Ὁ π. Θεοδόσιος Ἁγιοπαυλίτης, κατὰ κόσμον Θεόδωρος
Ἀντωνᾶτος, γεννήθηκε στὴν Ἀταλάντη Λοκριδος, τὴν 1η Μαρτιου τοῦ ἔτους
1901. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Ἐμπορικὴ και, ὅσο ἦταν στὸν κόσμο, ἀσχολεῖτο μὲ τὸ
ἐμπόριο. Σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν εἶχε, γιὰ νὰ μὴν
ποῦμε ὅτι ἦταν καὶ ἀντίθετος. Θέλοντας νὰ αὐξήσει τὶς δουλειές του σχετίστηκε
μὲ μία ὁμάδα πνευματιστῶν καὶ ὄντως αὐξήθηκαν τὰ κέρδη του.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ εἶχε ἐκδώσει στὴν Γαλλία μία
Γαλλίδα ἕνα βιβλίο: «Ἕνα μῆνα μὲ τοὺς ἄντρες τοῦ Ἁγίου
Ὄρους», ὑβριστικὸ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος (ἔπειτα ἡ Γαλλίδα αὐτὴ μετενόησε καὶ
ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν ψέματα ὅ,τι ἔγραψε, καὶ ὅτι δὲν μπῆκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ
ὡς συνηθως ἀποσιωπήθηκε ἀπὸ τὰ Μ. Μ. Ε.· ὡστόσο τὰ ἔσοδα τοῦ βιβλίου ἡ Γαλλίδα
ὡς ἔνδειξη μετανοίας τὰ δώρησε σὲ ἕνα φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα στὴν Γαλλία). Ἐπειδὴ
εἶχε μεγάλυ κυκλοφορία, βρέθηκαν κάποιοι καὶ δυστυχῶς τὸ μετέφρασαν καὶ στὰ
ἑλληνικά.
Μία ἐφημερίδα, τὴν ὁποῖα ἔπαιρνε ἀνελλιπῶς ὁ
Θεοδωρος, τὸ δημοσιευε σὲ συνέχειες. Ἀφοῦ εἶχε διαβάσει καὶ κάποια τεύχη ὡς
ἀνήσυχο πνεῦμα ποὺ ἦταν, τοῦ ἦρθε ἡ ἐπιθυμία, ἡ περιέργεια νὰ ἐπισκεφτῆ τὸ
Ἅγιον Ὄρος. Σκέφθηκε: Τόσα ποὺ γράφει αὐτὴ ἡ Γαλλίδα, τὰ μισὰ νὰ εἶναι
ἀλήθεια, τὸ Ἅγιον Ὄρος πρέπει νὰ εἶναι κάτι σπουδαῖο. Θὰ πάω.
Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες εἶχαν συνάντηση μὲ τὴν ὁμάδα
τῶν πνευματιστῶν καὶ πῆγε καὶ αὐτός. Κατὰ παράδοξο τρόπο ὅμως δὲν εἶχαν καμμία
ἀποκάλυψη ἀπὸ τὰ πνευματα. Ἐπικλήσεις, ἐπικλήσεις..., τίποτα! Τότε ἀκούστηκε φωνὴ
νὰ λέει: -Ἂν δὲν ἀλλάξει τὴν ἀπόφασή του ὁ Θεόδωρος, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε
τίποτα! Ὁ Θεόδωρος ὅμως πείσμωσε ἀκόμη περισσότερο καὶ προγραμμάτισε τὴν
ἐπίσκεψή του στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἔφθασε στὸ Ὄρος παραμονὴ τοῦ Δεκαπενταυγούστου καὶ
ἀκολουθώντας τὸ πλῆθος τῶν προσκυνητῶν πῆγε στῶν Ἰβήρων. Παρακολούθησε τὴν
ἀγρυπνία, ἐντυπωσιάστηκε, ἀλλὰ δὲν ἀλλοιώθηκε πνευματικά. Ἔπειτα ἐπισκέφθηκε
τὸν Ἅγιο Παῦλο. Ἐκεῖ κάτι συνέβη μέσα του, ἀποφάσισε νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ
ἀνακοίνωσε στὸν Πνευματικὸ τῆς Μονῆς παπα-Ἰγνάτιο (ὑποτακτικὸ τοῦ γνωστοῦ
παπα-Ἰγνάτιου Πνευματικοῦ) τὴν ἐπιθυμία του νὰ μείνει. Τὸν δέχθηκαν οἱ Πατέρες.
Κοινοβίασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου καὶ στὶς 19 Φεβρουαρίου 1936 ἐκάρη
μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Θεοδόσιος.
Ὅταν ἦταν νέος μοναχὸς ὁ π. Θεοδόσιος, ἐπισκέφθηκε
χάριν ὠφελείας τὸν φημισμένον διὰ τὴν ἀρετήν του Γρηγοριάτην Ἡγούμενον
παπα-Θανάση. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε πολύτιμες συμβουλὲς γιὰ τὴν μοναχικήν του ζωή,
καὶ στὸ τέλος τοῦ εἶπε: -Ἂν θέλεις νὰ γίνεις καλὸς μοναχός, νὰ διαβάζεις
τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο. Πάντα νὰ τὸν ἔχεις στὸ προσκεφάλι σου. Πράγματι,
καθημερινῶς ἀνεγίνωσκε τὸν Ἅγιο Ἐφραὶμ καὶ ἐκαρποῦτο μεγίστην ὠφέλεια. Τὸν
ἀγάπησε πολύ, ἀλλὰ πείσθηκε ἀπὸ τὶς ταπεινὲς ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ὅσιος
Ἐφραὶμ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἁμαρτωλός, ἄξιος γιὰ τὴν κόλαση καὶ
ἄλλες παρόμοιες ἰδέες ὅτι πράγματι ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ εἶναι στὴν κόλαση. Γι’ αὐτὸ
πονοῦσε πολὺ καί, ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦσε, ἔκανε κομποσχοίνι νὰ τὸν βγάλει ὁ Θεὸς
ἀπὸ τὴν κόλαση.
Κάποια φορά, ποὺ ὁ Ἡγούμενος τὸν ἔβαλε νὰ κάνει
ἀνάγνωση στὴν τράπεζα, διάβασε κάτι σχετικὸ μὲ τὸν Ἅγιο Ἐφραίμ, τὸν βίον του ἢ
κάποιο ἐγκώμιο, ὁπότε ἔκπληκτος εἶδε ὅτι ὄχι μόνο δὲν βρίσκεται στὴν κόλαση,
ἀλλὰ εἶναι καὶ πολὺ μεγάλος Ἅγιος. Ἀπὸ τὴν χαρά του καὶ τὴν συγκίνηση ἄρχισε νὰ
κλαίει καὶ διακόπηκε ἡ ἀνάγνωση.
Ὁ πατὴρ Θεοδόσιος ἐργάσθηκε πολύ, ἔκανε ἀγρυπνίες
γιὰ νὰ ταξινομήσει τὴν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς. Δημιούργησε καὶ σκευοφυλάκιο μὲ
εἰκόνες. Ἦταν ἐπιμελὴς στὴν μελέτη καὶ συνέγραψε πνευματικὰ βιβλία. Οἱ πολλὲς
ἁγιογραφικὲς καὶ πατερικὲς ἐπιγραφὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸ Μοναστήρι, γράφτηκαν μὲ
τὸ χέρι του.
Ὁ γερω-Θεοδόσιος εἶχε πολὺ πόλεμο μὲ τὸν διάβολο,
ἐπειδὴ ὡς λαϊκὸς εἶχε μπλέξει μὲ τὸν πνευματισμό. Ὁ διάβολος τοῦ ἔκανε ἄγριες
ἐπιθέσεις. Σῶμα μὲ σῶμα πάλευαν. Ἐξωμολογεῖτο στὸν Ἡγούμενο τὶς ἐπιθέσεις τοῦ
πειρασμοῦ καὶ ἔχοντας πεποίθηση στὸν ἑαυτό του, ἔλεγε: Ἂν τολμήσει καὶ
ξανάρθει, νὰ δῆς τὶ θὰ τοῦ κάνω.Ὁπότε τὴν ἴδια νύχτα ἦρθε ὡς συνήθως ὁ πειράζων
καὶ μὲ τὴν μανία ποὺ τὸν εἶχε τὸν ὁ π. Θεοδόσιος ὥρμησε πάνω του, τὸν ἔπιασε μὲ
τὸ ἕνα χέρι του ἀπὸ τὸ μάγουλο καὶ μὲ τὸ ἄλλο προσπαθοῦσε νὰ τὸν ῥίξει κάτω.
Ἀλλὰ σὲ λίγο ἔνιωθε νὰ τὸν καταβάλει ὁ ἀντικείμενος. Ὁπότε, βλέποντας τὴν
ἀνεπάρκεια τῶν δυνάμεών του, ἐπικαλέστηκε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία καὶ ἀμέσως
χάθηκε ὁ πειρασμός, μὴ ὑποφέροντας τὴν δύναμη τοῦ Ὀνόματος.
Ἔτρεξε ὕστερα στὸν Ἡγούμενο καὶ τοῦ ἐξωμολογήθηκε:
-Ἐκεῖνο ποὺ εἶπα, ἂν ἔρθεις νὰ δῆς τὶ θὰ τὸν κάνω, ἦταν τῆς ὑπερηφανείας
μου. Ἐγνώρισε στὴν πράξη ὅτι οἱ δαίμονες νικῶνται μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν
θεία δύναμη.
Διηγήθηκε: -Κάποια φορά, ἐνῶ ἔγραφα τὴν νύχτα περὶ
πνευματισμοῦ, κάποιος χτύπησε πολὺ δυνατὰ τὸ τζάμι τοῦ παραθύρου, τόσο πολύ,
ποὺ πῆγε νὰ σπάσει. Κοιτάζω καὶ βλέπω μία σκιὰ στὸ τζάμι. Ἐν ὀνόματι τοῦ
Χριστοῦ νὰ φύγεις, λέω καὶ σταυρώνω συνεχῶς τὸ παράθυρο. Σὲ λίγο βλέπω μία σκιὰ
σὰν ἀστροναύτη νὰ ἀπομακρύνεται.
Ἄλλη φορά, τοῦ συνέβει τὸ ἑξῆς, ὅπως
διηγήθηκε: Ἕνα βράδυ στὸ κελλί μου ἦρθε ὁ π. Γεράσιμος ὁ Μικραγιαννανίτης.
-Πότε ἦρθες, τοῦ λέω, δὲν σὲ πρόσεξα.
-Νά, τὸ ἀπόγευμα. Θὰ βγάλεις βιβλίο ἔμαθα.
-Ναί, τοῦ ἀπαντῶ. Θὰ βγάλω ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν πνευματισμό.
Τότε ὁ π. Γεράσιμος μοῦ λέγει:
-Τὰ μέντιουμ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέγουν 99% εἶναι ἀλήθεια,
1% ψέμματα, καὶ αὐτὸ τὸ 1 ἀναιρεῖ τὰ 99.
-Αὐτὸ ποὺ λέγεις εἶναι ὡραῖο νὰ το γράψω στὸ βιβλίο,
ἀλλὰ ποῦ τὸ βρῆκες; ἐρωτῶ.
-Στὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα, ἀπαντά.
Ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ κελλί μου, ἀνοίγω τὰ Πνευματικὰ
Γυμνάσματα, καὶ τὸ βρίσκω ἀμέσως. Ὅταν τελείωσα τὸ πρόχειρο γράψιμο καὶ ἤμουν
ἕτοιμος νὰ τὸ στείλω στὸ τυπογραφεῖο, ὁ λογισμὸς μοῦ ἔλεγε νὰ ψάξω νὰ βρῶ τὴν
σελίδα ὅπου ἦταν γραμμένο αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ὁ π. Γεράσιμος.
Ψάχνω τρεῖς φορὲς ὅλο τὸ βιβλίο καὶ δὲν τὸ βρίσκω
γραμμένο. Σηκώνομαι καὶ πηγαίνω στὴν Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, βρίσκω τὸν π. Γεράσιμο
καὶ τοῦ λέγω:
-Ὅταν ἦρθες στὸ Μοναστήρι μοῦ εἶπες αὐτὸ καὶ αὐτό.
Δὲν τὸ βρίσκω τώρα στὰ Πνευματικὰ Γυμνάσματα. Τί συμβαίνει;
-Οὔτε ἦρθα στὸν Ἅγιο Παῦλο -ἔχω πολὺ καιρὸ νὰ ἔρθω-,
ἀλλὰ οὔτε καὶ σοῦ εἶπα τέτοιο πρᾶγμα. Ἔμεινα ἄναυδος. Ἀπατήθηκα λοιπὸν σὲ
τέτοιο βαθμὸ ἀπὸ τὸν διάβολο;
Τότε σκέφθηκα, ὅτι ἐὰν τὸ ἔγραφα, αὐτὸ θὰ ἔκανε πολὺ
μεγάλο κακό, διότι ὅποιος διάβαζε τὸ βιβλίο θὰ σκεφτόταν: Ἐφ’ ὅσον τὸ 99 εἶναι
ἀλήθεια, τὶ μὲ νοιάζει γιὰ τὸ 1, θὰ πάω στὰ μέντιουμ.
Ὅταν εἶχα ἑτοιμάσει τὸ βιβλίο περὶ πνευματισμοῦ, τὸ
καθαρόγραφα γιὰ νὰ τὸ στείλω τὸ πρωΐ γιὰ ἐκτύπωση. Εἶχαν μείνει ἀκόμη 4 σελίδες
γιὰ νὰ τελειώσω. Ξαφνικά, αἰσθάνομαι δίπλα μου τὸν διάβολο. Ἀνατρίχιασα
ὁλόκληρος. Ὁ λογισμὸς μοῦ ἔλεγε νὰ σταματήσω. Ὄχι, εἶπα, θὰ τελειώσω καὶ μετὰ
θὰ σταματήσω. Χριστέ μου, βοήθα με, καὶ συνέχισα νὰ γράφω κλαίγοντας καὶ
προσευχόμενος, ενῶ ἔτρεμα ἀπὸ τὸν φόβο μου.
Ὅτα τελείωσα, ξάπλωσα λίγο. Σὲ λίγο ἀκινητοποιήθηκα
τελείως ἀπὸ τὸν διάβολο. Δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ φωνάξω. Μόνο τὸ μυαλό μου, ἡ
σκέψη μου λειτουργοῦσε. Τὸτε θυμήθηκα τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ ποὺ λέγει: Μόνο τὸ πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ διώξει τὸ θέμα τοῦ διαβόλου.
Ἄρχισα τότε νὰ προσεύχομαι θερμῶς, ὁπότε ἐντὸς
ὀλίγου ἔφυγε ὁ διάβολος καὶ ἐλευθερώθηκα.
Πάλι διηγήθηκε: Κάποια ἄλλη φορά, ἦταν νύχτα
καὶ ἔνιωσα νὰ τρέμει δυνατὰ τὸ κρεββάτι μου. Σκέφθηκα ὅτι γίνεται δυνατὸς
σεισμός, καὶ σίγουρα μὲ τέτοιον σεισμὸ θὰ πέσουν τὰ κτίρια καὶ θὰ καταστραφῆ τὸ
Μοναστήρι.
Μόλις σταμάτησε, βγαίνω ἔξω καὶ πηγαίνω στὴν
ἐκκλησία. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἄναβε τὰ καντήλια ὁ Ἐκκλησιαστικός. Τὸν ῥωτῶ:
-Μήπως ἔγινε σεισμός; Μήπως αἰσθάνθηκες τίποτε;
-Ὄχι, ἀπαντᾶ. Περίεργο, σκέφτομαι. Ῥωτῶ καὶ ἄλλον
μοναχό, ὄχι μοῦ εἶπε καὶ ἐκεῖνος.
Τὸ πρωΐ ῥωτῶ τοὺς πατέρες, ὅμοι μοῦ ἀπάντησαν ὅτι
δὲν αἰσθάνθηκαν τὸν σεισμό.
Σκέφθηκα: Τὸν σατανᾶ, τὶ μοῦ κάνει!
Ὁ π Θεοδόσιος πήγαινε κάθε χρόνο στὴν πανήγυρη τοῦ
Κελλιοῦ τῶν Γοβδελάδων ποὺ γινόταν στὶς 29 Σεπτεμβρίου. Οἱ Ἅγιοι Γοβδελᾶς καὶ
Κασδόα εἶναι θαυματουργοί. Εἶχαν κάνει ἕνα μεγάλο θαῦμα στὸ Κουτλουμούσι. Ἔχουν
μία εἰκόνα τους στὸ Μοναστήρι καὶ παλαιὰ ἔκαναν καὶ ἀγρυπνία. Ὁ π. Θεοδόσιος
εἶχε ἕνα πρόβλημα ὑγείας. Ἔβγαζε ἐκζέματα στὰ χέρια του. Τόσο ἄσχημα φαινόταν,
ποὺ σιχαινόσουν νὰ πάρεις εὐχή. Μία χρονιά, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ξεχάστηκε καὶ
δὲν πῆγε στὴν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Γοβδελᾶ. Ὅταν τὸ θυμήθηκε, στενοχωρήθηκε πολύ,
ἔκλαψε καὶ μονολογοῦσε:-Νὰ χάσω τὴν ἀγρυπνία τῶν Ἁγίων. Ἕνα δάκρυ ἔπεσε
πάνω στὰ χέρια του καὶ ἔγινε καλά. Τὸ θεώρησε θαῦμα τῶν Ἁγίων.
Κάποτε, ὁ π. Θεοδόσιος ἦταν γιὰ πολὺ καιρὸ ἄῤῥωστος
μὲ 40 βαθμοὺς πυρετό, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ πάρει τὰ πόδια του. Ἐκεῖνες τὶς μέρες
ἦρθε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Παχωμίου. Μόλις τὸ ἔμαθε, ἐπικαλέστηκε
τὸν Ἅγιο, καὶ ἀμέσως ἔγινε καλά· τὸν ἄφησε ὁ πυρετός, κατέβηκε καὶ προσκύνησε
τὸ ἅγιο λείψανο.
Ἐπειδὴ ἦταν ἐγγράμματος καὶ δραστήριος, βοήθησε πάρα
πολύ, καὶ κυρίως στὰ διοικητικὰ τὸ Μοναστήρι του. Ἔκανε Ἀντιπρόσωπος καὶ
Ἐπιστάτης τῆς Μονῆς στὶς Καρυές, στὴν Ἱερὰ Κοινότητα. Ὅταν ἔβλεπε στὸ
ἑστιατόριο νὰ ἔχουν μαγειρέψει κρέας σὲ ἡμέρα νηστείας ἔριχνε πετρέλαιο στὸν
νταβά.
Στὴν Σύναξη τῆς Μονῆς ὅ,τι ἔλεγε, εἶχε βαρύτητα καὶ
περνοῦσε ἡ ἄποψή του. Ὅλοι οἱ πατέρες ἀναγνώριζαν τὴν ἀξία του καὶ τὸν
σεβόνταν.
Καὶ ποῦ δὲν βοήθησε ὁ γερω-Θεοδόσιος; Ἕνα διάστημα
ποὺ παραιτήθηκε ἀπὸ Προϊστάμενος καὶ ἀπὸ τὸ γραφεῖο, εἶχε τὴν τράπεζα, πήγαινε
ταυτόχρονα καὶ στὶς ἐλιές. Ἦταν ὑπερδραστήριος. Ὅταν ἦταν 78 ἐτῶν ἀνέλαβε τὸ
κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ μετὰ τὴν ἀκολουθία ἔπαιρνε τὸν ντορβά του καὶ
πήγαινε νὰ ποτίσει τὶς ἐλιές. Ἂν χρειαζόταν πήγαινε καὶ μέσα στὸν καύσωνα. Ἦταν
ἀκούραστος.
Εἶχε πολλὴ ἀγάπη καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀναπαύσει τοὺς
ἀδελφούς. Ὅταν ἦταν τραπεζάρης, καὶ τότε δὲ εἶχαν ψυγεῖα, φρόντιζε νὰ βάζουν τὰ
καρπούζια στὸ νερὸ γιὰ νὰ κρυώσουν κάπως γιὰ νὰ δροσισθοῦν οἱ πατέρες. Πάντα
προσπαθοῦσε νὰ κάνει τὸ καλύτερο γιὰ νὰ ἀναπαύει τοὺς πατέρες, καὶ αὐτὸ τὸ
στήριζε στὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη. Γι’ αὐτὸ συχνὰ πήγαινε νὰ βοηθήσει στὸ
μαγειρεῖο.
Ὅταν ἕνα διάστημα ἦταν τοποτηρητὴς στὸ Μοναστήρι,
τὶς νύχτες μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο περπατοῦσε χωρὶς παπούτσια ἔξω ἀπὸ τὰ κελλιά. Ἂν
ἄκουγε κάπου ὁμιλίες, δὲν ἔλεγε τίποτε, ἀλλὰ τὸ πρωΐ στὴν ἀκολουθία ἔλεγε στοὺς
μοναχοὺς ποὺ μιλοῦσαν μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, νὰ μὴν ἐπαναληφθῆ αὐτό. Εἶχε
λεπτότητα.
Ὅταν ἦταν στὰ τελευταῖά του ξαπλωμένος στὸ κρεββάτι
μὲ τὸ κομποσχοίνι, τὸν ῥώτησε κάποιος: -Τί σκέφτεσαι; Πῶς αἰσθάνεσαι;Καὶ
ἀπάντησε: -Σκέφτομαι ὅτι θὰ πάω στὸν Κύριο καὶ εἶμαι πολὺ
χαρούμενος. Πράγματι ἦταν χαρωπὸ τὸ πρόσωπό του καὶ σὲ δύο μέρες ἐκοιμήθη
στὶς 4 Ἰουλίου 1987 σὲ ἡλικία 86 ἐτῶν.
Ἦταν πολὺ ἀκτήμων. Ἡ κεκρυμμένη του ἀρετὴ τῆς
ἀκτημοσύνης φανερώθηκε στὴν κοίμησή του, ὅπου οἱ πατέρες δὲν βρῆκαν ῥοῦχα γιὰ
νὰ τὸν ντύσουν. Ἄλλος ἔδωσε ζωστικό, ἄλλος ῥάσο, ἄλλος παντελόνι.
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν.
Από το βιβλίο: Από την Ασκητική
και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση
Φωτογραφίες: http://athosprosopography.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου