, ὡς ἱπποκένταυρος, δηλαδή ὡς ἂνθρωπος καί ἳππος (ἂλογο), ἀκόμη καί ὡς Σάτυρος, μέ σχῆμα πιθήκου, ὡς πίθηκος πού εἶχε κέρατα στήν κεφαλή καί πόδια αἰγός, δηλαδή κατσίκας.
          Τήν Τρίτη ἡμέρα, πού περπατοῦσε, εἶδε ἓναν λέοντα νά ἀνεβαίνει στό βουνό, ἠκολούθησε αὐτόν μέχρι τήν εἲσοδον τοῦ σπηλαίου. Τότε τό λιοντάρι εἰσῆλθε στό σπήλαιο, ὃπου κατοικοῦσε ὁ Ὃσιος Παῦλος, ὁ δέ Ἀντώνιος ἒμεινε ἒξω ἀπό αὐτό. Τό λιοντάρι μπῆκε – εἰσῆλθε μέσα στό Σπήλαιο καί ἒμεινε μέ τόν Ὃσιο Παῦλο.
          Ὁ Μέγας Ἀντώνιος χωρίς νά φοβηθῆ εἰσέρχεται  γρήγορα μέσα στό σπήλαιον, ὃπου ὃμως ἐσκόνταψε εἰς ἓνα λίθον καί ἐκτύπησε τό πόδι του. Ἀκούσας ὁ Παῦλος, ὃτι κάποιος ἦλθε, ἀμέσως ἒκλεισε τήν θύρα – τήν πόρτα, ὃπου διέμενε.  Ὁ Ἀντώνιος ἒξωθεν παρακαλοῦσε τόν Παῦλον νά τοῦ ἀνοίξει, λέγοντας: ΄΄  Ὃσιε Πάτερ, δέομαί σου διά τόν Κύριον, ἂνοιξόν μοι νά ἲδω τό σεβάσμιόν σου πρόσωπον,,. Ὁ δέ Παῦλος θέλοντας νά τόν δοκιμάση, δέν ἂνοιγε. Τότε ὁ ἐνενηκοντούτης Γέρων Ἀντώνιος, ἀπό τόν κόπον τῆς ὀδοιπορίας – τρεῖς ἡμέρες – καί ἀπό τό κτύπημα, ὃταν σκόνταψε μέσα στό σπήλαιο, ἒπεσε γονατιστός στό ἒδαφος καί παρεκάλει ἐπί ἓξι ὧρες τόν Ὃσιο Παῦλο νά τοῦ ἀνοίξει, καί βλέποντας τόν ἣλιον νά πλησιάζει εἰς τήν δύσιν του, παρεκάλει ἀκόμη περισσότερο. Τότε ὁ Παῦλος ἐρώτησε - ἀπό μέσα – τόν Ἀντώνιο ποῖος ἦτο, ἀπό ποῦ ἦλθε, καί τί ζητοῦσε.
        Αὐτά εἶπε ὁ Παῦλος διά νά ἲδη τήν ὑπομονή τοῦ Ἀντωνίου, διότι ὃλα τά ἐγνώριζεν, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου.

        Ὁ δέ Ἀντώνιος ἀπεκρίθη καί εἶπε ὃλην τήν ἀλήθεια, πρόσθεσε δέ καί αὐτά: Ὦ ἐπώνυμε καί μιμητά τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς, Παῦλε παμμακάριστε, καί τά ἂγρια θηρία φιλοξενεῖς καί ὑποδέχεσαι,καί μένα τόν ἁμαρτωλόν ἀποστρέφεσαι, καί δέν μέ ἀξιώνεις νά σέ ἲδω νά συνομιλήσωμε; ΄΄Αἰτῶν οὐ λαμβάνω, ζητῶν δέν εὑρίσκω, καί κρούοντι δέν μοῦ ἀνοίγεις,, (Ματθ.κεφ. Ζ, στ. 7-8). Ἀλλά δέν ἀναχωρῶ, ἓως ὃτου μοῦ ἀνοίξης, ἢ θά τελευτήσω (θά πεθάνω) μπροστά στήν θύρα σου, καί ἒτσι νεκρός θά σέ ἐλέγχω ἀφώνως διά τήν ἀσπλαχνίαν σου. Ταῦτα ἒλεγεν ὁ μακάριος Ἀντώνιος, πρός τόν  Ἀετόν  τῆς Ἐρήμου, Παῦλο τόν Θηβαῖο, ὁ ὁποῖος ἀνοίγοντας τήν θύραν τοῦ κελιοῦ του, τοῦ λέγει χαριέντως (χαριτολογώντας): ΄΄  Ὃστις, ὃποιος ζητεῖ (ζητάει κάτι) δέν φοβερίζει, καί ὃποιος κατηγορεῖ δέν κλαίει καί δέν δακρύζει,,.  
        Τότε ἀνοίξας τήν θύραν ὁ Παῦλος, μέ πόθον πολύν, ὑπεδέχθη αὐτόν λέγοντας: ΄΄Καλῶς ἦλθες, ἀδελφέ καί συνασκητά Ἀντώνιε,, ἀλλά διατί ἐκακοπάθησες ἓως ἐδῶ νά ἲδης ἓναν σαπρόν Γέροντα, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά ἀποθάνει εἰς ὀλίγον διάστημα; ἀλλά παρακαλῶ σε, εἰπέ μοι πῶς διάγουν οἱ ἂνθρωποι εἰς τάς πόλεις καί τά ἒθνη; Εὑρίσκονται εἰς πολέμους ἢ εἰς εἰρήνην; Πρό πάντων δέ εἰπέ μοι, ἐάν εὑρίσκονται εἰς τήν πίστιν ἢ στήν εἰδωλολατρίαν οἱ ἡγεμόνες (δηλαδή οἱ ἂρχοντες τῆς πολιτείας).                                                         Ὁ δέ Ἀντώνιος ἐπληροφόρησε αὐτόν, πῶς εἶχε ὁ κόσμος στήν ἐποχή τους, τόν 2ον μέ 3ον αἰῶνα.   Ἒτσι συνομιλοῦντες οἱ Ἃγιοι, βλέπουν ἐπάνω εἰς ἓνα κλάδον δένδρου κόρακα νά βαστάζει ἂρτον ὁλόκληρον, πετάξας αὐτός ἀπό τό δένδρον ἦλθε καί τό ἂφησε ἀνάμεσά τους, καί ἒφυγε. Τότε, ὁ οὐράνιος ἐκεῖνος ἂνθρωπος Παῦλος, λέγει πρός τόν Ἀντώνιον, ἰδού ἀδελφέ, ἑξήντα χρόνια εἶναι πού μοῦ φέρνει τροφήν ὁ κόρακας αὐτός, ὂχι ὃμως ὁλόκληρον, ἀλλά μισόν, σήμερον ὃμως, ἐπειδή εἶσαι σύ ἐδῶ, ἒφερε ὁλόκληρον ἂρτον. 
          Ἒφθασε, ὃμως, καιρός ἀναχωρήσεως τοῦ Ὁσίου Παῦλου διά τόν Κύριον, διά τόν οὐρανόν, καί ὁ μακάριος Ἀντώνιος εὑρισκόμενος μόνος, μέσα στό σπήλαιο καί κοντά στό λείψανο τοῦ Ὁσίου Παύλου, ὁ ὁποῖος γονατιστός, ὃπως προσηύχετο, παρέδωσε τήν ψυχήν του εἰς τά οὐράνια.
          Περίλυπος καί συλογιζόμενος, πῶς νά ἐνταφιάση καί κυρίως ποῖος θά ἀνοίξει λάκον, βλέπει νά ἒρχονται δύο φοβερώτατοι λέοντες, ἀπό τήν ἐσωτέραν ἒρημον, καί ὡς ἂνθρωπος ἐφοβήθη. Οἱ λέοντες πλησιάσαντες πρῶτον τόν  Ὃσιον Παῦλον, ἒσειον (κουνούσαν) τάς οὐράς αὐτῶν καί μέ τήν γλῶσσαν περιέλειχον (ἒγλειφον) τά πόδια αὐτοῦ, ὡς νά ἦτο ζωντανός. Ἒπειτα ἀφοῦ ἐγνώρισαν τήν κοίμησιν τοῦ  Ὁσίου (ὃτι ἀπέθανε), ἒκαμον βρυχηθμόν καί ἒπεσαν εἰς τούς πόδας του, ὡς προσκηνούντες αὐτούς.
         Ὁ δέ ὃσιος Ἀντώνιος ἐθαύμαζε βλέποντας, ὃτι καί τά θηρία ἐλυπήθησαν, διά τήν ἀναχώρησιν καί στέρησιν τοῦ Παῦλου.  Μετά οἱ δύο λέοντες ἒσκαψαν καί ἢνοιξαν λάκκον μέ τούς ὂνυχάς των, ἐξαγαγόντες (βγάζοντες) καί τό χῶμα, ἀφήνοντες ἒτσι κατάπληκτον τόν μακάριον Ἀντώνιον, ὃστις προσηύχετο καί ἐδόξαζε τόν Θεόν, δι΄ὃσα ἒβλεπεν ἒμπροσθέν του, λέγοντας: ΄΄Κύριε ὁ Θεός τῆς γνώσεως, δίχως τοῦ προστάγματός Σου, οὒτε φύλλον πίπτει δένδρου, οὒτε πτηνόν καταφέρεται εἰς τήν γῆν..κ.τ.λ.,, τότε, ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἒκαμε σχῆμα καί σημεῖον μέ τό χέρι του διά νά ἀπομακρυνθοῦν τά λιοντάρια (οἱ λέοντες) ἐκεῖνοι ὃμως ἦλθον(πλησίασαν) πάλι τό Ἱερόν λείψανον τοῦ Ὁσίου Παύλου, καί ἀφοῦ ἠσπάσθησαν αὐτό, τότε ἀνεχώρησαν.
          Ὁ ὃσιος καί Μέγας Ἀντώνιος βαστάσας τό Ἱερόν λείψανο ἐνεταφίασε αὐτό τό ἒτος (341 μ.χ.) δεκάτη Πέμπτη (15) Ἰανουαρίου. Αὐτός ὁ Ὃσιος Παῦλος ἐγεννήθη τό ἒτος (227 μ.χ.) στήν Θηβαιδα τῆς Αἰγύπτου, ἐξ οὖ καί θηβαῖος. Τό ἒτος (250) ἒφυγε εἰς τήν Ἒρημον, σέ 15 ἐτῶν ἡλικία,καί ἐκεῖ ἒζησε στό σπήλαιο (91) ἒτη. Ὃλα δέ τά ἒτη τῆς ζωῆς του, ἦσαν (114) ἑκατόν δέκα τέσσερα.                                                        
          Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἒμεινε ἀκόμη μία ἡμέρα, διά νά ἰδῆ ἐάν θά ἒλθη πάλιν ὁ κόραξ μέ ἂρτον, ἀλλά δέν ἐφάνη. 
          Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πίστις, ἀγάπη καί ἐλπίδα πού πρέπει νά ἒχει ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, πρός τόν Θεόν, ὃπως αὐτοί οἱ δύο ἡσυχασταί , Ἐρημῖται, Ἀσκηταί καί Οὐράνιοι ἂνθρωποι Παῦλος καί Ἀντώνιος τοῦ Θεοῦ, ὃπως γράφει, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἰς τήν πρώτην πρός Κορινθίους ἐπιστολήν του: ΄΄Νυνί δέ μένει πίστις - ἀγάπη - ἐλπίς, μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη,, Α ! Κορ. κεφ. 13 στ. 13 πρός τόν Θεόν καί τόν συνάνθρωπον.
          Ὁ δέ καρπός τῆς ἡσυχίας, τῆς ἐρήμου, καί τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, εἶναι: ΄΄Η ΑΓΑΠΗ,, ΄΄διά τοῦτο γρηγορεῖτε,στήκετε ἐν τῆ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε. Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπη γινέσθω,,.
          Δηλαδή. Μένετε ἂγρυπνοι καί προσεκτικοί. Μείνετε σταθεροί καί ἀκλόνητοι εἰς τήν πίστιν. Νά φανεῖτε ἂνδρες γενναῖοι, πάρετε πάνω σας δύναμιν καί ἰσχύν. Ὃλα δέ ὃσα λέγετε καί κάνετε ἂς γίνωνται μέ ἀγάπη. ( Α ! πρός Κορινθ. Κεφ.ΙΣΤ΄,στ.13-14).
          Διά τοῦτο καλῶς ὀνομάσθη ἡ Μοναχική Πολιτεία ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν, καί τέχνη τεχνῶν, καί ὂντως ἀληθής φιλοσοφία.                                                                                                   Διότι τό νά ἀνακαλύψη τίς (κανείς) τόν δρόμον τῆς σωτηρίας του, τυγχάνει (εἶναι) ὁ πλουσιώτερος καί εὐφυέστερος  ἂνθρωπος τοῦ κόσμου.
          Ὁ προαναφερθής Ἃγιος Γέρων καί καθηγητής τῆς Ἐρήμου, Μέγας Ἀντώνιος, ἐρωτᾶ καί λέγει: Τί ἐστίν ἂνθρωπος; Καί ἀπαντᾶ:  ΄΄ Ἂνθρωπος εἶναι καί λέγεται, αὐτός πού χρησιμοποιεῖ σωστά τήν λογική του, ἢ ἐκεῖνος πού δέχεται συμβουλή γιά τήν διόρθωσή του. Αὐτός πού δέν διορθώνεται δέν λέγεται ἂνθρωπος, ἀλλά ἀπάνθρωπος.,,
          Ὁ λογικός ἂνθρωπος, προσέχοντας ὁ ἲδιος τόν ἑαυτόν του, ἐξετάζει τί πρέπει νά πράξει καί τί τόν συμφέρει καθώς καί ποιά ταιριάζουν στήν ψυχή καί τήν ὠφελοῦν καί ποιά ὂχι.
            Διότι, ΄΄Οἱ ἂνθρωποι καταχρηστικῶς λέγονται λογικοί. Δέν εἶναι λογικοί, ὃσοι ἒμαθον τούς λόγους καί τά βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλά ὃσοι ἒχουν λογική ψυχή καί μποροῦν νά διακρίνουν ποιό εἶναι τό καλό καί ποιό τό κακό, καί ἒτσι ἀποφεύγουν τά ψυχοβλαβή κρατόντας μόνο τά ψυχωφελή.,,
          ΄΄ Ἡ λογική καί ἐνάρετη ψυχἠ ἀναγνωρίζεται ἀπό τό βλέμμα, ἀπό τό βάδισμα, ἀπό τήν φωνή, ἀπό τό γέλιο, ἀπό τό πού διατρίβει ( πού συχνάζει) καί μέ ποιούς συναναστέφεται.,, ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 Ἀπό τήν Ἀρχαιότητα ἀκόμη πάρα πολλοί ἂνθρωποι προσπάθησαν να δώσουν  ἐξήγηση καί νόημα στήν ζωή τους. Προσπάθησαν νά ἐξηγήσουν τόν ἐρχομό τους ἐδῶ στήν γῆ. Προσπάθησαν καί προσπαθοῦν ἀκόμη καί σήμερα ἂνθρωποι ἀπό ὃλα τά  Ἒθνη νά δώσουν τήν σωστή ἀπάντηση γιατί ὑπάρχουν, γιατί ζοῦν, γιατί ἦλθαν, ἀπό πού ἦλθαν, γιατί παραμένουν, ἀλλά και πού ὑπάγουν.
          Ὑπῆρξαν καί θά ὑπάρξουν ἂνθρωποι, ἀπό Ἀδάμ καί Εὒας μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, πού δέν πίστευσαν, οὒτε θά πιστεύσουν ποτέ στόν Θεόν τόν ἀληθινόν. Αὐτοί εἶναι οἱ πολλοί κλητοί, ἀλλά ὁλίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ὃπως ὁ Κύριος Μας τούς χαρακτιρίζει.
          Ἀπό τούς Ἀρχαίους  Ἓλληνας, σοφούς καί  φιλοσόφους, αὐτοί πού περισσότερο πλησίασαν, διά νά ἐξηγήσουν τήν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στή γῆ, ἀλλά καί ἂν ὑπάρχει Θεός, ὂχι θεοί, διότι τούς πολλούς τούς πιστεύανε ἢδη.                                                   Αὐτοί, λοιπόν, οἱ Σοφοί εἶναι ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης, διά τοῦτο – τρόπον τινά -  ὀνομάζονται ΄΄Πρόδρομοι τοῦ Χριστοῦ,, ἐπειδή καί οἱ τρεῖς  αὐτοί, ἀναφέρονται  σχεδόν  σέ ἓναν Θεό λέγοντες, ὃτι ὑπάρχει τό Ἱερόν, τό  Ὃσιον καί τό δίκαιον ἣ καί  Ἓνας Θεός.                                                         
            Εἰς δέ τήν τοιχογραφία  τῆς τραπέζης, τῆς Μεγίστης  Λαύρας, τοῦ  Ἁγίου  Ἀθανασίου στό  Ἃγιον Ὂρος, εἰκονίζονται στήν ἀρχή, πρίν ἀπό τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μας, αὐτοί οἱ τρεῖς Σοφοί τῆς Ἀρχαιότητος.                                                             Ὃπως γνωρίζουμε, οἱ Ἀρχαῖοι  Ἓλληνες εἶχαν  δημιουργήση βωμούς σέ ὃλους τούς θεούς, ἒτσι ἐδημιούργησαν καί ἓνα βωμό, μέ τήν ἐπιγραφή ἀφιερωμένο στόν ἂγνωστο Θεό, ἐδῶ στήν Ἀθῆνα.
          Πρίν ἀπό τήν τοποθέτησίν μας, γιατί τό τί πρέπει νά ἀκολουθήση ὁ ἂνθρωπος στήν ζωή του, ἀφοῦ ἀπό μικρή ἡλικία ἀναπτύσεται καί μεγαλώνει ψυχοσωματικά, πρέπει νά ἀναφέρω ἐδῶ ἐκεῖνο τό ὂμορφο  Ἱστορικό τῆς μυθολογίας μέ τόν Ἠρακλῆ, πού βρέθηκε στό δίλλημα, ποιόν δρόμο νά ἀκολουθήση:   ΄΄ Τῆς  ἀρετῆς  ἢ  τῆς  κακίας.,,
          Ὁ ἂνθρωπος, ἐπλάσθη ΄΄ κατ΄εἰκόνα καί καθ΄ὁμοίωσιν  Θεοῦ,, ( Γένεσις Κεφ. Α΄στ. 26-27 )      Καί εἶπεν ὁ Θεός καθ΄ἑαυτόν (ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΤΟΥ).  Ἂς δημιουργήσωμεν τώρα ἂνθρωπον, σύμφωνα μέ τήν ἰδικήν μας εἰκόνα, καί νά ἒχει τήν δυνατότητα νά ὁμοιάση μέ ἡμᾶς. Αὐτοί, ἂνδρας και γυναῖκα, ἂς εἶναι ἂρχοντες καί κύριοι τῶν ἰχθύων, τῆς  θαλάσσης, τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ, τῶν κτηνῶν καί ὃλης τῆς γῆς καί ὃλων ὃσων ἓρπουν ἐπάνω εἰς τήν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς.  Πράγματι, ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν ἂνθρωπον καί τόν ἐπροίκισε μέ ἰδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ὣστε νά εἶναι μέ αὐτά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, λέγοντάς τους: ΄΄ αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε (γεμίσατε) καί κατακυριεύσατε αὐτήν.,,
          Σκοπός, στόχος καί πραγματικός προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ θέωσις ( Νά γίνη δηλαδή ὁ ἂνθρωπος θεός κατά χάριν -ὂχι κατ΄οὐσίαν, πού εἶναι ὁ Θεός), θέωσις λέγω, δηλαδή, ὀμοίωσις μέ τόν Χριστόν κάτι πού μπορεῖ νά ἀκούγεται τολμηρό, ἀλλ΄εἶναι πράγματι ὁ σκοπός, διά τόν ὁποῖον ἐπλάσθησαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὒα. Ἀκόμη, ἀληθινός προορισμός τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι νά ἀποκτήση τό Ἃγιον Πνεῦμα. Γνώριζε, πῶς κανένα καλό ἒργο δέν φέρει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂν δέν γίνεται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὃπως λέγει ὁ  Ἃγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἢ Σαρώφ – εἰς τόν Μοτοβίλωφ.         Σκοπός καί στόχος τῆς ζωῆς μας, εἶναι ἡ ἀπόκτησις τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐγώ τόν ρώτησα, (λέγει ὁ Μοτοβίλωφ) τί ἐννοεῖς πάτερ λέγοντας ἀπόκτηση, δέν καταλαβαίνω καθαρά. Ὁ Ἃγιος μοῦ εἶπε:΄΄ Ἀποκτῶ εἶναι τό ἲδιο μέ τό κερδίζω,

    Ξέρεις τί θά πεῖ κερδίζω χρήματα;  Ἀποκτῶ τό  Ἃγιον Πνεῦμα , αὐτό εἶναι τό ἲδιο πρᾶγμα.,,  Ἐάν ὁ ἂνθρωπος, ὃπως ἀγωνίζεται νά ἀποκτήση τό χρῆμα ἢ τόν πλοῦτο, ἀγωνίζεται καί μέ τήν προσευχή νά ἀποκτήση τήν θεία χάρι, τότε τό βέβαιον εἶναι, ὃτι τό Ἃγιον  Πνεῦμα, θά τόν ἐπισκεφθῆ καί θά τόν ἐπισκιάση.  
          Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, διακρίνεται σέ δύο περιπτώσεις:                                                 Πρῶτον σέ:  ΄΄ Ἀρχικόν Προορισμόν,, Δηλαδή γιατί ὁ ἂνθρωπος ἐπλάσθη – δημιουργήθηκε καί τοποθετήθηκε πάνω στήν γῆ, καί  Δεύτερον σέ: ΄΄ Τελικόν  Προορισμόν,,  Δηλαδή πού θά καταλήξει στήν μετά θάνατον Ζωή.
          Διά τό ποῖος εἶναι ὁ Ἀρχικός Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου πάνω στήν γῆ λέγομεν ὃτι ὁ λόγος, ὁ στόχος καί ὁ σκοπός αὐτοῦ τοῦ προορισμοῦ εἶναι ὁ ἐξῆς:  ΄΄ ΝΑ ΟΜΟΙΩΘΗ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ,, ἀλλ΄ὃμως  εἶναι δυνατόν ὁ ἂνθρωπος νά γίνη ὃμοιος μέ τόν Χριστόν, καί νά ἀποκτήση τήν ἀρετήν – τό ἂμωμον – τήν ἀναμαρτησίαν – τό ὓψος καί τήν Ἁγιότητα τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ ;
          Ἀπαντῶντας στήν ἐρώτηση αὐτή λέγομεν, ὃτι δέν πρόκειται, ὁ ἂνθρωπος νά γίνη ὃμοιος ποτέ μέ τήν  θεότητα καί τήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά γίνη ὃμοιος ὡς ἂνθρωπος πρός τήν ἀνθρωπότητα Αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἒζησε ἐδῶ στήν γῆ. Διά τοῦτο βασική προυπόθεσις, στόχος καί σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ὃπου ὑπάρχει καί ζῆ, εἶναι: ΄΄ ΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΩΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ,, δηλαδή νά μορφωθῆ καί νά ὁμοιωθῆ ὁ ἂνθρωπος, ὃσο εἶναι δυνατόν ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, διά νά ἀποκτήση τόν ἠθικόν χαρακτῆρα αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ.
          Ἡ Δευτέρα περίπτωσις, διά τόν τελικόν σκοπόν καί προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν μέλλουσα καί αἰώνια ζωή, εἶναι:΄΄ ΝΑ ΥΨΩΘΗ Ο  ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΣΥΝΔΟΞΑΣΘΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ  ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΑΙ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΝ  ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ  ΑΥΤΟΥ.,, Δηλαδή, ἀφοῦ ὁ ἂνθρωπος προετοιμασθῆ καί καταρτισθῆ πνευματικά ὃσο τοῦ εἶναι δυνατόν εἰς τόν κόσμον τοῦτον, ἒπειτα νά ὑψωθῆ ὡς πνευματικό τέκνο, μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, καί νά δοξασθῆ μέ τόν Χριστόν, γενόμενος ἒτσι κληρονόμος τῆς χαρᾶς, τῆς δόξης, τῆς μακαριότητος καί τῆς αἰωνίου βασιλείας Αὐτοῦ.  Ὣστε ἐνώνοντας καί ταυτίζοντας, τόν πρῶτον ἀρχικόν σκοπόν τοῦ προορισμοῦ, μέ τόν δεύτερον ΤΕΛΙΚΟΝ διατυπώνουμε ἐν συνόψει - ἐν συντομία τά ἐξῆς:   
                                             
         Ὃτι: Ὁ προρισμός τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ κατά τό δυνατόν ὁμοίωσις αὐτοῦ πρός τόν Χριστόν καί ἡ ἐν τῶ Θεῶ ( Δηλαδή μέσα στόν Θεόν, καί μαζί μέ Αὐτόν) ὃπως ( Ο ΤΡΩΓΩΝ ΜΟΥ ΤΗΝ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΠΙΝΩΝ ΜΟΥ ΤΟ ΑΙΜΑ ) ἀπόλαυσις τῆς αἰωνίου δόξης καί μακαριότητος, πρός δόξαν τοῦ Ὑψίστου καί Παναγάθου Θεοῦ, ὃπου, οὒκ ἒστι πόνος, οὐ λύπη οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος .
          Αὐτόν, λοιπόν, τόν προρισμόν,  τόν στόχον καί σκοπόν ἒχει ὁ ἂνθρωπος, πού ὑπάρχει καί ζεῖ πάνω στή γῆ, καί δι΄αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεόν, αὐτό ἂλλωστε μᾶς τό βεβαιώνει ὁ Εὐαγελιστῆς  Ματθαῖος, λέγοντας: ΄΄  Ἒσεσθε οὖν ὑμεῖς  τέλειοι,,. ( Ματθ. κεφ. Ε΄στ. 48 ) ὣσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν …τέλειος ἐστίν. ΔΗΛΑΔΗ: ΑΓΩΝΙΣΘΗΤΕ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΕΣΕΙΣ ΤΕΛΕΙΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ, ΟΠΩΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ  ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΑΣ.
          Καθώς καί τό :΄΄ Ἃγιοι γίνεσθε, ὃτι ἐγώ ἃγιος εἰμί,, (Α΄Πέτρου Κεφ.Α΄ στ.16) Δηλαδή, νά γίνεσθε εἰς ὃλην σας τήν ζωή  Ἃγιοι, διότι ἐγώ ὁ Θεός καί Πατέρας σας, εἶμαι ἃγιος.
          Διά νά πετύχουμε, τόν ὡραιώτατον αὐτόν στόχον καί προορισμόν, στό τέλος τῆς Ζωῆς μας, ἡ Μητέρα μας  Ἐκλησία μᾶς βοηθᾶ καί προτρέπει μέ πολλούς καί ποικίλλους τρόπους, ἀλλά καί μέ μαρτυρίες.
          Ἓνας τρόπος ἐξ αὐτῶν εἶναι καί ἡ προτροπή τοῦ Τιμίου Προδρόμου: ΄΄Μετανοεῖτε ἢγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν,, καθώς καί τοῦ Κυρίου Μας Ἰησοῦ, ὃστις λέγει τά ἲδια τοῦ Προδρόμου λόγια, συμπληρόνωντας κάτι ἂλλο: ΄΄ Και πιστεύσατε εἰς τό Εὐαγγέλιον Μου΄΄. ( Ματθ. Κεφ. Γ΄στ.2) ΔΗΛΑΔΗ:
ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, ΑΛΑΞΑΤΕ ΦΡΟΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΝ ΖΩΗΣ, ΔΙΟΤΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ – ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΦΕΡΕΙ Ο ΜΕΣΣΙΑΣ – ΕΧΕΙ ΠΛΕΟΝ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙ.
          Ἂλλαι προτροπαί και μαρτυρίαι περί τοῦ ἂκρου, τελικοῦ καί ὑψίστου προρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι: ΄΄Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κ.τ.λ. ΔΗΛΑΔΗ:  Ἐλᾶτε σεῖς, πού εἶσθε εὐλογημένοι ἀπό τόν Πατέρα μου νά λάβετε ὡς κληρονομίαν τήν βασιλείαν, πού ἒχει ἑτοιμασθῆ διά ἐσᾶς ἀπό καταβολῆς κόσμου.  (Ματθ. Κεφ. Κε΄  25-34)
          Τοῦ ἰδίου  Εὐαγγελιστοῦ  Ματθαίου εἶναι καί ἂλλη προτροπή πού λέγει: ΄΄Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάψουσιν ὡς ὁ ἣλιος κ.τ.λ. ( Ματθ.Κεφ. ιγ΄, 43 ) ΔΗΛΑΔΗ:  Τότε οἱ δίκαιοι θά δοξασθοῦν καί θά λάμψουν ὡσάν τόν ἣλιον εἰς τήν βασιλείαν Οὐρανίου Πατρός των. Ὃποιος ἒχει ὧτα διά νά ἀκούση μέ ἐνδιαφέρον  καί δέχεται τήν ἀλήθεια, ἂς ἀκούη. (Σχόλιο γιά τά ὦτα)
          Ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Πέτρος μᾶς χαροποιεῖ  μέ  τόν δικό του τρόπο, λέγοντάς μας τά ἑξῆς:  Εὐλογητός ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…, ὁ ὁποῖος σύμφωνα πρός τό πολύ ἒλεός του καί τήν εὐσπλαχνίαν  του μᾶς ξαναγέννησε διά νά μᾶς χαρίση ἐλπίδα ἀγαθῶν αἰωνίων. Καί ἒκαμε τήν ἐλπίδα μας αὐτήν ζωντανή διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποῖα ἀποτελεῖ  ἐγγύησιν, ὃτι ἡ ἐλπίδα μας δέν θά διαψευσθῆ, ἀλλά θ΄ἀναστηθῶμεν καί ἡμεῖς . ( Α΄ Πέτρου Κεφ. Α΄, 3 ).
          Ὁ δέ  Ἀπόστολος  Παῦλος, μᾶς ὑιοθετεῖ ὡς τέκνα θεοῦ, ἀλλά καί συγκληρονόμους Χριστοῦ, εἰς τήν βασιλείαν  τῶν  Οὐρανῶν λέγοντας: Πρός Ρωμαίους     ( Κεφ. Η΄(8), 16-17 ): ΄΄Αὐτό τό πνεῦμα συμμαρτυρεῖ… Δηλαδή..ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ μαρτυρεῖ μαζί μέ τό πνεῦμα μας, ὃτι εἲμεθα τέκνα Θεοῦ.  Ἀφοῦ, λοιπόν, εἲμεθα τέκνα Θεοῦ εἲμεθα καί κληρονόμοι. Εἲμεθα κληρονόμοι μέν τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἀλλά εἲμεθα καί συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀδελφοῦ μας.
Γινόμεθα ὃμως συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἐάν συμπάσχωμεν  μαζί Του (τηρῶντας τάς ἐντολάς Του), διά νά δοξασθῶμεν καί μαζί Του.
Ὣστε, ἐάν ὑπομένομεν στόν προσωπικόν μας πνευματικόν ἀγῶνα, τότε  θά συμβασηλεύσωμεν μέ τόν Χριστόν. Ἂν ὂμως τόν ἀρνούμεθα, θά μᾶς ἀρνηθῆ καί Ἐκεῖνος, διότι ἐάν ἐμεῖς, ἀπιστοῦμεν καί τόν ἀρνούμεθα, Αὐτός ὁ Χριστός μένει πιστός εἰς ὃσα ὑπόσχεται, διότι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τόν Εαὐτόν Του, καί νά ἀθετήση τούς λόγους Του: ( Β΄πρός Τιμόθ. Κεφ. Β, 12-13).
          Τό δέ ἀποκορύφωμα τῆς εὐλογημένης μακαριότητος  τῶν σεσωσμένων ἐν ἐκείνη τῆ ἡμέρα, θά εἶναι ἡ πνευματική ἀπόλαυσις αὐτῶν πού γράφει, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἰς τήν Α΄πρώτην πρός ΄΄ Κορινθ. Κεφ.Β΄καί στ.9,,. ΔΗΛΑΔΗ:
Ἐκεῖνα πού ἒχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός ἀπό καταβολῆς κόσμου, διά τούς ἀγαπῶντας Αὐτόν εἶναι τέτοια, πού ὀφθαλμός  ἀνθρώπου δέν εἶδε ποτέ, οὖς (αὐτί) δέν ἒχει ἀκούσει, καί ἀνθρώπινος Νοῦς δέν ἒχει φαντασθῆ ποτέ. ( Σχόλιο )       Ἃ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, καί οὖς οὐκ ἢκουσε, καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη,  ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν.
Διά τοῦτο πάλι, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁμιλεῖ γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί λέγει:΄΄ Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, οἱ πιστοί πού ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό, εἲμεθα ἀντίθετοι, πρός αὐτούς πού εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἒχουμε διαφορετικό πολίτευμα ἀπό αὐτούς, ἒχουμε ἂλλα φρονήματα καί διαφορετική ζωή: Οὐ γάρ ἒχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν. (Πρός εβρ. Κεφ.13, στ 14).  Διότι ἡ πατρίδα καί τό πολίτευμα τό δικό μας εἶναι στούς Οὐρανούς καί εἶναι ὃμοιο με τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, καί ὃπως αὐτοί - Ἂγγελοι καί  Ἃγιοι σκέπτονται καί πολιτεύονται στόν Οὐρανό, ἒτσι καί ἡμεῖς στήν γῆ. Καί ὃπως ἐκεῖνοι νομοθετοῦνται καί διευθύνονται ἀπό τόν Θεό καί ὑπάρχουν, ἒτσι καί ἐμεῖς.΄΄ Καί ὃταν ὁ Χριστός φανερωθεῖ, ἡ Ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῶ φανερωθήσεσθε ἐν δόξη,,       ( Πρός Κολασαεῖς Κεφ.γ΄, 4 ) τοῦ ’Αποστόλου Παῦλου. ΔΗΛΑΔΗ :  Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἒχουμε τόν Σωτήρα μας Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος θά μεταβάλει καί θά μετασχηματίσει τό σῶμα πού φέρουμε τώρα, καί θά τό κάμη ὃμοιο μέ τό δικό Του, πού εἶναι σῶμα  ΔΟΞΗΣ-ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΟΣ - ΚΑΙ  ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ.   
                                       
          Τέλος, ἂλλος τρόπος καί προτροπή ἐκ τῆς Ἀποκαλύψεως, εἶναι τό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ   Ἰωάννου     ( ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ Κεφ.Β΄, 10)  ΄΄Γίνου πιστός ἂχρι θανάτου, καί δώσω σοι τόν στέφανον τῆς ζωῆς. Ὁ ἒχων οὖς ἀκουσάτω τί τό Πνεῦμα λέγει ταῖς  Ἐκκλησίαις. Ὁ νικῶν οὐ μή ἀδικηθῆ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου.  Προσπάθησε καί ἀγωνίσου – ΑΔΕΛΦΕ – νά γίνης πιστός μέχρι καί μαρτυρικοῦ ἀκόμη θανάτου διά τήν πίστιν σου καί θά σοῦ δώσω ὡς βραβεῖον τῶν ἀγώνων σου τόν στέφανον τῆς Ζωῆς. Ἐκεῖνος πού ἒχει τά ΨΥΧΙΚΑ του μάτια ἀνοικτά, ἂς ἀκούση τί λέγει τό Πνεῦμα τό  Ἃγιον εἰς τάς Ἐκκλησίας. Ὁ Νικητής εἰς τούς πνευματικούς ἀγῶνας, δέν θά ἀδικηθῆ ἀπό τόν πνευματικόν καί αἰώνιον θάνατον, πού ὡς δεύτερος ἀλλά φοβερώτερος μετά τόν σωματικόν, περιμένει τούς ἁμαρτωλούς. 
          Ὃταν ἡ πίστις μας στηρίζεται καί εἶναι ἀκλόνητος στήν ΑΛΗΘΕΙΑ, πού εἶναι ὁ Χριστός, τότε αὐτή δημιουργεῖ καρπούς σωτηριώδης καί αἰωνίους. Καί οἱ καρποί αὐτῆς τῆς πίστεως εἶναι:
                                              
1ον   Ἡ  Μετάνοια.
       ΄΄Μετανοεῖτε, ἢγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (Ματθ. Γ΄, 2 ) ΄΄Μετανοήσατε καί ἂς βαπτισθῆ ἓκαστος (ὁ καθένας) εἰς τό ὂνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διά τήν ἂφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σας,, ( Πράξεις  Β΄, 37-38 ). Γενικά, ὃποιος μετενόησε ἢ μετανοεῖ, αὐτό τό κάνει ἐπειδή πιστεύει εἰς τόν Χριστόν καί στήν διδασκαλία Αὐτοῦ, ἡ ὁποῖα (διδασκαλία) ἓναν σκοπό ἒχει, πῶς νά καταργήση τήν ἁμαρτία καί νά ἀποκτήση τήν ἀρετήν τῆς  Ἁγιότητος.
2ον  Ἡ  Ἂφεσις τῶν ἁμαρτιῶν.
        Διότι λέγει:      Καί ἡ ἂφεσις τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς πίστεως δίδεται.  Ἒτσι μᾶς βεβαιώνει, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγοντας ὃτι ἐκαθάρισε ὁ Θεός τίς καρδιές τῶν Ἐθνικῶν, τῶν ἀπίστων: ΄΄ Τῆ πίστει, λέγει, καθαρίσας τάς καρδίας αὐτῶν,, ( Πράξεις  ΙΕ΄, 9 ).
3ον   Ἡ  Δικαίωσις.
       Ὃταν ἒχωμεν πίστιν στόν Θεόν, τότε ὁ Θεός μᾶς δικαιώνει καί εἶναι εἰρηνικός μαζί μας, ἐνῶ χωρίς πίστι, οὒτε μᾶς δικαιώνει, οὒτε εἰρήνη ἒχωμεν μέ ΑΥΤΟΝ ( τόν Θεόν) ἓνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Διά τοῦτο λέγει, ὁ Παῦλος πρός ( Ρωμαίους Ε΄, 1 ). Δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἒχομεν πρός τόν Θεόν κ.τ.λ.

4ον  Ἡ  Υἱοθεσία.
       Ἀκόμη μέ τήν πίστιν, γινόμαστε τέκνα τοῦ Θεοῦ.      ΄΄  Ὃσοι δέ ἒλαβον Αὐτόν, ἒδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν Τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό  Ὂνομα Αὐτοῦ ( Ἰωάν. Α΄,12)  καί : ΄΄Πάντες (ὃλοι οἱ Χριστιανοί) υἱοί Θεοῦ ἒστε διά τῆς πίστεως ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ,,.         ( Γαλάτ. Γ΄, 26).
5ον  Ἡ Κληρονομία τῆς αἰωνίου βασιλείας.
       Ὁ Χριστιανός διά τῆς πίστεως γίνεται κληρονόμος τῆς αἰωνίου βασιλείας καί μακαριότητος:  ΄΄Οὓτω γάρ ἠγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμον, ὣστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἒδωκεν, ἳνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλυται, ἀλλ΄ἒχει ζωήν αἰώνιον. ( Ἰωάν. Γ΄, 16) καί      ( Ἰωάν. ΣΤ΄, 40 ).  
6ον   Ἡ Αὐταπάρνησις.
       Ἂλλος καρπός τῆς πίστεως εἶναι ἡ αὐταπάρνησις. Ἡ αὐταπάρνησις εἶναι αὐτή, πού ἀποφεύγει καί ἀπαρνεῖται, τήν κοσμική δόξα, τίς κοσμικές ἀπολαύσεις καί ἁμαρτίες, καί προτιμᾶ τήν στέρησιν καί τήν κακουχίαν.  ΄΄ Πίστει, λέγει, Μωσῆς μέγας γενόμενος ( Ἐβρ. ΙΑ΄, 24-25 ) ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ ….
                            
7ον   Ἡ Τέλεσις θαυμάτων καί υπεράνθρωπων ἒργων.
       Χριστιανοί, μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, καί τήν πίστιν ἒκαμαν τέρατα καί σημεῖα, ἀλλά καί ἀναρίθμητα θαύματα, ὃταν ἦτο ἀνάγκη νά γίνουν αὐτά.
8ον   Ἡ  ἀνδρεία,  ἡ ὑπομονή  καί  ἡ  παραμυθία .
       Μέ τήν πίστιν, ἀκόμη ὁ Χριστιανός γίνεται ἀνδρεῖος καρτερικός καί ὑπομονετικός εἰς ὃλες τίς θλίψεις, στενοχώριες, σέ κάθε ἀσθένεια, ἀλλά καί θάνατο ἀκόμη.  Γίνεται νικητής τῶν πειρασμῶν, ὃσον δυνατοί καί ἂν εἶναι ὑπερπηδῶντας κάθε δυσκολία. Μέ τήν πίστιν, ὁ Χριστιανός, εὑρίσκει παρηγοριά καί ἀνακούφιση, σέ λύπες καί στενοχώριες, ἀλλά καί χαρά ἀκόμη, ὃπως μᾶς βεβαιώνουν ἃγιοι ἂνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
9ον    Τέλος, ἒχομεν τήν ἐπιτυχία τοῦ προρισμοῦ μας.
        Μέ τήν χάριν καί δύναμιν τῆς πίστεως ὁ Χριστιανός προάγεται καί προοδεύει πνευματικά, καταρτίζεται, τελειοποιεῖται καί γίνεται εὐάρεστος στόν Θεόν, καί ἒτσι καθίσταται (γίνεται ) κληρονόμος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, διότι: ΄΄ χωρίς δέ, πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι Θεῶ,,. ( Ἐβρ. ΙΑ΄,6 ), λέγει ὁ
                                 
 Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τό ἐνδέκατον κεφάλαιον πρός Ἐβραίους.
       Ὁ  Ὁσιώτατος τῆς Οὐρανίου κλίμακος τῶν ἀρετῶν, Ἰωάννης ὁ Σιναϊτης, μᾶς κατακλύει καί τερματίζει  τόν λόγον, διά τόν τελικόν σκοπόν, στόχον καί προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου, μέ τά δικά του Ἀσκητικά καί Οὐράνια λόγια του.
΄΄  Ὢ φίλοι καί ἐν Χριστῶ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν θά μᾶς παρατηρήσει καί δέν θά μᾶς ἐλέγξη ὁ Κύριος, εἰς τόν καιρόν ἢ τήν ὣραν τοῦ θανάτου μας καί τῆς μελλούσης Κρίσεως, οὒτε θά μᾶς καταδικάσει ἐπειδή δέν κάναμε θαύματα καί ἂλλα σημεῖα, ἢ ἐπειδή δέν σπουδάσαμε Θεολογία καί δέν γίναμε θεολόγοι, ἢ πῶς δέν γίναμε θεωριτικοί καί δέν μάθαμε μεγάλα - βαθιά καί ὑψηλά νοήματα, ἀλλά θέλει μᾶς ἐρωτήσει κατά ἀλήθειαν, καί πρόκειται νά μᾶς τιμωρήσει ἐπειδή δέν θελήσαμε νά ταπεινωθοῦμε καί νά ΚΛΑΥΣΩΜΕ σέ ὃλη μας τήν ζωή, τίς ἁμαρίες μας, καί νά ξεπλήνουμε τήν ψυχήν μας, μέ τά δικά μας δάκρυα, καί νά παύσουμε - νά σταματήσουμε - τίς κακίες μας, καί νά ζητήσουμε πρίν ἀπό τόν θάνατόν μας, τῶν ἁμαρτιμάτων μας τήν συγχώρησιν.   
                    
           ΄΄ Οὐκ ἐγκλησόμεθα ἐν ἐξόδω ψυχῆς, διότι οὐ τεθαυματουργήκαμεν, οὐδ΄ὃτι οὐ τεθεολογήκαμεν, οὐδ΄ὃτι θεωρητικοί οὐ γεγόναμεν, ἀλλά λόγον πάντως δώσωμεν τῶ θεῶ, διότι ἀδιαλείπτως οὐ  πεπενθήκαμεν,,.   Λόγος  Ζ΄ ἒβδομος Περί τοῦ χαροποιοῦ πένθους.                   Κατά τήν ἒκφρασιν, τῆς Ἁγιορειτικῆς νοοτροπίας, μποροῦμε νά ποῦμε, ὃτι: ΄΄ Ὁ σκοπός, ὁ στόχος καί ὁ προορισμός γενικά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, νά σωθῆ ἡ ψυχή του. Διά τοῦτο μποροῦμε νά ἐκφραστοῦμε, λέγοντας:  Ὃτι ἐδῶ στόν κόσμον τοῦτον:΄΄ Ζῶ γιά νά σωθῶ καί νά μήν κολασθῶ,,. Καί γιά ὃλους: ζοῦμε γιά νά σωθοῦμε καί νά μήν κολασθοῦμε.   
        Οἲδαμε δέ ὃτι τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν. ( Ρωμ.Κεφ. η΄(8), 28 ) τοῖς κατά πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν, ὃτι οὓς προέγνω καί προώρισε…κ.τ.λ.    Δηλαδή:                      ΄΄Γνωρίζουμε, ὃτι εἰς ἐκείνους, πού ἀγαποῦν τόν Θεόν ὃλα συνεργοῦν διά τό καλόν τους, εἰς αὐτούς δηλαδή οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τήν προαιώνιον πρόθεσιν τοῦ Θεοῦ ἒχουν κληθῆ καί ἒχουν δεχθῆ τήν σωτηρίαν.  Διότι ἐκείνους, πού μέ τήν παγγνωσίαν Του ἐπρογνώρισεν ὁ Θεός ὡς ἀξίους σωτηρίας, διά τήν καλήν διάθεσιν, αὐτούς καί προώρισε διά νά γίνουν
ὃμοιοι, καί νά ἀποκτήσουν τήν ἲδια ἠθική καί πνευματική μορφή πρός τήν ἁγίαν καί ἒνδοξον εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του (Τοῦ Χριστοῦ). Νά ὁμοιάσουν – δηλαδή – αὐτοί πρός τόν χαρακτῆρα, τήν ἁγιότητα, ἀλλά καί τήν ἒνδοξον κατάστασιν τοῦ Χριστοῦ.
Ὃσους δέ ἐπρογνώρισεν ὁ Θεός, ὡς ἀξίους καί ἒταξεν εἰς αὐτούς ἓναν τέτοιον προρισμόν, αὐτούς κατά φυσικήν συνέπειαν ἐκάλεσε διά τοῦ κηρύγματος εἰς τήν πίστιν.  Καί αὐτούς πού ἐκάλεσε καί ἐδέχθηκαν τήν κλῆσιν ( τό κάλεσμα ), τούς ἒκαμε καί δικαίους, αὐτούς δέ πού ἐδικαίωσε, αὐτούς τούς ἒκαμε καί κληρονόμους τῆς αἰωνίου δόξης Αὐτοῦ.  ( Πρός Ρωμαίους  Η΄ (8), 28 καί κατωτέρω ).

ΓΕΡΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ                                                                                                           ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου