τού Πρωτοπρ. π. Στεφάνου Αβραμίδη, Γραμματέως τής Συνοδικής Επιτροπής επί τών Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικών Σχέσεων
Μέ τήν αποψινή βιβλιοπαρουσίαση τού
Αγίου Ναυπάκτου μάς δίνεται η ευκαιρία νά σκιαγραφήσουμε μιά φωτεινή καί
εξέχουσα προσωπικότητα πού σημάδεψε τή σύγχρονη Θεολογική σκέψη.
Ευχαριστώ τόν Σεβ. Αγιον Ναυπάκτου γιά τήν τιμή πού μού έκανε νά
καταθέσω τίς απλές καί ταπεινές σκέψεις καί αναμνήσεις μου γιά τόν
αείμνηστο π. Ιωάννη Ρωμανίδη.
Η
γνωριμία μου μέ τόν π. Ιωάννη ανάγεται στό έτος 1959, όταν ως τριτοετής
φοιτητής τής Θεολογικής Σχολής τού Τιμίου Σταυρού Βοστώνης τόν είχα γιά
πρώτη φορά Καθηγητή στό Μάθημα τής Δογματικής.
Η προσωπικότητά του, αλλά καί ο τρόπος
τής διδασκαλίας του είχαν τήν δύναμη νά σέ συνεπαίρνουν. Μιλούσε κατά
τρόπο απλό καί κατανοητό, μάλιστα οι διαλέξεις του γίνονταν πότε στήν
Ελληνική καί πότε στήν Αγγλική γλώσσα, τής οποίας ο παπα Γιάννης ήταν
άριστος χειριστής.
Επιπλέον ο π. Ιωάννης ήταν όπως καί γώ
Καραμανλής, Καππαδόκης στήν καταγωγή. Αλλά επίσης σάν καί μένα ήταν
Ελληνο-αμερικανόπουλο, αφού, άν καί γεννημένος στήν Ελλάδα, σέ ηλικία
μόλις 4 μηνών ήρθε στήν Αμερική όπου έζησε, μεγάλωσε καί σπούδασε. Έτσι,
ήξερε τήν Αμερικανική νοοτροπία: πώς σκεπτόμασταν εμείς τά παιδιά τών
ελλήνων μεταναστών, καί ποιές πενιχρές γνώσεις είχαμε γιά τήν Ορθοδοξία,
γνώσεις πού είχαμε αποκομίσει από τά διάφορα διαφωτιστικά φυλλάδια πού
κατά καιρούς εξέδιδε η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής.
Κύριο γνώρισμα τών φυλλαδίων αυτών ήταν η
χρησιμοποίηση Ρ/Καθολικών επιχειρημάτων εναντίον τών Προτεσταντών καί
αντιστοίχως Προτεσταντικών επιχειρημάτων εναντίον τών Ρ/Καθολικών, μέ
αποτέλεσμα νά δίνεται η εντύπωση ότι εμείς οι Ορθόδοξοι δέν έχουμε μιά
σαφή καί ενιαία θεολογική γραμμή, αλλά ότι βρισκόμαστε κάπου στή μέση
τών δύο καί ότι η θεολογία μας ρυθμίζεται από τίς ακρότητες τών άλλων.
Πρίν γνωρίσουμε τόν π. Ιωάννη είχαμε τήν
αίσθηση ότι δέν υπήρχε καμιά σχέση ανάμεσα σ' ό,τι έγραφαν αυτά τά
εντός εισαγωγικών διαφωτιστικά φυλλάδια, μέ τήν ευσέβεια καί απλοϊκή
πνευματικότητα τών γονιών μας, μέ τίς συνεχείς καί αυστηρές νηστείες
τους, μέ τίς ατελείωτες προσευχές τους καί μέ τό νά μάς στέλνουν
καθημερινά στά σπίτια φτωχών γειτόνων μέ πιάτα φαγητού. Καί μάλιστα αυτή
η αίσθηση ενισχύονταν βλέποντας τούς Ρ/Καθολικούς, πού η Λειτουργία
τους διαρκούσε μόλις μισή ώρα, πού νήστευαν μόνο τή Παρασκευή καί
έτρωγαν τά πάντα εκτός από κρέας. Ακόμη καί ο ζωμός κρέατος επιτρεπόταν
αρκεί νά είχε στραγγισθεί ώστε νά μήν υπάρχουν ίχνη κρέατος μέσα.
Αντίθετα, σέ μάς οι γονείς μας γιά τις 50 σχεδόν ημέρες τής Μ.
Τεσσαρακοστής καί τής Μ. Εβδομάδας ούτε λάδι δέν μάς έδιναν, εκτός από
τό Σάββατο καί τήν Κυριακή.
Ο π. Ιωάννης όμως μάς άνοιξε τά μάτια
καί καταλάβαμε, ότι αυτός ο ασκητικός τρόπος ζωής τών γονιών μας είχε
σκοπό νά μάς διδάξει τήν αγάπη τήν ανιδιοτελή, τήν αγάπη, η οποία ου
ζητεί τά εαυτής, καί ότι ο τρόπος αυτός τής ζωής βοηθούσε στό νά
επιτύχουμε τήν κάθαρση τών παθών. Συνεπώς η ευσέβεια καί η ευλάβεια τών
απλών μας γονιών ήταν στήν πράξη εφαρμοσμένη ορθόδοξη θεραπευτική αγωγή.
Ο π. Ιωάννης μάς έδωσε νά καταλάβουμε,
ότι τά δόγματα τής Ορθοδοξίας εκφράζουν μέ τόν καλύτερο --ανθρωπίνως
δυνατόν-- τρόπο, τήν αποκαλυπτική εμπειρία τών θεουμένων Πατέρων καί
Αγίων τής Εκκλησίας. Τά δόγματα όμως είναι μόνον οδοδείκτες. Όταν ο
καθένας, εφ' όσον ο Θεός τού τό χαρίσει, ζήσει τή δική του Πεντηκοστή,
όταν δηλ. τό Πνεύμα τό Άγιο τόν οδηγήσει "εις πάσαν τήν αλήθειαν", τότε
κατανοεί ότι η εμπειρία υπερέχει τού δόγματος καί ότι ο Θεός ούτε Τριάδα
είναι, ούτε Μονάδα, αλλά επέκεινα καί τής Τριάδος καί τής Μονάδος.
Στά πρώτα του μαθήματα, μάς συνέστησε νά
διαβάσουμε τή διατριβή του: Τό Προπατορικό Αμάρτημα, ως εισαγωγή στήν
Πατερική Θεολογία τής αρχεγόνου Εκκλησίας καί -- άς μή σάς φανεί
παράξενο-- μάς έβαλε νά μελετήσουμε όλα τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα
--αρχαία καί σύγχρονα -- μέ έμφαση στά φιλοσοφικά συστήματα τού Πλάτωνα,
τού Αριστοτέλη καί τού Πλωτίνου. Ο σκοπός του ήταν νά γνωρίσουμε τόν
τρόπο σκέψεως τών Ελλήνων καί τή νοοτροπία πού επικρατούσε κατά τήν
εποχή πού διατυπώθηκαν τά δόγματα.
Έτσι θά μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατί
ορισμένοι αιρετικοί έπεσαν στήν αίρεση επιχειρώντας τήν εφαρμογή
ορισμένων φιλοσοφικών κατηγορημάτων σκέψεως στά δόγματα τής Εκκλησίας.
Μετά, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε
τή σχολαστική θεολογία, έπρεπε νά γνωρίζουμε καλά τή φιλοσοφία τού
Αριστοτέλη, αφού οι σχολαστικοί εφάρμοσαν σχεδόν ολόκληρο τό φιλοσοφικό
σύστημα τού Αριστοτέλη στήν θεολογία τους, ταυτίζοντας τό Θεό μέ τό
"πρώτον κινούν ακίνητον". Οι συνέπειες βεβαίως μάς είναι γνωστές: η
διδασκαλία περί κτιστής χάριτος, η ταύτιση ουσίας καί ενεργείας κ. ά.
Στή συνέχεια μάς τόνιζε τή διαφορά
μεταξύ τής Πατερικής διδασκαλίας περί δικαιώσεως καί δικαιοσύνης καί
εκείνης τών Σχολαστικών. Γιά τούς Πατέρες δικαιοσύνη = ζωοποίησις. "Εγώ
ήλθον ίνα ζωήν έχητε καί περισσόν έχητε", ενώ γιά τούς Σχολαστικούς η
δικαιοσύνη ήταν μιά υπόθεση δικανική: η ικανοποίηση τής Θείας
Δικαιοσύνης, τής οργής ενός σκλήρου καί αδέκαστου Θεού, ο οποίος
απαιτούσε μιά άπειρη θυσία γιά τήν ικανοποίηση μιάς προσβολής κατά τής
άπειρης Του δικαιοσύνης.
Σ' όλα αυτά έδινε έμφαση ο π. Ιωάννης
διότι ήμασταν Ορθόδοξοι πού στήν Αμερική ζούσαμε μέσα σέ μιά λαοθάλασσα
από Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες, ορισμένοι εκ τών οποίων ήταν
επιθετικοί μέ σκοπό νά μάς προσηλυτίσουν στήν πλάνη τους, καί η
διδασκαλία τού π. Ιωάννου γινόταν σχεδόν πάντοτε εν αντιδιαστολή πρός τά
όσα πίστευαν οι γείτονές μας Λατίνοι καί Προτεστάντες.
Αλλ' επειδή τό θέμα μου δέν είναι η
δογματική διδασκαλία τού π. Ιωάννη, πού άλλωστε τόσο όμορφα καί
διεξοδικά αναπτύσσεται στούς δύο τόμους τού Αγίου Ναυπάκτου, άν καί
είναι πολύ δύσκολο, νά χωρίσεις τόν άνθρωπο από αυτά πού πιστεύει καί
διδάσκει, θά συνοψίσω καί θά περιορίσω τήν περιγραφή τών μαθημάτων του
στά εξής:
Γιά νά μάς βοηθήσει νά διακρίνουμε τήν
ορθόδοξη διδασκαλία από τή νόθο, μάς δίδασκε τίς εξής θεολογικές αρχές
πού διέπουν τήν Πατερική, τήν Ορθόδοξη θεολογία:
1ον: η διάκριση μεταξύ κτιστού καί
ακτίστου. Άκτιστος είναι μονάχα ο Θεός, καί άρα μόνον ο Θεός είναι φύσει
αθάνατος. Όλα τά άλλα είναι κτιστά καί συνεπώς φύσει θνητά. Ακόμα καί η
ψυχή, πού είναι μεν αθάνατη όχι όμως κατά φύσιν αλλά κατά χάριν.
2ον: τό εντελώς διάφορον μεταξύ ακτίστου
καί κτιστού, κάτι πού αποκλείει τήν αγαπητή στούς δυτικούς θεολόγους
analogia entis, καί
3ον: η διάκριση μεταξύ ουσίας καί ενεργείας.
Έπειτα διδαχθήκαμε τήν θεολογία τού
Ιερού Αυγουστίνου, τό πώς αποκλίνει από τήν Ορθόδοξη Πατερική διδασκαλία
καί πώς διαμόρφωσε τά διάφορα θεολογικά ρεύματα τής Δύσεως
Μετά ακολούθησε η διδασκαλία περί
ασκητικής θεολογίας καί πορείας τού ανθρώπου από τήν κάθαρση μέχρι τή
θέωση, μέ έμφαση τών όσων αναφέρουν στά συγγράμματα τους οι Άγιοι Συμεών
ο Νέος Θεολόγος καί Γρηγόριος ο Παλαμάς, άλλά καί όσα βλέπουμε στή ζωή
τών αγίων. Τέλος μάς δίδασκε περί Συνόδων καί γιά τά Δογματικά καί
Συμβολικά Μνημεία τής Ορθόδοξου Εκκλησίας.
Έχοντας τόν π. Ιωάννη Καθηγητή επί
τέσσαρα συναπτά έτη - διότι η φοίτηση στή Θεολογική Σχολή Βοστώνης
διαρκούσε επτά χρόνια - συνδεθήκαμε στενά.
Πρώτα απ' όλα η αγάπη μου γιά τό μαθημά
του. Μετά η κοινή καταγωγή. Τρίτον ο κοινός πνευματικός Πατέρας. Ως
γνωστόν, ο π. Ιωάννης είχε σάν Πνευματικόν Πατέρα, διδάσκαλο καί Μέντορα
τόν π. Γεώργιο Φλορόφσκυ. Είχα καί γώ τήν ιδιαίτερη ευλογία νά έχω
εξομολόγο τόν π. Γεώργιο, ο οποίος δέν ήταν μόνον διακεκριμένος Θεολόγος
αλλά καί ένας άγιος κληρικός μέ πολύ ταπείνωση, κατανόηση (κατανόηση
όχι καταξίωση) καί πρό παντός μέ πολλή αγάπη. Συχνά τόν π. Γεώργιο τόν
επισκεπτόμουν είτε στήν Ρωσική Εκκλησία τής Αγίας Τριάδος στή Βοστώνη
είτε στό σπίτι του κοντά στήν πλατεία Harvard, στό Cambridge.
Δυστυχώς δέν ευτύχησα νά έχω τόν π.
Γεώργιο Καθηγητή στή Θεολογική Σχολή τής Βοστώνης, διότι κατά τά δύο
πρώτα έτη τής φοιτήσεώς μου, ο π. Γεώργιος δίδασκε στίς ανώτερες τάξεις
καί όταν τό έτος μου έφτασε σ' αυτές τίς τάξεις ο π. Γεώργιος είχε
αναχωρήσει από τή Σχολή.
Παρά ταύτα, οσάκις μού δινόταν η
ευκαιρία, μαζί μέ άλλους συμφοιτητές παρακολουθούσαμε τίς διαλέξεις του,
όσες ήταν ανοικτές γιά τό κοινό.
Εκτός από τά πολλά πού αποκόμισα από τίς
διαλέξεις καί τά συγγράμματά του, τά οποία διάβασα καί δύο καί τρείς
καί αμέτρητες φορές (φυσικά στήν αγγλική γλώσσα), ακόμη περισσότερα
αποκόμισα από τίς επισκέψεις μου στό Ναό τής Αγίας Τριάδος όπου
λειτουργούσε. Αλήθεια, δέν ξέρω γιατί, αλλά όταν τόν έβλεπα νά
λειτουργεί έτσι σκυφτός μέ ένα ολοφώτεινο πρόσωπο, μού θύμιζε τόν Αγ.
Γρηγόριο τόν Θεολόγο Ιδίως δέ όταν τόν επισκεπτόμουν στό σπίτι του,
εκτός από τήν εξομολόγησή μου, τού έθετα διάφορα ερωτήματα καί απορίες,
στίς οποίες απαντούσε μέ πολλή αγάπη καί υπομονή. Καί πολλά απ' αυτά πού
μού είπε τότε μέ συνοδεύουν μέχρι σήμερα καί προσπαθώ νά τά εφαρμόσω
στήν ζωή μου. Είχε δέ καί μιά σεβάσμια καί καλοσυνάτη πρεσβυτέρα, τήν
Μάτουσκα Ξένια, η οποία ήταν καί αγιογράφος, καί μάλιστα αρκετά καλή
αγιογράφος. Αγιογραφούσε μέ τό παραδοσιακό ρωσικό τρόπο, κρατώντας ύπτια
τήν εικόνα καί περνώντας αλλεπάληλες λαζούρες. Όταν μάλιστα μού έφεραν
πρίν από ένα χρόνο σχεδόν μιά φωτογραφία τής Αγίας Ματρώνας τής Μόσχας,
αμέσως θυμήθηκα τήν Μάτουσκα Ξένη. Μού φάνηκε ότι η ομοιότητα ήταν
καταπληκτική.
Αλλά επιστρέφω στόν πατέρα Ιωάννη. Τέταρτο κοινό στοιχείο ήταν η σχέση μας μέ τήν Ι. Μονή Μεταμορφώσεως τής Βοστώνης.
Τό 1958 ήλθε στή Βοστώνη καί φιλοξενείτο
στήν Σχολή ο Μοναχός Παντελεήμων Μητρόπουλος, ο οποίος παρ' όλο πού
ήταν Αμερικανός είχε μεταβεί στό Αγ. Όρος όπου εκάρη Μοναχός στή Ρωσική
Ι. Μονή τού Αγ. Παντελεήμονος αλλά καί αποτέλεσε μέλος τής συνοδείας τού
Οσίου Ιωσήφ τού Σπηλαιώτου. Μετά από δύο χρόνια, μέ τήν ευλογία τού
τότε Επισκόπου Βοστώνης Αθηναγόρου καί μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Θυατείρων
καί Μ. Βρετανίας, ίδρυσε κοντά στή σχολή Ι. Μονή επ' ονόματι τής Θείας
Μεταμορφώσεως. Τό Μοναστήρι έγινε πόλος έλξεως γιά πολλούς
ιεροσπουδαστές, ανάμεσα στούς οποίους καί εγώ ο υποφαινόμενος. Κάθε
Πέμπτη απόγευμα καί τίς Κυριακές μετά τή Θ. Λειτουργία επισκεπτόμουν τήν
Μονή. Εκεί σέ ένα ξεχωριστό κελλί φιλοξενείτο η γερόντισσα Μητέρα τού
π. Ιωάννου, η Γιάγια-Ρωμανίδη όπως τήν φωνάζαμε μέ πολλή αγάπη καί
τρυφερότητα εμείς οι φοιτητές. Η Γερόντισσα Ευλαμπία ήταν προβεβηκυία
στήν ηλικία. Μόλις με γνώρισε ερώτησε μέ βαριά Καραμανλίδικη προφορά:
"Παιντί μου, εσύ ντέ φαίνεσαι σάν τούς άλλους, μήπως κατάγεσαι από τά
μέρη μας;" Πράγματι τότε, καί μερικές φορές καί σήμερα ακόμη, όταν
ξεχνιέμαι, μπερδεύω τό "σέ" μέ τό "σού" καί τό "με" μέ τό "μού". Από
τότε γίναμε φίλοι καί μού διηγούνταν πολλά γιά τήν πατρίδα της, τίς
συνήθειες καί τίς παραδόσεις. αλλά καί γία τά λίγα πού ήξερε γιά τά
χωριά τών γονιών μου. Έτσι, στό Μοναστήρι βρίσκαμε συχνά καί τόν π.
Ιωάννη πού ερχόταν νά επισκεφθεί τή μητέρα του. Σύν τώ χρόνω συνδεθήκα
μέ τόν π. Ιωάννη μέ μιά στενή καί μακροχρόνια φιλία.
Τό τελευταίο έτος στή σχολή έπρεπε νά
πάρω ορισμένες αποφάσεις γιά τό μέλλον μου. Σκέφτηκα νά συνεχίσω τίς
Θεολογικές σπουδές στό Harvard, όπου ακόμη δίδασκε ο πνευματικός μου, ο
π. Φλωρόφσκυ, καί μάλιστα μέ τήν βοήθειά του έλαβα πλήρη υποτροφία από
τό Πανεπιστήμιο αυτό γιά νά συνεχίσω τίς σπουδές μου εκεί. Εν τώ μεταξύ
όμως, μέ τήν ενθάρρυνση τού τότε σχολάρχη μας, αειμνήστου π. Νικόδημου
Βαλλινδρά, τού μετέπειτα Μητροπολίτη Πατρών, ο οποίος πολύ ενθουσιάστηκε
από τά σχέδια καί τήν αγιογραφία μου, έστειλα ορισμένα απ' αυτά στόν
αείμνηστο καί μετέπειτα διδάσκαλό μου κ. Φώτη Κόντογλου, ο οποίος καί
δέχθηκε νά έρθω καί νά σπουδάσω κοντά του. Καί επειδή ο Άγιος Αμερικής ο
μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος κάθε λίγο καί λιγάκι μού έστελνε
προξενιές γιά νά παντρευτώ καί νά ιερωθώ, ενώ εγώ δέν είχα ακόμη
καταλήξει άν θά παντρευόμουν ή θα παρέμενα άγαμος, αποφάσισα νά φύγω από
τή Βοστώνη. Έτσι ζήτησα υποτροφία από τήν Ι. Αρχιεπισκοπή Αμερικής καί
ήρθα στήν Ελλάδα καί γιά δύο χρόνια σπούδασα κοντά στό κ. Φώτη καί τούς
μαθητές του.
Όταν έμαθε ο π. Ιωάννης ότι θά ερχόμουν
για σπουδές στήν Αθήνα, μέ εφοδίασε μέ συστατικό γράμμα πρός τόν κ. Φώτη
καί κανόνισε νά φιλοξενηθώ στό σπίτι τού αείμνηστου εφοπλιστού Πανάγου
Πατέρα, μέ τήν οικογένεια τού οποίου στενά συνδεόταν.
Στήν Ελλάδα γνώρισα τήν πρεσβυτέρα μου,
νυμφεύθηκα, χειροτονήθηκα καί επέστρεψα στήν Αμερική, όπου υπηρέτησα ως
εφημέριος γιά δύο χρόνια. Μετά, γιά λόγους οικογενειακούς, πρός τό τέλος
τού 1966 γυρίσαμε στήν Ελλάδα.
Όταν λοιπόν τό 1968 ο π. Ιωάννης εξελέγη
Καθηγητής στή Θεολογική Σχολή τής Θεσσαλονίκης είχα τήν τιμή νά τόν
φιλοξενήσω στό σπίτι μου, μέχρις ότου επικυρωθεί ο διορισμός του. Βέβαια
εκμεταλλεύτηκα τήν παρουσία του γιά νά τού θέσω πολλά καί διάφορα
ζητήματα, στά οποία απαντούσε πολύ βαθυστόχαστα. Δέν χόρταινα νά συζητώ
μαζί του μέχρι αργά, πέρα από τά μεσάνυχτα. Αλλά καί όταν απέκτησε δικό
του σπίτι στό Καλαμάκι καί πηγαινοερχόταν στή Θεσσαλονίκη, τίς Κυριακές
κατά κανόνα βρισκόταν στήν Αθήνα καί σπάνια απουσίαζε, τότε ερχόταν καί
εκκλησιαζόνταν στόν Ναόν όπου εφημερεύω, στόν Αγ. Χαράλαμπο Ιλισίων, καί
πάντοτε κοινωνούσε τών Αχράντων Μυστηρίων, ενίοτε δέ στίς μεγάλες
εορτές συλλειτουργούσε μαζί μας. Μετά τή Λειτουργία σχέδον πάντοτε
έπαιρνε καφέ μαζί μας καί μάς μίλαγε γιά διάφορα θέματα. Τό αποτέλεσμα
ήταν νά τόν γνωρίζει καί νά τόν αγαπάει όλη η ενορία. Σχέδον ανελλιπώς
τόν είχαμε κοντά μας καθε Κυριακή μέχρι τόν Νοέμβριο τού 2001, όταν
εκοιμήθη εν Κυρίω.
Επιπλέον συχνά με επισκεπτόταν στό
Γραφείο μου στήν Ιερά Σύνοδο, διότι ως Γραμματέας τής Συνοδικής
Επιτροπής Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικών Σχέσεων είχαμε καί υπηρεσιακή
συνεργασία, διότι ο π. Ιωάννης, διετέλεσε επί σειρά ετών όχι μόνον Μέλος
τής Συνοδικής μας Επιτροπής αλλά καί εκπρόσωπος τής Εκκλησίας τής
Ελλάδος στήν Κεντρική Επιτροπή τού Π.Σ.Ε., στήν Επιτροπή "Πίστις καί
Τάξις" τού αυτού Οργανισμού, καί στούς Θεολογικούς Διαλόγους μέ τούς
Αγγλικανούς, μέ τούς Αντιχαλκηδονίους, μέ τούς Ρωμαιο-καθολικούς (στήν
Τεχνική Προπαρασκευαστική Επιτροπή) καί μέ τούς Λουθηρανούς.
Όταν τήν 1η Νοεμβρίου τό 2001 έφυγε από
κοντά μας γιά νά πάει κοντά στόν Χριστό πού τόσο αγάπησε καί υπηρέτησε,
σ' όλους εμάς πού τόν ξέραμε καί τόν αγαπήσαμε καί πού μέ τήν
προσωπικότητα καί διδασκαλία του μάς σημάδευσε ανεξίτηλα, άφησε ένα κενό
μέσα μας, πού μέχρι τώρα ο χρόνος δέν μπόρεσε νά γιατρέψει. Άς είναι
αιωνία η μνήμη του.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου