Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν σαλός (3)



ΜΕΡΟΣ Γ'
Προρρήσεις στην οικογένεια Ντικόφσκυ
Ο Ιωσήφ Ντικόφσκυ δεν ήταν το μόνο πρόσωπο που ο Θεόφιλος το είχε μέ­σα στην καρδιά του. Αγαπούσε ολό­κληρη την οικογένεια. Η μεγαλύτερη κόρη του Ντικόφσκυ παντρεύτηκε με έναν ζωέ­μπορο, τον Ιβάν Γρηγόριεβιτς Ρούντκιν. Ευλαβούμενος τον μακάριο Στάρετς, ο Ρούντκιν δεν ξεκινούσε καμμία υπόθεσι χωρίς την συμβουλή και τις ευλογίες του. Ακόμη και όταν ετοιμαζόταν για το παζά­ρι, πήγαινε πρώτα στο Κιτάγιεφ για τις ευ­λογίες του Στάρετς και μετά ξεκινούσε. Κά­ποτε η Ευγενία ήλθε στον πατέρα Θεόφιλο για κάποιο ζήτημα και ο Στάρετς την ρώ­τησε: «Γιατί, δούλη του Θεού, δεν παντρεύ­εις τα παιδιά σου;» «Δεν βρίσκω γαμπρούς, πάτερ». «Δεν μπορείς να βρης γαμπρούς; Τότε λοιπόν, πρόσεχε, θα είναι άσχημα τα πράγματα για την ψυχή σου, όταν θα έλθη η ώρα να πέρασης τον πύρινο ποταμό». 
«Μα θα μου απλώσης το μπαστούνι σου, πάτερ, και θα περάσω», απάντησε αυτή αστειευόμενη.
Ο Στάρετς μπήκε μέσα στο κελλί του και έφερε έξω ένα κομμάτι άσπρο ψωμί αλειμμένο με μαύρο χαβιάρι.
«Να κάτι για σένα. Μη φοβάσαι, πάρε το. Και μόλις γυρίσης στο σπίτι σου δώσ' το στην κόρη σου. Θα παντρευτή σύντομα ένα ξακουστό πρόσωπο». 
Αφού πέρασε λίγος καιρός, η κόρη των Ρούντκιν αρραβωνιάσθηκε και παντρεύθηκε τον καθηγητή Κωνσταντίνο Σκβορτσώφ.
Μία άλλη φορά η σύζυγος του Ρούντκιν ήλθε πάλι στον Στάρετς για κάποιο ζήτημα. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγη, είπε: «Πάτερ, πώς έγινε και ξέχασες εντελώς τον πατέρα μου; Έλα να τον επισκεφθής. Να δης τι ω­ραίο είναι το περιβόλι μας τώρα!» 
«Θα έλθω, θα έλθω», απάντησε στοργικά ο Στάρετς.
Και πράγματι, πολύ σύντομα ήρθε στο κτήμα τους, στην Γκλουμποσίτσα. Η συνάντησις του μακαρίου με τον Ντικόφσκυ ή­ταν πολύ συγκινητική. Ο Ιωσήφ Νικηφόροβιτς είχε να δη τον Στάρετς αρκετά χρό­νια και, εκφράζοντας την χαρά του σαν μικρό παιδί, άρχισε να του δείχνη τις διάφορες βελτιώσεις που είχε κάνει στο κτήμα του. 
«Ωραία, πολύ ωραία», έλεγε ο όσιος. «Έχει ανθίσει πολύ όμορφα».
Αργότερα, ενώ έκανε περίπατο στο περιβόλι με τον Ντικόφσκυ, σταμάτησαν κάτω από μία μεγάλη βαλανιδιά. Ο Στάρετς ύψωσε το βλέμμα του και είπε με σοβαρότητα: «Προσευχήσου, δούλε του Θεού Ιω­σήφ. Το μέρος που πατάμε είναι ιερό».
«Πώς είναι ιερό;» ρώτησε ο Ντικόφσκυ. «Τις σχόλες η νεολαία της πόλεως έρχεται εδώ και κάνει όργια κι εσύ το λες ιερό;» 
«Όχι, όχι!» είπε ο προορατικός Στάρετς με βεβαιότητα. «Αλήθεια σου λέω! Εδώ, στο σημείο που στεκόμαστε τώρα, θα ακτινοβολήση η χάρις του Θεού. Μία εκκλησία θα κτισθή εδώ. Η βαλανιδιά θα κοπή και εδώ θα είναι το μέρος όπου θα γίνη το ιερό της εκκλησίας. Και όλο το κτήμα σου θα γί­νη ένα μεγάλο γυναικείο μοναστήρι, από μία βασιλική κυρία, που θα γίνη και ιδρύτρια και ηγουμένη του». 

Η γυναικεία μονή της Αγίας Σκέπης 
Η προφητεία του Στάρετς εκπληρώθηκε επακριβώς. Το 1888, η σύζυγος του Μεγά­λου Δούκα Νικολάου Νικολάγιεβιτς, Μεγά­λη Δούκισσα Αλεξάνδρα Πετρόβνα, ζούσε στο Λίπκυ, ένα προάστιο του Κιέβου. Εκεί κοντά βρισκόταν κι ένα μικρό μοναστήρι που είχε κτίσει. Άρχισε όμως να ψάχνη στην περιοχή γύρω από το Κίεβο ένα κα­τάλληλο μέρος για να κτίση ένα μεγάλο μο­ναστήρι. Η Θεοδοσία Πονυρκίνα, κόρη του Ντικόφσκυ, άκουσε για τα σχέδια της και πρότεινε στην Μεγάλη Δούκισσα να αγοράση το κτήμα που ανήκει στον Ντικόφσκυ, για τον σκοπό αυτό. Η Αυτής αυτο­κρατορικής Υψηλότης έστειλε την σύζυγο του διακόνου της στον Ντικόφσκυ, παραγγέλοντάς της να εξετάση το κτήμα και να της φέρη ένα σχεδιάγραμμα. Της άρεσε πάρα πολύ το σχεδιάγραμμα. Το κτήμα του Ντικόφσκυ αγοράσθηκε και σύντομα, με τον ζήλο των ευλαβών και με τα μέσα της Μεγάλης Δούκισσας, κτίσθηκε το γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Σκέπης. 
Όταν η Μ. Δούκισσα έγινε πια μοναχή και έμαθε για την προφητεία του Στάρετς Θεοφίλου, έμεινε έκπληκτη. «Θεέ μου! Εί­ναι αλήθεια;» αναφώνησε. «Γιατί δεν μου το είχες πει νωρίτερα;»
«Μου διέφυγε τελείως, Υψηλοτάτη», απάντησε η Πονυρκίνα.
Η Μεγάλη Δούκισσα έστειλε αμέσως μία μοναχή στο ερημητήριο Κιτάγιεφ, με εν­τολή να κάνουν ένα μνημόσυνο στον τάφο του Στάρετς Θεοφίλου. Από τότε και στο εξής τιμούσε με ευλάβεια την μνήμη του μακαρίου, και παρήγγειλε μάλιστα να της φτιάξουν και μία εικόνα του.
Στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο

Την 1η Δεκεμβρίου του 1844, εξαιτίας της ηλικίας του και της εξασθενήσεως των δυνάμεών του, ο ιερομόναχος Θεόφιλος ζήτησε να μετατεθή από τη Μονή Μπράτσκυ στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου και να τοποθετηθή στη Μονή Μπολνίχνυ. Αντί όμως γι' αυτό ο Μητροπολίτης Φιλάρετος τον διώρισε στο ερημητήριο του Γκολοσέ­γιεβο κοντά στο Κίεβο, όπου του παραχω­ρήθηκε το κελλί του αποθανόντος ιεροδια­κόνου Ευσταθίου. Για κάποιον άγνωστο λόγο το φυλλάδιο υπηρεσίας του Στάρετς Θεοφίλου δεν απεστάλη μαζί του κι έτσι μέχρι το θάνατο του δεν συναριθμείτο με τους αδελφούς της Λαύρας Πετσέρσκαγια του Κιέβου. 
Ο χειμώνας πέρασε, ήρθε η άνοιξις και το καλοκαίρι. Καθώς οι συζητήσεις για τον ασκητή αυξάνονταν, πλήθη ζηλωτών της ευσέβειας προσελκύοντο στο γοητευτικό περιβάλλον του ερημητηρίου του Γκολοσέγιεβο. Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη, είπε ο Κύριος[1]. Είναι σχεδόν αδύνατο να κρύψης ένα ευωδιαστό λουλού­δι μέσα στ' αγριόχορτα, γιατί θα ξεχωρίση με το άρωμα και την ευωδία του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο μακάριος Θεόφιλος δεν μπορούσε να κρυφτή στην απομόνωση του ερημητηρίου του. Το άρωμα της αγιασμέ­νης ζωής του άρχισε να σκορπίζεται μα­κριά και να γίνεται αντιληπτό απ’ όλους όσους αναζητούσαν πνευματική καθοδήγησι και παρηγοριά. Όλοι όσοι επισκέπτον­ταν το Κίεβο για τα διάφορα προσκυνήμα­τα του, πήγαιναν και στο ερημητήριο του Γκολοσέγιεβο, με σκοπό να δουν και να μιλήσουν με τον Στάρετς. Εκείνος ο μακά­ριος όμως αύξησε κατά πολύ την σαλότητά του, για ν' αποφύγη την ανθρώπινη δόξα και την συνεχή επαφή με τους ανθρώπους. 

Κρίσεις των προϊσταμένων του 
Όταν ο Θεόφιλος εισήλθε στην Λαύρα, ο προϊστάμενος της μονής δεν έδωσε και πολλή σημασία στην «ιδιορρυθμία» του. Σύμφωνα με τις αναφορές του προϊσταμέ­νου του ερημητηρίου, Προηγουμένου Γρηγορίου, ο Στάρετς αναφέρεται το 1845 ως «ικανός και προσεκτικός στην υπακοή, τί­μιος, πράος και ταπεινός στην συμπεριφο­ρά του», ενώ το 1846 «λίγο ικανός, χωρίς σεβασμό, εγωκεντρικός και με δικό του θέ­λημα». Το 1847 ο Ιερομόναχος Μωυσής τον περιγράφει ότι είναι «λίγο ικανός, πη­γαίνει στην εκκλησία· ζει ειρηνικά και ήσυ­χα». Αλλά το 1848, όταν ξεσηκώθηκε δια­μάχη για την παράξενη συμπεριφορά του Στάρετς, αναφέρεται ως «εντελώς ανίκα­νος για οτιδήποτε· δεν έχει κανένα διακόνημα, είναι πείσμων και ιδιότροπος· είναι πενήντα εννέα ετών». 
Θέλοντας να εξετάση αυτές τις αναφορές για τον Θεόφιλο μαζί με άλλες παρόμοιες από τους προϊσταμένους του Γκολοσέγιεβο, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος έδωσε προφο­ρική εντολή στον προϊστάμενο του ερημη­τηρίου Ιερομόναχο Κάλλιστο «να εξετάση τις ικανότητες του Θεοφίλου». Αποτέλε­σμα ήταν να αποσταλή μία αναφορά, στις 20 Οκτωβρίου 1848, όπου λεγόταν ότι ο ιε­ρομόναχος Θεόφιλος «ετέλεσε τις ακολου­θίες όλης της εβδομάδος και κατά την κρίσι μας δεν είναι ικανός να τελή σωστά και ιεροπρεπώς μία ιερή ακολουθία». Ο Μητρο­πολίτης συμφώνησε και απαγόρευσε στον μακάριο να λαμβάνη μέρος σε ακολουθίες· του επέτρεψε μόνο να κοινωνή τα άχραντα Μυστήρια κάθε Σάββατο με τα ιερατικά του άμφια, «χάριν της ψυχικής σωτηρίας του».

Στο κτήμα Νοβοπασιέτσνυ 
Προφήτης εν τη ιδία πατρίδι τιμήν ουκ έχει[2]. Μετά την απόφασι αυτή ο Θεόφιλος μετετέθη από το ερημητήριο στο λεγόμενο κτήμα Νοβοπασιέτσνυ. Ο Στάρετς ένιωθε πολύ ευχάριστα εκεί, μόνο που η εκκλησία απείχε πολύ. Παρ' όλα αυτά ο μακάριος Θεόφιλος δεν έχασε ποτέ ούτε μία ακολου­θία και έφθανε πάντα στον ναό του Θεού πριν σημάνουν οι καμπάνες. Ήταν γνω­στός από την παιδική του ηλικία ο ζήλος του για τις ακολουθίες της Εκκλησίας. 
Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. Μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην εκζητήσω του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου, του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού[3]. 
Καθώς έμπαινε στην εκκλησία, έκανε συνήθως τρεις μετάνοιες στο κέντρο της. Κατόπιν, κάνοντας τον σταυρό του στην μπροστά εικόνα που ήταν πριν από τον άμβωνα[4], στεκόταν για λίγο εκεί ή πήγαινε στην νότια πύλη. Αν οι γυναίκες τον περικύκλωναν εκεί, πήγαινε στην δυτική πύλη κι έκανε το σημείο του Σταύρου στον αέρα, σαν να έδιωχνε κάποιον με την δύναμι του Σταυρού. 
«Από που μαζευτήκατε όλοι εσείς, δυνά­μεις του σκότους; Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού[5]», έλε­γε δυνατά ο Στάρετς ενωχλημένος. 

Σαλότητες στην εκκλησία 
Έπειτα, πριν αρχίση ο εξάψαλμος, πή­γαινε στο αναλόγιο και άρχιζε να διαβάζη τους ψαλμούς. Ο κανονικός αναγνώστης. θεωρώντας τον Θεόφιλο ανεπιθύμητο ανταγωνιστή, προσπαθούσε να τον σταματήση, αλλά δεχόμενος προσβλητική αποδοκι­μασία από τον μακάριο Στάρετς, του έδινε το βιβλίο. Αυτός διάβαζε με πολλή έμπνευσι, αλλά με πολύ άτονη φωνή. Οι ψάλτες δεν έμεναν ευχαριστημένοι με την ανάγνω­σή του και του έκαναν παρατήρησι: «Διά­βαζε δυνατώτερα, πάτερ. Δεν ακούγεται τί­ποτα». 
Ο Στάρετς όμως αντίθετα χαμήλωνε περισσότερο την φωνή του και διάβαζε σιγανώτερα. Όταν τελείωνε τον τρίτο ψαλμό, έκλεινε βιαστικά το βιβλίο και πήγαινε στο κέντρο της εκκλησίας, αφήνοντας τον αναγνώστη και τον κόσμο σε μεγάλη αμηχανία. 
Μερικές φορές ο μακάριος έμπαινε στην εκκλησία βιαστικά, κατά την ώρα της Μεγάλης Δοξολογίας ή κατά το τέλος της ακο­λουθίας, την ώρα που έψαλλαν το Υπό την σην ευσπλαχνίαν, ή, αν ήταν Λειτουργία, κατά την διάρκεια του Χερουβικού ύμνου και, σπρώχνοντας τον κόσμο, πήγαινε, γο­νάτιζε μπροστά υψώνοντας τα χέρια του και, με το βλέμμα ν' ατενίζη τον ουρανό, προσευχόταν δυνατά. Έπειτα έφευγε γρή­γορα από την εκκλησία, ακολουθούμενος από ένα πλήθος εκκλησιαζομένων, που προσελκύοντο από αυτόν. 

Η δύναμις της προσευχής του 
Λέγεται ότι η δύναμις της προσευχής του για όσους υπέφεραν από θλίψεις και αρρώστιες ήταν ασυνήθιστη. Με την ενέργεια της θεραπεύθηκαν πολλοί άρρωστοι και ανάπηροι. Μία υπάλληλος, η Μαρία Γκριγκύριεβνα Ν., ήταν δαιμονισμένη και είχε κρίσεις παροξυσμού. Όταν πήγε στον μα­κάριο για να ζητήση βοήθεια, ο Στάρετς διάβασε το Ευαγγέλιο επάνω της και έπειτα την κτύπησε μ' αυτό δυνατά στο κεφάλι. Καθώς έπεφτε πίσω από τον πόνο, αυτός είπε με δυνατή φωνή: 
«Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε διατάζω να φύγης!» και αμέ­σως η γυναίκα θεραπεύθηκε.
«Αν θέλης να είσαι καλά», είπε ο Στά­ρετς καθώς την ευλογούσε, «πήγαινε να μείνης κοντά στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο και μην επιχείρησης να φύγης από 'κει». Η Μαρία Γκριγκόριεβνα έζησε κοντά στο ερη­μητήριο αυτό μέχρι το θάνατο της και κα­θημερινά εκκλησιαζόταν εκεί. 
Ένας από τους ψάλτες του Μητροπολί­τη, ο Νικόλαος Κ., είχε τόσο ισχυρά σαρ­κικά πάθη, ώστε να θεωρήται δαιμονισμέ­νος, επειδή μέρα και νύχτα αυτές οι σκέ­ψεις δεν έφευγαν από τον νου του. Μία ή­μερα την άνοιξι, καθώς βάδιζε στο δάσος, συνάντησε τον Στάρετς Θεόφιλο. Επιθυ­μώντας να αποφύγη κάθε συζήτησι, η οποία ίσως ωδηγούσε στο να ασχοληθούν με την κατάστασί του, προσπάθησε ν' απομακρυνθή. 
«Γεια σου, Νικόλαε, περίμενε», του φώ­ναξε ο μακάριος. «Πού πηγαίνεις; Έλα εδώ κοντά μου. Θα ηδονισθούμε με ακόλαστες σκέψεις μαζί». 
Ο Κ. αισθάνθηκε θιγμένος κι έκλαψε με πόνο μπροστά στον Στάρετς.
«Ησύχασε, δεν είναι τίποτε. Ο Θεός εί­ναι εύσπλαχνος», τον παρηγόρησε ο Στά­ρετς. «Ας πάμε να προσευχηθούμε σ' Αυ­τόν». 
Γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται. Σε μισή ώρα σηκώθηκε και με πρόσωπο γεμά­το στοργή είπε στον βασανιζόμενο:
«Λοιπόν, πήγαινε. Δεν θα σε αναστατώ­νουν πια ακόλαστες σκέψεις». 
Αμέσως μετά από αυτό ο νέος θεραπεύ­θηκε από το πρόβλημα του και το σώμα του δεν πυρωνόταν πλέον από τα σαρκικά πάθη. 

Στο ερημητήριο του Κιτάγιεβο 
Ο μακάριος Θεόφιλος έζησε πάνω από μισό χρόνο στο κτήμα Νοβοπασιέτσνυ. Αλ­λά στις 29 Απριλίου του 1849, με προφο­ρική εντολή του Μητροπολίτη Φιλάρετου, μεταφέρθηκε στο ερημητήριο του Κιτάγιε­βο, κοντά στο Κίεβο. 
Εδώ ο Στάρετς Θεόφιλος αύξησε τον α­γώνα της διά Χριστόν Σαλότητος. Αν και βρήκε ένα νέο σταυρό να σηκώση, με τη μορφή των διαφόρων κατηγοριών και διώ­ξεων από τους ανωτέρους, βρήκε επίσης και την παρηγοριά της μοναξιάς. Το ερη­μητήριο περικυκλωνόταν από ψηλούς λό­φους, κατάφυτους από πυκνά δάση. Ο Στάρετς συνήθιζε να προχωρή βαθιά μέσα στο δάσος κι εκεί, ατενίζοντας μέσα στη μοναξιά τον Θεό, άφηνε να ξεχυθή η ψυχή του σε προσευχές προς Εκείνον, που οι οφθαλμοί Του είναι μυριοπλασίως ηλίου φωτεινότεροι επιβλέποντες πάσας οδούς ανθρώπων και κατανοούντες εις απόκρυφα μέρη[6]. 
Συχνά πήγαινε και γονάτιζε πάνω σε κά­ποιο κομμένο δένδρο και έμενε εκεί για ο­λόκληρες μέρες, θρηνώντας ακατάπαυστα για τη διαφθορά της εποχής και προσευχόμενος για την συγχώρηση του αμαρτωλού κόσμου, που τυφλωμένος δεν ξέρει τι κάνει. 

Ατημελησία και σαλότητες 
Ο Θεόφιλος ήταν συνεχώς και αποκλειστικά απασχολημένος με τη μελέτη του Θε­ού και με την προσευχή και δεν έδινε την παραμικρή προσοχή στην εμφάνιση του. Τον απασχολούσε η ωραιότητα της ψυχής και όχι η καθαριότητα του σώματος. Τα ρούχα του ήταν τριμμένα, με πολλά μπα­λώματα και με λεκέδες από ζύμη και από λάδι. Ακόμη και όταν πήγαινε στην εκκλη­σία ο μακάριος, φορούσε τον μανδύα του επάνω από την πουκαμίσα του και με το κουκούλι του ατημέλητα ριγμένο, βάδιζε στον δρόμο με το στέρνο του γυμνό. Στα πόδια του φορούσε σχισμένες παντόφλες, ή μία ξεχαρβαλωμένη ψηλή μπότα στο ένα πόδι και στο άλλο μία πάνινη μπότα ή ένα ψάθινο παπούτσι. Το κεφάλι του μερικές φορές ήταν τυλιγμένο με μια παλιά, βρώμι­κη πετσέτα.
Μερικοί που συνήθιζαν να κοροϊδεύουν, παρατηρούσαν το κουρελόπανο στο κεφά­λι του Στάρετς και τον ρωτούσαν γελών­τας:
«Πάτερ Θεόφιλε, τι σε πονάει σήμερα;»
«Γιατρός είσαι;» απαντούσε απότομα ο μακάριος κι έφευγε από κοντά τους. 
Αντίθετα μία άλλη φορά, θέλησε να εμφανιστή υπερβολικά υγιής και με τον τρό­πο αυτό να εκθέση τους παχύσαρκους και λαίμαργους. Έβαλε ένα μαξιλάρι πάνω στο στομάχι του και περπατούσε στην αυ­λή. Κατόπιν προχώρησε έξω από την πύλη του μοναστηριού προς το δάσος, όπου συ­νάντησε μερικούς δοκίμους που αργολογούσαν επιπόλαια και κουνώντας το κεφά­λι του ελεγκτικά, τους είπε:
«Γιατί κατακρίθηκαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι;»
Αλλά οι ευδιάθετοι νέοι είχαν παρατηρή­σει το μεγάλο ψεύτικο στομάχι του Θεόφι­λου και απάντησαν μ' ένα ξέσπασμα από ασυγκράτητα γέλια.
 
Όμως ακόμη και αυτή η ατημελησία, την οποία έβλεπαν συνεχώς και κατέκριναν όλοι, είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Θεόφι­λο. Ήταν παρατηρημένο ότι, όσο πιο ακα­τάστατα ντυνόταν, τόσο περισσότερο αγω­νιζόταν το πνεύμα του και τόσο εντονώτερες και φλογερότερες γίνονταν οι προσευ­χές του και το πρόσωπο του γινόταν πιο σκεπτικό.
Συνεχίζεται...

[1] Ματθ. ε’ 14
[2] Ιωάν. δ' 44
[3] Ψαλμ. κε' 8 και κς' 4
[4] Στις ρωσικές εκκλησίες ο «άμβων» είναι ένα μικρό βάθρο στο κέντρο της εκκλησίας. Η εικόνα που αναφέρεται εδώ βρίσκεται συνήθως σε κάποιο αναλόγιο μεταξύ «άμβωνος» και εισόδου και είναι αντίστοιχη με τις δικές μας εικόνες του νάρθηκος.
[5] Ψαλμ. ξς' 2
6. Σοφ. Σειραα'χ κγ' 19
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 8
ΙΟΥΛΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου