Η
εισήγηση του μητροπολιτη Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου κ. Ιερόθεου προς
την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα «Ἡ
θεολογική κρίση καί οἱ ἐπιπτώσεις της στήν καθημερινότητα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἱεράρχαι,
Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τά Μέλη τῆς προλαβούσης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἐπέλεξαν αὐτό τό θέμα γιά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί τό ἀνέθεσαν στήν ἐλαχιστότητά μου.
Ὁμολογουμένως, εἶναι ἕνα σοβαρό θέμα πού ἔχει δύο ἑνότητες, ἡ μία εἶναι ἡ «θεολογική κρίση» καί ἡ ἄλλη εἶναι «οἱ ἐπιπτώσεις στήν καθημερινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας».
Σεβασμιώτατοι Ἱεράρχαι,
Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τά Μέλη τῆς προλαβούσης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἐπέλεξαν αὐτό τό θέμα γιά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί τό ἀνέθεσαν στήν ἐλαχιστότητά μου.
Ὁμολογουμένως, εἶναι ἕνα σοβαρό θέμα πού ἔχει δύο ἑνότητες, ἡ μία εἶναι ἡ «θεολογική κρίση» καί ἡ ἄλλη εἶναι «οἱ ἐπιπτώσεις στήν καθημερινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας».
Τό
θέμα, ὅπως φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως, εἶναι θεωρητικό, ἀλλά ἔχει καί
πρακτικές συνέπειες, ἄλλωστε συνδέεται στενά ἡ θεωρία μέ τήν πράξη, καί
δέν μποροῦν νά χωρισθοῦν μεταξύ τους.
Τά
τελευταῖα χρόνια γίνεται, συνεχῶς, λόγος γιά οἰκονομική κρίση, καί αὐτό
ἔχει ἀπορροφήσει ὅλη τήν σκέψη καί τήν δραστηριότητά μας, ἀγνοώντας ὅτι
ἡ κρίση εἶναι βαθύτερη, εἶναι γεωπολιτική, πολιτιστική καί στό βάθος
θεολογική. Ὁ Μάξ Βέμπερ ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἡ καπιταλιστική νοοτροπία
προῆλθε ἀπό τήν προτεσταντική ἠθική, καί στούς τόπους πού ἐπικράτησε
αὐτή ἀναπτύχθηκαν τά ἐργοστάσια, οἱ Τράπεζες, τό τραπεζικό σύστημα.
Αὐτό, ὅμως, δέν θά εἶναι τό θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μου, ἀλλά θά περιορισθῆ
στήν κρίση τῆς θεολογίας στήν Ἐκκλησία καί τίς συνέπειες πού
δημιουργοῦνται ἀπό αὐτήν τήν κρίση.
Ἐξ
ἀρχῆς θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι θά εἶμαι, ὅσο μπορῶ, σύντομος καί
περιεκτικός, ἄλλωστε μιά εἰσήγηση ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας δέν μπορεῖ νά
καλύψη ὅλο τό θέμα, ἀλλά σᾶς ἐνημερώνω ὅτι ἔχω τελειώσει ἕνα ὀγκῶδες
βιβλίο 600 σελίδων μέ τό θέμα αὐτό, στό ὁποῖο ἐκθέτω καί τήν σχετική
βιβλιογραφία.
Στήν συνέχεια, θά
τονισθοῦν τρία κεντρικά σημεῖα. Τό πρῶτον «ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας», τό δεύτερον «ἡ ἀλλοίωση τῆς θεολογίας» καί τό τρίτον «οἱ
ἐπιπτώσεις τῆς θεολογικῆς κρίσεως στήν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς». Ζητῶ τήν ἐπιείκειά σας.
1. Ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Θεολογία,
ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ὁ λόγος περί τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι,
ἐπειδή ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τόν Θεό, ὅπως οἱ φιλόσοφοι, οἱ δεϊστές, οἱ
ἀγνωστικιστές, οἱ ἄθεοι, ὅταν εἶναι ἀντίθεοι καί πολεμοῦν τόν Θεό, γι’
αὐτό καί ὑπάρχει διαφορά θεολογιῶν. Δέν εἶναι ἀρκετό νά ὁμιλῆ κανείς γιά
θεολογία, ἀλλά θά πρέπει νά προσδιορίζη τό ἐννοιολογικό της
περιεχόμενο.
Οἱ Πρωτόπλαστοι πρίν τήν
πτώση εἶχαν προσωπικό, ἄμεσο διάλογο μέ τόν Θεό, ἀλλά μετά τήν πτώση
διακόπηκε αὐτός ὁ διάλογος, καί οἱ ἀπόγονοι τῶν Πρωτοπλάστων
δημιούργησαν μιά δική τους θεολογία, κατ’ ἀρχάς θεοποίησαν τήν σκέψη
τους, τίς ἔννοιες μέ τίς φαντασίες, στήν συνέχεια θεοποίησαν τά ὑλικά
ἀντικείμενα καί ἀργότερα τίς ἰδέες. Ἔτσι, δημιουργήθηκε ἡ εἰδωλολατρεία
καί ἡ κλασσική μεταφυσική.
Ὁ Θεός μέ
τήν ἐμφάνισή Του στούς Πατριάρχες, τούς Δικαίους καί τούς Προφῆτες στήν
Παλαιά Διαθήκη προσέφερε τήν ἀληθινή γνώση Του, τούς ἔδειχνε τήν διαφορά
μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων, τούς ἔδωσε τόν Νόμο Του ὥστε νά διακρίνουν
ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀποκαλύψεως καί ἄλλο ὁ θεός τῆς φιλοσοφίας,
τοῦ μυστικισμοῦ, τῆς μαγείας καί τῆς δεισιδαιμονίας. Ἰσχύει αὐτό πού
γράφεται στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πολυμερῶς
καί πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεός λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾿
ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. α΄, 1).
Ἡ
ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ φανέρωσή Του στούς Ἀποστόλους, ἡ φανέρωση
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν Ἰορδάνη Ποταμό, στό ὄρος Θαβώρ, ἡ Ἀνάσταση καί ἡ
Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό Ὑπερῶον τῆς
Πεντηκοστῆς, προσέφερε τήν πραγματική θεολογία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς θά γράψη ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ «Θεός ὤν προαιώνιος δι’ ἡμᾶς καί
θεολόγος ἐγεγόνει». Κατ’ ἐπέκταση, θεολόγοι εἶναι ὅσοι γνώρισαν τόν Θεό
μέσα στήν δόξα Του, ἤτοι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες, οἱ
ἅγιοι. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ διαλόγου του μέ
τούς Εὐνομιανούς χρειάσθηκε νά καθορίση τό ποιοί εἶναι οἱ θεολόγοι στήν
Ἐκκλησία. Εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά θεολογήση ἀσφαλῶς, γιατί τό νά
ὁμιλῆ κανείς γιά τόν Θεό δέν εἶναι εὐθυνόν πράγμα «καί τῶν χαμαί
ἐρχομένων». Αὐτό εἶναι ἔργο τῶν «ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ
καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό
μετριώτατον».