Αιμίλιος Γάσπαρης
(Αγιορείτικα Στοιχεία από ένα ταξίδι στη δεκαετία 70-80)
Ένας χωματόδρομος ενώνει το μοναστήρι της Σίμωνος Πέτρας με το επίνειο των Καρυών, τη Δάφνη. Εκεί αρκετή κίνηση, ένας σταθμός υποχρεωτικός. Μαγαζιά με είδη αγιορείτικης τέχνης, με τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Επίσης εστιατόρια και αστυνομικός σταθμός. Ένα γραφικό λιμανιώτικο τοπίο. Το πλήθος, οι περισσότεροι λαϊκοί, σερβίρεται και κρέας. Περάσαμε βιαστικά με κατεύθυνση το Ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα. Οι ακτές γίνονται πιο ήμερες, οι πλαγιές πέφτουν γαλήνια πια στη θάλασσα, πιο ομαλά δένονται με το κύμα.
Ελιές και πεύκα. Κατακάθαρες και πλατιές αμμουδιές, απάνεμες και προκλητικές. Φαίνεται από μακριά το Ρωσικό. Ολόκληρη πολιτεία, όπως κάθε ρωσικό δημιούργημα εδώ. Στο Όρος έφτιαξαν οικοδομήματα πολυώροφα και γεροκτισμένα. Σε κάποια όμως οι σκεπές έχουν υποχωρήσει και μένουν οι σκελετοί που τους έχει πνίξει το πράσινο. Οι πρώτες εικόνες με το εγκαταλειμμένο νοσοκομείο, με κελιά που βλέπουν στο δρόμο. Πολλά από αυτά ερείπια.
Τμήμα του ξενώνα διατηρείται και ακόμα κατοικείται στην παραλία. Παλιά πάνω από τρεις χιλιάδες μοναχοί ζούσαν εδώ και δόξαζαν το θεό. Τώρα είναι ζήτημα να είναι δέκα. Μοναχοί Ρώσοι που αφήνουν τη γοερή κραυγή της ύστερης πίστης με ανείπωτη θλίψη. Τώρα άλλα η φωτιά έχει ρημάξει κι άλλα ο χρόνος και η φύση έχει καλύψει με το πράσινο ντύμα της. Έτσι άδεια μένουν του μοναστηριού τα κτίσματα. Οι τρούλοι και τα καμπαναριά περήφανο σκηνικό υψώνονται και η πιο μεγάλη καμπάνα στην εξέδρα. Οι σκέψεις πολλές και αδυνατούν να δώσουν μια καλή εξήγηση. Μετά κοντά ένα τέταρτο με τα πόδια βρίσκεται το μοναστήρι του Ξενοφώντα. Και εκεί οι μοναχοί, γέροι μόνοι, σκιές πλανιόνται. Τελευταίος σταθμός στο Άγιο Όρος η μονή Δοχειαρίου. Ο δοχειάρης Αθανάσιος Λαυριώτης την ίδρυσε. Πλούσιο και όμορφο μοναστήρι. Στο καθολικό και στη Λιτή υπάρχουν υπέροχες νωπογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός. Η θαυματουργή εικόνα της Γοργοεπηκόου και μια θαυμάσιας τέχνης Αγία Τράπεζα είναι εκεί. Έχει πολλούς επισκέπτες που θαυμάζουν τις αγιογραφίες, είναι άλλωστε το πιο κοντινό μοναστήρι στο έξω πολιτισμένο χώρο. Σε λίγο τα χώματα του Αγίου Όρους θα είναι παρελθόν, θα γίνουν μια ανάμνηση. Περνούμε τις τελευταίες στιγμές με μια πραγματική ευλάβεια στα ιερά και ανεκτίμητα.
Εκεί στο θείο μοναστήρι του Σταυρονικήτα μου δόθηκε κατά τη διαμονή μου τον Ιούλιο ένα παλαίτυπο του 16ου αιώνα της σπουδαίας βιβλιοθήκης της μονής. «Απάνθισμα λογοτεχνίας Ελληνικών». Σ’ αυτό υπήρχε το κείμενο που θα παραθέσω και που το διέσωσα αντιγράφοντάς το παραμένοντας εκεί κατά διαστήματα πολλές ημέρες όσο απαιτούσε η διαδικασία αυτή. Ο χρόνος δεν το σεβάστηκε και το σκουλήκι είχε τόσο προχωρήσει που είχε φέρει μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Ήταν μια μοναδικότητα που είχε αφεθεί και τώρα παρά τα μέσα και την τεχνολογία που έχει ενσκήψει ακόμη και στο Όρος η κατάσταση του βιβλίου ήταν μη αναστρέψιμη. Μου δόθηκε λοιπόν η χάρη και είχα τη μεγάλη τύχη να ασχοληθώ με τις λίγες αυτές γραμμές μιας παλιάς δημιουργίας. Είχα την εύνοια των καιρών και αξιώθηκα να φτάσω σήμερα να αντιγράφω στίχους σοφούς και μοναδικούς από ένα κόσμημα σεπτό που έμεινε για αιώνες σιωπηλό και που συμμάχησαν εναντίον του ότι πιο αδιόρατα και ότι πιο διεισδυτικά που αλλοιώνουν τη μορφή και διαγράφουν το μόχθο των περασμένων τρώγοντας από τους ιστούς το πιο βαθύ παιγνίδισμα. Αφήνουν έτσι από τα παλιά να δημιουργούνται κενά και δυσεπίλυτα προβλήματα και είναι δύσκολο πολύ να αποφασίσεις πως να συμπληρώσεις τις χαμένες λέξεις και πως να συνδέσεις τις διαλυμένες σελίδες είτε από τις τρύπες που άνοιξε στο πέρασμά του το αδηφάγο πλάσμα είτε γιατί πολλές ενώθηκαν σε ένα αιώνιο γάμο και σε μια σφραγισμένη ενότητα.
Πολλά λοιπόν δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να διαβαστούν, κανένας τρόπος να αποκτήσουν μια δεύτερη ζωή παραμένοντας για πάντα στη λησμονιά και στη σιωπή. Το βιβλίο, μοναδικό αντίτυπο μιας χαμένης έκδοσης είχε φτάσει στη Μονή τον ίδιο καιρό που ο Θεοφάνης ο Κρητικός ζωγράφιζε το Καθολικό, ήταν φτιαγμένο από Κρητικό που πολύ ταξίδευε τότε. Κρήτη, Βενετία, Κωνσταντινούπολη ήταν στα μέρη που έφτασε και ήξερε πολλά και είχε φτάσει και μέχρι το Όρος σε μια στιγμή μαγική, σε μια εποχή γεμάτη θαύματα. Δεν υπήρχε όμως καμιά ελπίδα πια για το έργο του αυτό και μόνο η αντιγραφή, όσων τμημάτων ήταν δυνατόν, θα διέσωζε μια σύνθεση υπέροχη, ένα πόνημα πρωτοποριακό, σίγουρα ένα από τα πιο σπουδαία της εποχής του.
Αυτή η σεμνή προσπάθεια μπορεί να είναι και μια αρχή ή να γίνει η αφορμή η δημοσίευση της για να αποκαλυφτούν σε άλλες σκοτεινές βιβλιοθήκες του κόσμου κάποια από αυτό αντίτυπα που μένουν ξεχασμένα. Ο συγγραφέας μορφωμένος και ταξιδεμένος είχε συγκεντρώσει κείμενα, ποιήματα και πεζά που ξεχώριζαν και που τα πιο πολλά είχαν άγνωστους ή ανώνυμους δημιουργούς μιας αρκετά ταραγμένης εποχής σε ένα ποικίλο και συνεχώς αναδιαμορφωμένο τόπο.
Καναπέδες στενοί και χαμηλοί σκεπασμένοι με κουρελούδες υφαντές, ένα ξύλινο ταβάνι και κάποια διακοσμητικά λιτά στοιχεία, μ’ ένα μικρό πολυέλαιο, χωρίς ηλεκτρισμό, με γυάλινες χάντρες σα σταγόνες φωτός. Στο κιόσκι στη Μονή Σταυρονικήτα τα παράθυρα συρόμενα προς τα πάνω, το ένα μισό πάνω στο άλλο και ύστερα η θάλασσα να ανεβαίνει και να μπαίνει στο χώρο με το οβάλ τραπέζι με τα ροδάκια στα πόδια και την μαντεμένια σόμπα με το πορσελάνινο σκέπασμα. Η θάλασσα να μπαίνει γαλάζια τώρα εκεί που λίγο πριν αγρίευε και χτυπούσε τα βράχια. Οι εικόνες στις κορνίζες και ένα ανάγλυφο έργο με το θωρηκτό «Σπέτσαι» ν’ αρμενίζει. Ακόμα ηγούμενοι και προσωπικότητες του μοναστηριού, ένας αρχιερέας με δυο τσολιάδες δεξιά και αριστερά που έφερνε στο μυαλό το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ένα σχέδιο με σινική που έδειχνε το μοναστήρι όπως φαίνεται από τα νότια καθώς έρχεσαι από την Ιερή Μονή Ιβήρων. Η θάλασσα, το Αιγαίο απλώνεται με ένα ανατρίχιασμα από το αρχονταρίκι του πιο μικρού μοναστηριού του Άθωνα που ορθώνεται στα βράχια μιας ακτής με τόνους σιωπηλούς, ανοικτό προς το νότο σε δρόμους που σε οδηγούν σε χαμένες πατρίδες, με παιγνιδίσματα φωτός που γέρνουν σε δειλινά προσευχής, προς το βορρά μια κορυφογραμμή γαληνεύει και η Θάσος πευκόφυτη με τα καράβια να πηγαίνουν και να έρχονται αναζητώντας στην πολλοστή φορά. Ως το κτύπημα του σήμαντρου που δηλώνει τον εσπερινό, την συνάθροιση στο σκιερό ιερό όπου η αξεπέραστη τέχνη του Θεοφάνη του Κρητικού αγιογράφησε σε άλλους καιρούς, δύσκολα νοητούς στο πολυκύμαντο σήμερα. Το να φωλιάζεις στα ύψη φαίνεται απίστευτο, ακόμα και αν το δεις έρχεται σαν παραμύθι να σε μεταφέρει σε επίπεδα απροσδόκητα και όταν βλέπεις τα πουλιά να παιγνιδίζουν, ασήμαντα στουρθία μιας ξοδεμένης ζωής, με τις επιθυμίες σφιχτά κρατημένες και ποιητικά. Πως έρχεται το παρελθόν αχειροποίητο, παρελθόν που μέρες και μέρες εκπληρώνεται. Σαν παραμύθι και ύστερα εξαϋλώνεται και γίνεται ένας ουδέτερος χρόνος και όλες οι ανικανοποίητες ανάγκες γέρνουν προς την αδύνατη πλευρά και ούτε τα αυτοκίνητα μερίδια όλων των γερασμένων νοσταλγιών δεν λένε ότι πάνε σε μετάβαση, σε κλίμακες τραγουδιών. Ηδύς και αμετάκλητος ο χρόνος και η θάλασσα, να βλέπεις το μπλε και τα σύννεφα να εξελίσσονται σε απροσδιόριστα κομμάτια της μάζας των ονείρων μας. Να είμαστε εκεί και να βλέπουμε από τα ανοικτά παράθυρα μιας επιλεγμένης σιωπής το γαλάζιο και να ακούμε τα κύματα που έρχονται στα βράχια μαλακά να σπάζουν σ’ ένα κομμάτι ηχητικό που επαναλαμβάνεται και ύστερα θα είναι πάλι το ίδιο κι ας είναι νύκτα. Τη νύκτα μένει ο ήχος και γίνεται προσφιλής. Ζεις έτσι τη νύκτα στο Όρος. Μια νύκτα καλοκαιριού γεμάτη γαλήνη που κανείς θάνατος δεν πρόκειται να ταράξει.
[Συνεχίζεται]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου