Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

O μακαριστός Ιεραπόστολος του Ζαϊρ (σημερινό Κονγκό) π. Κοσμάς Γρηγοριάτης

Ο Π. Κοσμάς Γρηγοριάτης ο Ιεραπόστολος – Μάρτυρας του Κονγκό. Το ξαφνικό τέλος του και τα θαυμαστά σημεία († 27 Ιανουαρίου 1989)
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1988 ὁ π. Κοσμᾶς ἦλθε γιά τελευταία φορά στό Μοναστήρι μας, τήν Μονή Ὁσίου Γρηγορίου. Ἦλθε νά ξεκουρασθῆ σωματικά καί ψυχικά.
Μᾶς ἔλεγε: «Μέ πονοῦν τά πόδια μου. Δέν ἠμπορῶ νά κατέβω μέχρι τήν παραλία». Τόν συνεῖχε ἡ ἀγωνία τοῦ ἔργου. Ζητοῦσε ἀδελφούς ἀπό τήν Μονή, ἀλλά οἱ Πατέρες ἦσαν ἀκόμη νέοι καί ἀνώριμοι γιά νά ἐξέλθουν στόν κόσμο. Τώρα βρῆκε τόν χρόνο νά προβληματισθῆ γιά τήν προώθησι τῶν προγραμμάτων του καί τήν ἐπίλυσι πολλῶν ἐκρεμοτήτων. Ἔτσι, ξεκίνησε νά γράψη ἕνα μικρό βιβλίο, τό ὁποῖον ὠνόμασε: «Σκέψεις γιά τήν ἱεραποστολή μέσα ἀπό τήν πρᾶξι». Ἤθελε νά μᾶς ἀφήσει σάν παρακαταθήκη τό ἀποστάλαγμα τῶν ἐμπειριῶν του καί τίς σοφές συμβουλές του. Ἄραγε νά προαισθανόταν  κάτι ὅτι γρήγορα θά μᾶς ἄφηνε;
Σέ ἀδελφό τῆς Μονῆς ἀνέθεσε νά τοῦ ἐπιμεληθῆ τό προσωπικό του Ἡμερολόγιο μέ τήν εὐχή γρήγορα νά ἐκδοθῆ. Ζητοῦσε νά βρῆ συνεργάτες καί διαδόχους.

Μιά ἡμέρα μπῆκε στό κελλί τοῦ π. Μελετίου καί τοῦ εἶπε: «Νά ξέρεις, ὅτι ἐσύ θά εἶσαι ὁ διάδοχός μου…Ὁ π. Μελέτιος θεώρησε φλυαρίσματα καί ἀστεῖα τά λόγια του αὐτά. Καί ὅμως ἦτο πραγματικότης. Αὐτόν ὁ Θεός προώριζε διάδοχό του. Τήν πληροφορία αὐτή εἶχε καί ὁ ἴδιος ὅταν κάποια ἡμέρα προσευχόταν μέ κομποσχοίνι μπροστά στό εἰκονοστάσι του. Μιά φωνή τοῦ εἶπε μέσα του: «Μετά τόν θάνατο τοῦ παπᾶ Κοσμᾶ, ἐσύ θ᾿ ἀναλάβεις τό ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς».
Μέ τήν ἐπιστροφή του στό Κολουέζι τό 1988, ἐκτός τῆς ἐπιστασίας γιά τήν συνέχισι τῶν ἐργασιῶν τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, προετοίμασε τίς καταστάσεις γιά τίς καθιερωμένες τά Θεοφάνεια Βαπτίσεις Κατηχουμένων. Ἐβάπτισε περί τά 340 ἄτομα καί ἐστεφάνωσε περί τά 24 ζεύγη νεοφωτίστων.
Κατά τά μέσα Ἰανουαρίου  δέχθηκε ὡς ἐπισκέπτες ἀπό τήν Ἑλλάδα τόν π. Δαμιανό Μαυρίδη μέ τρεῖς ἄλλους Ἕλληνες. Τούς ξενάγησε σ᾿ ὅλους τούς χώρους καί τά κτίσματα τῆς Ἱεραποστολῆς. Στίς 20 τοῦ ἰδίου μηνός μετέφερε τούς ἐπισκέ­πτες του στό Λουμπουμπάσι καί ἐν συνεχείᾳ στό ἀεροδρόμιο γιά ἀναχώρησί τους στήν Ἑλλάδα. Ὁ ἴδιος ἔμεινε γιά διάφορες δουλειές στό Λουμπουμπάσι. Λειτούργησε στόν ναό τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος, στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, στίς 22 τοῦ μηνός. Στό ἐκκλησίασμα ὡμίλησε περί μετανοίας μέ φανερή συγκίνησι. Κατόπιν, ἐπειδή τό αὐτοκίνητο πού θά ταξίδευε, τό ἄφησε γιά ἐπισκευή στό συνεργεῖο, βρῆκε τόν χρόνο ἐπί τρεῖς ἡμέρες, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή νά ἐπισκεφθῆ πολλά σπίτια ὁμογενῶν. Τούς ὡμιλοῦσε γιά θέματα πνευματικῆς ζωῆς, περί μετανοίας καί δάκρυζε.
Ξεκίνησε Παρασκευή βράδυ γιά Λικάσι. Ὁ σύμβουλός του κ. Δημήτριος Ματζουράνης, τόν ἐμπόδιζε νά ταξιδεύση νύκτα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι πάντα νύκτα ταξιδεύει καί ὅτι πρέπει νά συναντηθῆ μέ τήν ἀδελφή Ξένη στό Λικάσι, διότι τό φορτηγό μέ τό ὁποῖο ἐρχόταν ἐκείνη ἀπό τό Κολουέζι, ἐχάλασε καί ἔμεινε στόν δρόμο.
Μαζί του εἶχε τόν ἰθαγενῆ ἑλληνομαθῆ Μωϋσῆ καί τόν Ἕλληνα Πρόξενο κ. Σπυρίδωνα Κυβετό.
Στό 60ο χιλιόμετρο τῆς διαδρομῆς τους πρός Λικάσι, στίς 8,10 συνέβη τό δυστύχημα. Ἕνα φορτηγό ἐρχόταν ἀπό τό ἀντίθετο ρεῦμα, φορτωμένο μέ τσου­βάλια ἀπό ἡλιοκαμμένο ψάρι καί πάνω ἐπέβαιναν, ὡς συνήθως πολλοί ἐντόπιοι. Ἡ καρότσα τοῦ φορτηγοῦ προεξεῖχε ἐκατέρωθεν περί τούς 30 πόντους. Ὁ π. Κοσμᾶς, ἐνῶ ἦτο καλός καί προσεκτικός ὁδηγός, δέν ἀντελήφθηκε τόν κίνδυνο. Τό φορτηγό πέρασε πλάγια καί θέρισε κυριολεκτικά τήν ἀριστερή πόρτα τοῦ Λαντρόβερ τοῦ π. Κοσμᾶ. Ἕνα «ὤχ» μόνο ἀκούσθηκε καί ὁ π. Κοσμᾶς βρέθηκε στό χῶμα. Πρόλαβε καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια, ὅπως μοῦ εἶπε αὐτόπτης μάρτυς ἰθαγενής, ὁ κατηχητής μας Ἀντώνιος ἀπό τό παρακείμενο χωριό Σοφουμουάγκο:«Μωϋσῆ, στό πίσω κάθισμά μου ἔχω τά χρήματα. Νά τά δώσεις στήν Ἱεραποστολή. Μαζί εἶναι καί τό ἕνα μπουκάλι μέ τό Ἅγιο Μῦρο». Καί ἀμέσως ἐξέπνευσε. Ὁ θάνατός του ἦτο ἀκαριαῖος ἀπό συγκοπή καρδίας. Εἶχε μόνο μία πληγή στό ἀριστερό του μάγουλο, ἡ ὁποία ἔτρεχε μέχρι πού τόν ἔβαλαν μέσα στόν τάφο του.
Οἱ συνταξιδιῶτες του δέν ἔπαθαν τίποτε. Μόνο ὁ Μωϋσῆς μπῆκε στό νοσοκομεῖο τοῦ Λικάσι γιά τρεῖς ἡμέρες.
Μετά ἀπό 2-3 ὧρες ἦλθε στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος ὁ καρδιακός φίλος καί συνεργάτης του κ. Χαράλαμπος Γεωργίου ἀπό τό Λικάσι. Τόν μετέφερε στό Λου­μπου­μπάσι καί τόν τοποθέτησε σέ ψυγεῖο. Κάτι πού ἐξένισε γιατρούς καί νοσοκόμους ἦτο τό ἑξῆς: Τό σῶμα τοῦ π. Κοσμᾶ μέσα στό ψυγεῖο περιβαλλόταν ἀπό­ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν συνέβαινε στά πτώματα ἄλλων νεκρῶν. Καί ἡ πληγή δέν σταματοῦσε νά τρέχη.
Ἕνα  ἄλλο θαυμαστό σημεῖο ἐμφανίσθηκε τρεῖς ὧρες, πρίν τό μαρτυρικό του τέλος. Κάποιος ντόπιος ἔμπορος κατέβαινε ἀπό τό Λικάσι στό Λουμπουμπάσι. Εἶχε φθάσει στό μέρος ἐκεῖνο τοῦ δυστυχήματος καί ἀντίκρυσε μπροστά του ἕνα ἐξαίσιο θέαμα. Εἶδε νά ἀνεβαίνει γοργά πρόν τόν οὐρανό ἕνα ὀρθόδοξος παπᾶς, ντυμένος στά λευκά. Σταμάτησε τό αὐτοκίνητό του ἐκεῖ. Σκέφθηκε ὅτι κάποιο σοβαρό σημάδι εἶναι αὐτό. Ἀπεφάσισε νά μείνει ἐκεῖνο τό βράδυ ἐκεῖ στό παραπλεύρως κείμενο χωριό. Ὅταν ἔγινε τό δυστύχημα, εἶδε τόν παπᾶ Κοσμᾶ καί διεπίστωσε ὅτι αὐτός ἦτο ὁ ἱερεύς πού εἶχε ἰδεῖ πρίν ἀπό τρεῖς ὧρες.
Ἀπό τούς πρώτους εἰδοποιήθηκε ὁ σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν ἐκεῖνες τίς ἡμέρες στήν Θεσσαλονίκη μέ συνοδεία ‘Αδελφῶν. Τελέσθηκε ὁλονύκτια ἀγρυπνία μέ μνημόσυνο στό Μετόχι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν Σταυρούπολι γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κεντρώας Ἀφρικῆς κ. Τιμόθεος δέχθηκε τό θλιβερό ἄγγελμα μέ δάκρυα καί στεναγμούς, λέγοντας: «Ἔχασα τόν καλύτερο συνεργάτη μου».  Κατέβηκε ἀεροπορικῶς στό Λουμπουμπάσι καί προέστη τῆς νεκρωσίμου Ἀκολουθίας, στόν ναό τῆς Ἑλληνικῆς Κοιονότητος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου μή ἠμπορώντας νά συγκρατήσει τά δάκρυά του. Ἦλθαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, οἱ ἰθαγενεῖς ὀρθόδοξοι, οἱ Ἀρχές τοῦ Τόπου καί ἀξιωματοῦχοι ἄλλων χριστιανικῶν Δογμάτων καί πλῆθος κόσμου, διότι ἦτο γνωστή σέ ὅλους ἡ θυσιαστική προσφορά του.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα μέ ἰδιωτικό ἀεροπλάνο μεταφέρθηκε ἡ σωρός του στό Κολουέζι, ὅπου περίμεναν στό ἀεροδρόμιο πολύς κόσμος. Μετά ἀπό τό Τρισάγιο πού ἐψάλη στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου, κηδεύθηκε μέ κλαυθμούς καί ὀδυρμούς ἔξω καί μπροστά ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τοῦ ναοῦ. Ὁ τάφος του μέχρι τώρα εἶναι ὁ μάρτυς μιᾶς φλογερῆς ψυχῆς, πού ἔδωσε τά πάντα γιά τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο. Ἐτήρησε τήν ἀπόφασί του νά μείνει γιά πάντα ἀνάμεσα στούς ἀφρι­κανούς πού τόσο πολύ ἀγάπησε. Ἔτσι, ἄλλωστε εἶχε εἰπεῖ στόν Γέροντα τῆς Μονῆς μας καί σέ μιά ὁμάδα Ἀδελφῶν: «Ἡ ἱεραποστολή δέν εἶναι γιά λίγους μῆνες. Ὅποιος θέλει νά εἶναι ἱεραπόστολος, πρέπει ν᾿ ἀφήσει τά κόκκαλά του στό ἀφρικανικό χῶμα».
Ὁ σεβαστός μας Γέροντας ἔγραψε τά ἑξῆς στόν ἐπικήδειο λόγο του: «Διαχειρίσθη πολλά ἑκατομμύρια, ἀλλά ἀπέθανε πτωχός καί ἀκτήμων, ὡς ἀλήθής μοναχός. Τό τίμιο καί κουρασμένο σῶμα τοῦ π. Κοσμᾶ ἀναπαύεται τώρα στήν ἀφρικανική γῆ, δεύτερο μετά τό σῶμα τοῦ π. Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου. Ἀμφότεροι γονιμοποιοῦν πνευματικά τήν Ἀφρική. Εἶναι σπόροι πού ἐσάπησαν καί σήπονται γιά νά βλαστήσουν δένδρα εὐσκιόφυλλα κάτω ἀπό τά ὁποῖα θά ἀναπαύουν καί θά δροσίζουν πολλές ταλαιπωρημένες ψυχές».
Ὁ π. Κοσμᾶς ἄφησε μνήμη φλογεροῦ καί ἀκαμάτου ἱεραποστόλου. Μέ τό αἷμα του ἐπεσφράγισε τήν μαρτυρική ζωή του καί ἐτάφη κοντά στούς ἀδελφούς του πού ἀγάπησε. Βρῆκε, ὅταν ἀνέλαβε τό ἔργο ἕνα ἱερέα καί 10 ἐνορίες μέ μερικές ἑκατοντάδες βαπτισμένους ἀφρικανούς.
Στά δέκα χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας του ἄφησε 14 ἱερεῖς, δύο διακόνους, 15000 βαπτισμένους, 13 κτισμένες ἐκκλησίες, 35 λασποκαλύβες-ἐκκλησίες, 55 ἐνορίες, μία πλουσιώτατη φάρμα, ἕνα  πανεύφορο κτῆμα στό χωριό Φουγκουροῦμε, δύο οἰκοτροφεῖα, μία τεράστια ἀποθήκη, ἕνα δημοτικό σχολεῖο στό Κολουέζι καί τρία σέ χωριά, ἕνα Μοναστήρι καί τούς κοιτῶνες (δύο πύργοι) τῶν ἱεραποστόλων.
  Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Κοσμᾶ Γρηγοριάτου.
Πηγή: ΤΟ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ, ΚΟΛΟΥΕΖΙ ΚΟΝΓΚΟ
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, 2003
Σχετικά:
Η ζωή του πατρός Κοσμά σε 40λεπτο ντοκυμανταίρ

Μοναχός Γεώργιος Αγιοπαυλίτης (1910 – 23 Ιουλίου 1998)


Ήταν από το χωριό Χαυδάτα της Κεφαλλονιάς ο κατά κόσμον Γεράσιμος Παναγή Μοσχονάς. Το 1926 ήλθε στη μονή του Αγίου Παύλου, όπου υπήρχαν αρκετοί συμπατριώτες του, για να συναντήσει ένα θείο του, που μόναζε εκεί και που είχε σταθεί ευεργέτης του, όταν μικρός ορφάνεψε με τα πέντε αδέλφια του. Επρόκειτο περί του εναρέτου μονάχου Κωνσταντίου (†1973). Η τάξη της μονής και η αρετή των πατέρων τον έκαναν να παραμείνει σε αυτή και να έγγραφε! δόκιμος το 1936. Εκάρη μοναχός το 1937.
Συνεδέθη πνευματικά με τον μακαριστό ηγούμενο της μονής Γρηγορίου Αθανάσιο (†1953), και τις συμβουλές του περί ξενιτείας, ακτημοσύνης και εγκρατείας διατήρησε ισόβια.

Δεν είχε καμία αλληλογραφία και ούτε την παραμικρή περιουσία. ‘Υπήρξε διακονητής, παντού και πάντοτε, φίλεργος και φιλότιμος.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυγάδευσε αρκετούς καταδιωκομένους και τους έσωσε. Για τη δράση του αυτή είχε την ευλογία του ηγουμένου του, συνελήφθη όμως από τις γερμανικές αρχές και οδηγήθηκε για να δικαστεί στο στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης. Απολογούμενος κι ερωτώμενος είπε ότι ό,τι έκανε το έκανε κατά τον ευαγγελικό λόγο περί υπερασπίσεως των αδικουμένων και όχι των αδικούντων. Καταδικάσθηκε σε θάνατο. Αναμένοντας την εκτέλεση στις φυλακές είδε τους προστάτες άγιους της μονής Γεώργιο και Παύλο και συνομίλησε μαζί τους. Μάλιστα τη συνομιλία άκουσαν και οι συγκρατούμενοί του, τη θεώρησαν όμως παραλήρημα του πυρετού του. Οι άγιοι τον καθησύχασαν, τον παρηγόρησαν και του είπαν ότι θα ελευθερωθεί. Πράγματι, μετά τριήμερο πήδηξε μεσημέρι από τον τρίτο όροφο του κτιρίου που φυλαγόταν και με τα πόδια έφθασε στο Άγιον Όρος με τη βοήθεια των αγίων. Επειδή ήταν καταζητούμενος, αναγκάσθηκε να κρυφτεί. Επί δύο σχεδόν έτη παρέμεινε κρυμμένος σ’ ένα άγνωστο σπήλαιο πλησίον της μονής, τρεφόμενος με τα άγια μυστήρια και με υλική τροφή κρυφά μόνο από τον ηγούμενο. Κατόπιν έλεγε πως παρά τον φόβο και τον κόπο πέρασε με μεγάλη χαρά ψυχής όλο αυτό το διάστημα, προφανώς με τη συμπαράσταση των αγίων Γεωργίου και Παύλου του Ξηροποταμηνού.

Μοναχός Κοσμάς Καυσοκαλυβίτης (1874 - 24 Ιουλίου 1952)

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Περί των δαιμονισμένων


Oι μαύρες δυνάμεις του Σκότους. «Οι δαιμονισμένοι αντιδρούν σε οτιδήποτε ιερό»
- Γέροντα, πως μπορεί κανείς να καταλάβη αν κάποιος είναι δαιμονισμένος και όχι ψυχοπαθής;
- Αυτό και ένας απλός γιατρός, ευλαβής, μπορεί να το καταλάβη. Όσοι πάσχουν από δαιμόνιο, όταν πλησιάσουν σε κάτι ιερό, τινάζονται. Έτσι φαίνεται ξεκάθαρα ότι έχουν δαιμόνιο.
Λίγο αγιασμό αν τους δώσης η με άγιο Λείψανο αν τους σταύρωσης, αντιδρούν, επειδή στριμώχνονται μέσα τους τα δαιμόνια, ενώ, αν έχουν ψυχοπάθεια, δεν αντιδρούν καθόλου. Ακόμη και επάνω σου αν έχης έναν σταυρό και τους πλησίασης, ανησυχούν, ταράζονται.
Κάποτε σε μια αγρυπνία στο Άγιον Όρος μου είπαν οι πατέρες ότι έχουν τον λογισμό πως κάποιος λαϊκός που ήταν εκεί είχε δαιμόνιο.

Κάθησα στο διπλανό στασίδι και ακούμπησα επάνω του τον σταυρό μου που έχει Τίμιο Ξύλο. Τινάχθηκε επάνω· σηκώθηκε και πήγε στην άλλη μεριά. Όταν έφυγε λίγο ο κόσμος, πήγα με τρόπο δίπλα του. Πάλι τα ίδια. Κατάλαβα ότι πράγματι είχε δαιμόνιο.
Όταν μου φέρνουν στο Καλύβι παιδάκια και μου λένε ότι έχουν δαιμόνιο, για να διαπιστώσω αν είναι δαιμονισμένα, μερικές φορές παίρνω ένα τεμάχιο αγίου Λειψάνου του Αγίου Αρσενίου και το κρύβω στην χούφτα μου. Και να δήτε, ενώ έχω κλειστά και τα δυο χέρια μου, το παιδάκι, αν έχη δαιμόνιο, κοιτάζει φοβισμένο το χέρι με το όποιο κρατώ το άγιο Λείψανο.
Αν όμως δεν έχη δαιμόνιο, άλλα λ.χ. κάποια αρρώστια εγκεφαλική, δεν αντιδρά καθόλου. Άλλοτε πάλι τους δίνω νερό στο οποίο προηγουμένως έχω βουτήξει τεμάχιο άγιου Λειψάνου, αλλά, αν έχουν δαιμόνιο, δεν το πίνουν απομακρύνονται.

Ταξίδι στο Άγιο Όρος (5ο μέρος)


Προηγούμενα: 1ο2ο3ο, 4ο
Αιμίλιος Γάσπαρης 
(Αγιορείτικα Στοιχεία από ένα ταξίδι στη δεκαετία 70-80)
Ένας χωματόδρομος ενώνει το μοναστήρι της Σίμωνος Πέτρας με το επίνειο των Καρυών, τη Δάφνη. Εκεί αρκετή κίνηση, ένας σταθμός υποχρεωτικός. Μαγαζιά με είδη αγιορείτικης τέχνης, με τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Επίσης εστιατόρια και αστυνομικός σταθμός. Ένα γραφικό λιμανιώτικο τοπίο. Το πλήθος, οι περισσότεροι λαϊκοί, σερβίρεται και κρέας. Περάσαμε βιαστικά με κατεύθυνση το Ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα. Οι ακτές γίνονται πιο ήμερες, οι πλαγιές πέφτουν γαλήνια πια στη θάλασσα, πιο ομαλά δένονται με το κύμα.

Ελιές και πεύκα. Κατακάθαρες και πλατιές αμμουδιές, απάνεμες και προκλητικές. Φαίνεται από μακριά το Ρωσικό. Ολόκληρη πολιτεία, όπως κάθε ρωσικό δημιούργημα εδώ. Στο Όρος έφτιαξαν οικοδομήματα πολυώροφα και γεροκτισμένα. Σε κάποια όμως οι σκεπές έχουν υποχωρήσει και μένουν  οι σκελετοί που τους έχει πνίξει το πράσινο. Οι πρώτες εικόνες με το εγκαταλειμμένο νοσοκομείο, με κελιά που βλέπουν στο δρόμο. Πολλά από αυτά ερείπια.
Τμήμα του ξενώνα διατηρείται και ακόμα κατοικείται στην παραλία. Παλιά πάνω από τρεις χιλιάδες μοναχοί ζούσαν εδώ και δόξαζαν το θεό. Τώρα είναι ζήτημα να είναι δέκα. Μοναχοί Ρώσοι που αφήνουν τη γοερή κραυγή της ύστερης πίστης με ανείπωτη θλίψη. Τώρα άλλα η φωτιά έχει ρημάξει κι άλλα ο χρόνος και η φύση έχει καλύψει με το πράσινο ντύμα της. Έτσι άδεια μένουν του μοναστηριού τα κτίσματα. Οι τρούλοι και τα καμπαναριά περήφανο σκηνικό υψώνονται και η πιο μεγάλη καμπάνα στην εξέδρα. Οι σκέψεις πολλές και αδυνατούν να δώσουν μια καλή εξήγηση. Μετά κοντά ένα τέταρτο με τα πόδια βρίσκεται το μοναστήρι του Ξενοφώντα. Και εκεί οι μοναχοί, γέροι μόνοι, σκιές πλανιόνται. Τελευταίος σταθμός στο Άγιο Όρος η μονή Δοχειαρίου. Ο δοχειάρης Αθανάσιος Λαυριώτης την ίδρυσε. Πλούσιο και όμορφο μοναστήρι. Στο καθολικό και στη Λιτή υπάρχουν υπέροχες νωπογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός. Η θαυματουργή εικόνα της Γοργοεπηκόου και μια θαυμάσιας τέχνης Αγία Τράπεζα είναι εκεί. Έχει πολλούς επισκέπτες που θαυμάζουν τις αγιογραφίες, είναι άλλωστε το πιο κοντινό μοναστήρι στο έξω πολιτισμένο χώρο. Σε λίγο τα χώματα του Αγίου Όρους θα είναι παρελθόν, θα γίνουν μια ανάμνηση. Περνούμε τις τελευταίες στιγμές με μια πραγματική ευλάβεια στα ιερά και ανεκτίμητα.
Εξ αντιγραφής. Ιερά Μονή Σταυρονικήτα,14-7-97

Στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος (το 1986), με τον φακό του Zbigniew Kosc

Μοναχός Αββακούμ Ιβηρίτης (1892 – 25 Ιουλίου 1943)


Ο κατά κόσμον Αθανάσιος Γούσης γεννήθηκε στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης το 1892 από φτωχούς γονείς. Οκτάχρονος ορφάνεψε και ήλθε μ’ ένα συγγενή του στο Άγιον Όρος και για μία δωδεκαετία διακόνησε τη μονή Ιβήρων. Κατόπιν, το 1924, φόρεσε το τίμιο του μοναχού ένδυμα και μετά μία δεύτερη δωδεκαετία εστάλη σ’ ένα μετόχι της μονής στη Σπάρτη.
Από το Ιβηρίτικο αυτό μετόχι, το 1932, πήγε στη μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα. Κατόπιν αποβλέποντας στη δική του και των άλλων ωφέλεια μετέβαινε από μοναστήρι σε μοναστήρι και από χωριό σε χωριό, για να βοηθήσει ανήμπορους και ασθενείς.

 Βοηθούσε ο φιλόπονος και φιλάγαθος μοναχός όλους τους αναγκεμένους. Στην κατοχή έσωσε με κίνδυνο της ζωής του πολλούς ’Άγγλους στρατιώτες. Με τις εμπειρικές ιατρικές του γνώσεις γιάτρευε πολλούς -γνώριζε τρεις χιλιάδες βότανα- πάντα αφιλοκερδώς, πάντα ακούραστος, φιλότιμος και πρόσχαρος. Διακρινόταν, ο καλοκάγαθος αυτός μοναχός, για τη μεγάλη, σταθερή και συνεχή ευσπλαχνία του.
Περί το 1940 πήγε στη μονή των Αγίων Αναργύρων Πάρνωνα. Δεν έτρωγε ποτέ κρέας. Αρκούνταν σε λίγα χόρτα. Ήταν φιλότιμος, φίλεργος κι ευχάριστος στις συζητήσεις του.
Το τέλος του φιλάνθρωπου αυτού Ιβηρίτου μοναχού ήταν μαρτυρικό. Για άγνωστους λόγους τον έπιασαν οι συμμορίτες, του έκοψαν το αριστερό πόδι με χασαπομάχαιρο και τον πλήγωσαν θανάσιμα στην καρδιά. Μια καρδιά που από μικρό παιδί είχε αφιερώσει στον Θεό, δίχως να σκέφτεται διόλου τον εαυτό του. Εξέπνευσε στις 25.7.1942, εορτή της αγίας θεοπρομήτορος Άννης. Πολλοί λυπήθηκαν για την απώλειά του. Έλεγαν πως «τον Αββακούμ δεν τον κόλλαγαν οι σφαίρες». Και γι’ αυτό φαίνεται τον μαχαίρωσαν.
Πηγές-Βιβλιογραφία:
Διονυσίου Λήμνου μητροπ.. Πιστοί άχρι θανάτου, Αθήναι 1959. σσ. 160-161. Νικολάου Ί. Κουφού, Τα Βέροια Λακεδαίμονος. Πάρνων 2001, σσ. 223-225.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1956-1983, σελ. 483, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Αγιορείτες Άγιοι εορτάζοντες την 26η Ιουλίου

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Παγκράτιος αρχιμανδρίτης Βατοπαιδινός (†1894)


Προσήλθε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου μετά το 1830. Διετέλεσε ηγούμενος στα μετόχια της Μονής στη Μολδοβλαχία. Το 1857 δωρίζει περίτεχνο άγιο Ποτήριο, το 1858 αναλαμβάνει τα έξοδα της επιχρύσωσης του δεσποτικού θρόνου του καθολικού, το 1882 ανακαινίζει τα παρεκκλήσια της Αγίας Τριάδος, των Αρχαγγέλων και των Τριών Ιεραρχών, το 1885 δωρίζει τον μεγάλο πολυέλαιο του καθολικού, που κατασκευάστηκε στη Βιέννη, καθώς και τους πολυελαίους των παρεκκλησίων της Αγίας Ζώνης και του Αγίου Δημητρίου.
Κοιμήθηκε το 1894 στη Μονή Βατοπαιδίου, ενώ η κάρα του σώζεται στο χώρο του ιερού βήματος όπου φυλάσσονται τα άγια λείψανα, δείγμα της ενάρετης διαγωγής του ανδρός.
(Βατοπαιδινή Προσωπογραφία, Ημερολόγιο Μονής Βατοπαιδίου 2014)
Φωτογραφίες: http://athosprosopography.blogspot.gr

Αθανάσιος μοναχός Βατοπαιδινός (1853 - 1912)


Ο Αθανάσιος ο Βατοπαιδινός (κατά κόσμον Αστέριος Νικολαΐδης) διαδέχθηκε τον Χρυσόστομο Λαυριώτη στη Σχολαρχία της Αθωνιάδας καί τη διηύθυνε δέκα χρόνια, από το 1889 έως το 1899[1].
Ο μοναχός Αθανάσιος γεννήθηκε το 1853 στην Κομοτηνή. Το 1865 ήλθε και κοινοβίασε στην Ι. Μονή Βατοπαιδίου, όπου και το 1873 εκάρη μοναχός. Μαθήτευσε στη σχολή της Μονής του και στη συνέχεια το 1877 στάλθηκε από τη Μονή του και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1885[2].
Σε ηλικία 36 ετών, το 1889, διορίστηκε Σχολάρχης στην Αθωνιάδα.
Τα πρώτα πέντε χρόνια δίδασκε μόνος χωρίς βοηθό[3]. Από το 1894 μέχρι την αποχώρησή του από την Αθωνιάδα ειχε βοηθό τον μοναχό Κορνήλιο Λαυριώτη.
Ως διδάσκαλος και Διευθυντής της Σχολής κατά τη δεκαετία 1889-1899 εργάσθηκε με ζήλο· διακρινόταν για την αγαθότητα και τη σύνεση του· αγωνίστηκε και αυτός για να παρεμποδισθεί η επέλαση των Ρώσων στο Άγιον Όρος· για τον λόγο αυτό και ταλαιπωρήθηκε από τους μοναχούς που τηρούσαν φιλορωσική στάση[4]. Πέθανε σε ηλικία 59 ετών, το 1912, στο μετόχι της Βατοπαιδίου στη Θάσο.
Παραπομπές
1. Αρχιμ. Χριστοφόρου Κτενά, Η Σύγχρονος Αθωνιάς… δ.π., σ. 72.
2. Βασιλείου Σταυρίδου, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, δ.π., σ. 265.
3. Αρχιμ. Χριστοφόρου Κτενά, Η Σύγχρονος Αθωνιάς… δ.π., σ. 72.
4. Αρχιμ. Χριστοφόρου Κτενά, Η Σύγχρονος Αθωνιάς… δ.π., σ. 74.
Πηγή: Νικηφόρου Κωνσταντίνου (Μικραγιαννανίτου) Μητροπολίτου Κεντρώας Αφρικής (πρώην σχολάρχου Αθωνιάδος Εκκλησιαστικής Ακαδημίας), Η Αθωνιάδα Ακαδημία κατά τη δεύτερη περίοδο (1842-1940), Μικρά Αγία Άννα, Άγιον Όρος, Α΄έκδοση 2012

Ανανίας αρχιμανδρίτης Βατοπαιδινός (1806 - 1876)


Ο Ανανίας γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1806.
Προτού ενταχθεί στη βατοπαιδινή αδελφότητα, το 1833, είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία Σχολή και είχε χειροτονηθεί διάκονος.
Ως αρχιμανδρίτης διετέλεσε, από τα τέλη της δεκαετίας του 1840 και έως το 1872, ηγούμενος της Μονής Γκόλια, επίτροπος των μετοχίων της Μονής Βατοπαιδίου στη Μολδαβία (και μετά στη Βεσσαραβία) και πληρεξούσιος του Αγίου Όρους για τις υποθέσεις των αθωνικών περιουσιών στη Ρουμανία.
Πέθανε στη Μονή Βατοπαιδίου το 1876.
Ο Ανανίας βοήθησε την παιδεία του Γένους με τη μεγάλη του δωρεά (12.000 φλουριά) προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1859, το οποίο τον ανεκήρυξε Μέγα Ευεργέτη. Συνέβαλε στην ανέγερση της Μεγάλης του Γένους Σχολής, το 1875, προσφέροντας 6.000 λίρες. Η συλλογή των βιβλίων του, το αρχείο του και προσωπικά του αντικείμενα φυλάσσονται στη Μονή Βατοπαιδίου.
(Βατοπαιδινή Προσωπογραφία, Ημερολόγιο Μονής Βατοπαιδίου 2014)
Πηγή φωτογραφιών: http://athosprosopography.blogspot.gr

Δαμασκηνός μοναχός Αγιαννανίτης (†1916)


Η καταγωγή του μακαρίου αυτού ανδρός ήταν από το Αιβαλί της Μ. Άσίας. Υπήρξε υποτακτικός του Γέροντος Ονουφρίου του Κυπρίου. Ησύχαζε σε μία σπηλιά μεταξύ των Καλυβών Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και Υπαπαντής του Κυρίου. Με την τέλεια ησυχία καθάρισε το νου του από κάθετι το γήινο κι έγινε διδάσκαλος της νοεράς προσευχής.
Φλεγόμενος από θείο έρωτα ζήτησε άδεια από τον παπα-Μηνά τον Μαυροβούνιο (†1916) να του δώσει ευλογία να μεταβεί σε ακόμη πιο ησυχαστικό τόπο, για ν’ αφοσιωθεί πιο πολύ στον Χριστό.
Ο παπα- Μηνάς του είπε: «Θα σου επιτρέψω να υπάγης εις τόπον ήσυχον, αλλά όμως εντός του ιερού τόπου της σκήτης. Επάνω από την Καλύβην της Αγίας Τριάδος, προς το μέρος των βράχων είναι ένα μισογκρεμισμένον καλύβι, εκεί να υπάγης να ησυχάσης, να σε έχω και εγώ παρηγορίαν εις τον κόσμον τούτον, καθότι είμεθα ενός πνευματικού πατρός τέκνα».
Με χαρά ψυχής μεγάλη πήγε και άρχισε να γκρεμίζει το ξεροκάλυβο. Τότε βρήκε τρία ακέραια λείψανα οσίων ασκητών να ευωδιάζουν. Με ανάμεικτα αισθήματα δέους και αγαλλιάσεως σκεπτόταν τι να πράξει. Τότε, προσευχόμενος, βλέπει τρεις ουράνιους ανθρώπους να του λέγουν: «Γερο-Δαμασκηνέ, εάν ηθέλαμεν την δόξαν και τους επαίνους των ανθρώπων, δεν θα είχομεν έλθει να καθήσωμεν εις αυτά τα βράχια, όπου υστηρήθημεν και αυτό το νερό διά να εύρωμεν ανάπαυσιν εις την Βασιλείαν των Ουρανών. Δι’ αυτό θα λάβης αυτά τα τρία λείψανα και θα υπάγης να τα ρίψης εις άγνωστον τόπον, διά να μένουν εκεί έως της κοινής Αναστάσεως, ώστε εν τη ημέρα της Κρίσεως να μας πληρώση ο πλουσιόδωρος Θεός, ο οποίος μας αξίωσε διά της αγάπης Του να παραμείνωμεν εις τον τόπον τούτον»! Έτσι κι έκανε.
Όταν τέλειωσε την Καλύβη του, πήγαιναν πολλοί πατέρες και νέοι για να διδαχθούν τα μυστικά της καρδιακής ευχής. Οι διδαχές του ήταν πολλές, μα δεν σώθηκαν, γιατί δεν σκέφθηκε κανείς να τις καταγράψει. Οι μαθητές του τον μιμήθηκαν στην άσκηση και την υψηλή νοερά εργασία.

Ιωακείμ μοναχός Αγιαννανίτης, ο ληστής (†1889)


Ο μοναχός Ιωακείμ Αγιαννανίτης γεννήθηκε στο χωριό Καλλικράτης Σφακίων της Κρήτης στα μέσα του 19ου αιώνος. Ως λαϊκός ήταν ληστής φοβερός και αποτε­λούσε τον φόβο και τον τρόμο των Τούρκων. Βοηθούσε στα κρυφά τους χριστιανούς. Ο Τούρκος αγάς του έδινε τα πάντα μόνο να φύγει από την Κρήτη.
Με την παρουσία καί βοήθεια της Αγίας Άννας ήλθε στην αγιορείτικη σκήτη της κι εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωακείμ. Επί πεντα­ετία έμεινε πλησίον του Κυριακού σ’ ένα κελλάκι νουθετούμενος ταπεινά από τους πατέρες της σκήτης. Κατόπιν πήγε σ’ ένα σπήλαιο, για να συνεχίσει τους ασκητικούς του αγώνες, υπομένοντας τον παγετό του χειμώνα καί τον καύσωνα του θέρους. Κατά την επίσκε­ψη του σε αυτόν ο Γέροντας Ιωακείμ Σπετσιέρης γράφει: «Ουδέν είδον να έχη το σπήλαιον του ειμή μίαν στάμναν με νερόν, ούτε κλίνην ούτε ρούχα ύπνου, ει μη εκείνα άτινα εφόρει, μεθ’ ων καί εκοιμάτο, αν καί το πλείστον της νυκτός ηγρύπνει προσευχόμενος. Ως δε εννόησα έπαιρνεν ολίγον ύπνον καθήμενος καί ακουμβών εις τον τοίχον του σπηλαίου».

Γαβριήλ ιερομόναχος Αγιαννανίτης (1877 - 1956)


Ο κατά κόσμον Γεώργιος Κάρτσωνας του Διονυσίου και της Ελένης γεννήθηκε στα Αρφαρά της Μεσσηνίας το 1877 από πολύτεκνους και ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας του ήταν ο τελευταίος δήμαρχος φουστανελάς της πόλης τους.
Προσήλθε στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου της σκήτης της Αγίας Άννης το 1896. Εκάρη μοναχός από τον Γέροντα Γεράσιμο († 1917) το 1899. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος το 1901. Αργότερα κατεστάθη και Πνευματικός. Ασκήτευε μαζί με τους τρεις καλούς κατά σάρκα αδελφούς του: τους ιερομονάχους Σεραφείμ († 1966), που ήλθε το 1902, και Διονύσιο († 1959), που ήλθε το 1904, και τον μοναχό Χρυσόστομο († 1941). Φύλαγε, ως λέγουν, αυστηρότητα για τον εαυτό του και μεγάλη αγάπη για τους άλλους. Ήταν γνωστός και πολύ καλός αγιογράφος. Γέροντας φιλόξενος και ελεήμων. Όλοι οι παλαιοί θυμούνται με θαυμασμό την αβραμιαία φιλοξενία τους.

Ονούφριος μοναχός Αγιαννανίτης (1845 - 1935)


Καταγόταν από την αρχιερατική επαρχία Μέτρων της Α. Θράκης και ήταν υιός πλούσιου βοσκού πολλών προβάτων. Βόσκοντας τα πρόβατα ο ίδιος δεν παρέλειπε να προσεύχεται. Νέος αποφάσισε τη μοναχική του αφιέρωση. Με μία κάπα μόνο ξεκίνησε, δίχως χρήματα και πράγματα μαζί του, για το Άγιον Όρος. Μετά από πολλές περιπέ­τειες έφθασε στον αθωνικό λιμένα της σωτηρίας το 1888.
Πήγε στη μονή Ιβήρων να προσκυνήσει την Παναγία την Πορταΐτισσα. Κάποιος τον πλησίασε, και όταν πληροφορήθηκε ότι ήλθε για να μονάσει, του είπε να πάει στον παπα-Μηνά τον Μαυροβούνιο στη σκήτη της Αγίας Άννης. Πήγε, κτύπησε τη θύρα, εξήλθε ο παπα-Μηνάς και τον υποδέχθηκε μετά χαράς, λέγοντάς του ότι η Παναγία τον έφερε από την Πόλη.
Ο νέος θαύμασε πώς γνώριζε ο Γέροντας τα κατ’ αυτόν, δίχως να του έχει πει τίποτε. Εισερχόμενος στον ναό να προσκυνήσει βλέπει την εικόνα της Παναγίας «ιδρωμένη». Κατάλαβε ότι ο Γέροντας προσευχόταν στην Παναγία κι εκείνη φώτισε τον άνθρωπο στη μονή Ιβήρων να τον κατευθύνει εδώ. Ως δόκιμος έκανε άκρα υπακοή. Έτσι ο παπα-Μηνάς (†1916) σύντομα τον έκειρε μοναχό το 1890 και του έδωσε το όνομα του Γέροντός του Ονουφρίου του Κυπρίου, τον οποίο κάποτε για την υπακοή του άγγελοι τον μετέφεραν με βάρκα από τη Δάφνη στην παραλία της Αγίας Άννης.
Μεγάλης αρετής ήταν και ο Γέροντάς του παπα-Μηνάς στην Καλύβη της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ο π. Ονούφριος είχε όλη την ελπίδα του στην Οικονόμισσα, Πορταΐτισσα, Βηματάρισσα, Τριχερούσα κι Έφορο του Αγίου Όρους Κυρία Θεοτόκο. Την επεκαλείτο μετά πολλής ευλαβείας και πολλών δακρύων. Έλεγε στον υποτακτικό του παπα-Χρύσανθο (†1981): «Προσεύχου και έχε χαράν μεγάλην, όπου μας έφερεν εις το Περιβόλι της. Και όχι μόνον εδώ είναι Μητέρα η Παναγία, αλλά και όπου υπάρχει μοναστήρι ή εκκλησία εις το όνομά της, είναι τροφός, παρήγορος, και προ πάντων δότειρα της καρδιακής νοεράς προσευχής. Αυτή μελέτα διά να σωθώμεν. Διότι είναι σωσίβιον της ζωής μας της προσκαίρου».
Άλλοτε πάλι έλεγε στον ίδιο: «Με φωνάς αλαλήτους και γεμάτες από χαράν να επικαλήσαι το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το οποίον λέγεται και όμμα πάσης κτίσεως. Αυτό όταν εισέλθη εις την καρδίαν του μοναχού, ανεβαίνεις πολύ υψηλά, εκεί θα διδαχθής τί είναι ο εσωτερικός σου άνθρωπος, και όταν θα διδαχθής τί είναι ο εσωτερικός σου άνθρωπος, θα φροντίσης κατόπιν να τον καθαρίσης τελείως διά του γλυκυτάτου ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τόσον δε θα ηδυνθή ο νους και η διάνοιά σου, όπου δεν θα φεύγουν καθόλου από μέσα από την καρδίαν σου …».
Οι λόγοι του φανέρωναν την εσωτερική του κατάσταση. Δεν ήθελε να λυπήσει ποτέ κανένα και υπόμενε πολλές θλίψεις με πολλή ακακία. Αξιώθηκε να δει την αγία Άννα να διακονεί το Κυριακό της σκήτης. Στα πνευματικά παιδιά του πάντα έφερνε για παράδειγμα τον άγιο Γέροντά του. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 18.9.1935 ενενηντάχρονος.
Πηγές- Βιβλιογραφία
Χρυσάνθου Αγιαννανίτου ιερομ., Γεροντικαί ενθυμήσεις και διηγήσεις, τ. Α’, Μώλος Λοκρίδος 2008, σσ. 152-173.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄, σελ. 299-300, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Αβέρκιος ιερομόναχος Αγιαννανίτης (1822 - 1915)


Με μεγάλη υπακοή ζούσε στην Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου της σκήτης της Αγίας Άννης. Ο Γέροντάς του ήταν αρκετά αυστηρός, ο σπουδαίος Πνευματικός Γρηγόριος Μικραγιαννανίτης († 1899). Νέος ήλθε από την Αγχίαλο της Βουλγαρίας. Ήταν ανεψιός του ενάρετου μητροπολίτη Σμύρνης Βασιλείου (1882-1910). Μιλούσε άριστα τα βουλγαρικά και τα ελληνικά.
Στους υποτακτικούς του έλεγε: «Ο μοναχός ο Αγιαννανίτης δεν επιτρέπεται να έβγει έξω από τη σκήτη, διά να μη χάση τον δρόμον της πρακτικής αρετής, η οποία ανεβάζει τον μοναχόν εις τα ύψη της εσωτερικής εργασίας». Πολλοί έφθαναν στο κελλί του για να εξομολογηθούν. Συνήθιζε να λειτουργεί συχνά και ανυπόδητος. Λόγος απρόσεκτος δεν βγήκε ποτέ από το στόμα του. Δεν άφηνε περαστικό να μην τον φιλοξενήσει, να μην τον παρηγορήσει με λόγους αγίων πατέρων. Άλλοτε άφηνε το κέρασμα, πέντε-έξι σύκα ξερά κι ένα ποτήρι νερό στην είσοδο, έκανε υπόκλιση και αναχωρούσε, για να μην περιπέσει σε αργολογία.
Στις παγκοινιές της σκήτης πρώτος έτρεχε. Του έλεγαν οι άλλοι πατέρες: «Πνευματικέ μας, είσαι γέρων τη ηλικία, λειτουργία κάθε ημέρα, ψωμί και νερό κάθε ημέρα, τι θα γίνης; Πρέπει να λυπάσαι το σαρκίον σου, διά να σε υπηρετήση μέχρι να πορευθής εις τον τάφον σου». Απαντούσε ένδακρυς: «Πατέρες μου, τώρα όπου είμαι γέρων, πρέπει να φυλάξω την υπακοήν, διά να μην ευρεθώ ανυπότακτος, όταν θα εξέρχεται η ψυχή μου και κολασθώ».
Ένας νέος ήλθε να μονάσει πλησίον του. Με το να κάνει στον Γέροντα απόλυτη υπακοή, υπομένοντας την ασθένεια της φυματιώσεως, έσωσε την ψυχή του. Οι τελευταίοι του λόγοι ήταν ότι συνοδεύουν την ψυχή του οι άγιοι του Αγίου Όρους κι έγινε το πρόσωπό του κατάλευκο. Ο παπα-Αβέρκιος ήταν πάντοτε ακριβής ως υποτακτικός, Γέροντας, λειτουργός και Πνευματικός. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 27.8.1915.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1956-1983, σελ. 117, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

http://www.pemptousia.gr

Βικέντιος μοναχός Αγιαννανίτης (1872 - 1961)


Κατά κόσμον ονομαζόταν Γεώργιος Δράκος του Δημητρίου και της Βασιλικής. Ο μακάριος αυτός Γέροντας γεννήθηκε στο χωριό Στανός Βάλτου Μεσολογγίου το 1872. Προσήλθε το 1915 στην Καλύβη Αγίου Δημητρίου στη σκήτη της Αγίας Άννης. Εκάρη μοναχός το 1916. Ο Γέροντας Χερουβείμ γράφει πολύ ωραία γι’ αυτόν τον αγωνιστή: «Ο γερο-Βικέντιος ήταν γεμάτος φυσική απλότητα. Όπου κι αν βρισκόταν, προσευχόταν με δυνατή φωνή στα μονοπάτια, στο Κυριακό, στις συναντήσεις του με τους άλλους. “Σώσε με, Παναγία μου. Σώσε με. Ελέησέ με”, τον ακούγαμε συχνά να φωνάζη. Η φωνή του έβγαινε με πόνο, με αγωνία, σαν από πληγωμένα στήθη.
Η πονεμένη κραυγή του θύμιζε τα σοφά λόγια του αγίου Μακαρίου: “Εάν στενάξη η ψυχή και βοήση προς τον Θεόν, εξαποστέλλει αυτή τον πνευματικόν Μωϋσέα, τον λυτρούμενον αυτήν εκ της δουλείας των Αιγυπτίων. Αλλά πρώτον βοά και στενάζει και τότε της απολυτρώσεως την αρχήν λαμβάνει”.
Τον απασχολούσε ακατάπαυστα η υπόθεσις της σωτηρίας. Του δημιουργούσε ψυχική οδύνη. Όταν συναντούσε κάποιον στον δρόμο, μετά το “ευλογείτε”, συνήθιζε να ερωτά με την βαρειά ρουμελιώτικη προφορά του, γιατί καταγόταν από τα μέρη του Καρπενησιού:
– Τί λες, ωρέ πάτερ, θα σωθούμε;
Τίποτε άλλο δεν έλεγε. Τίποτε άλλο δεν τον απασχολούσε. Ήταν ένας άλλος Εφραίμ Σύρος στην κατάνυξη.
“Σώσε με, Παναγία μου”, παρακαλούσε, κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. “Μη μ’ αφήσεις να χαθώ. Εγώ για την αγάπη του Υιού σου ήλθα εδώ από παιδί. Σώσε με, Παναγία μου, σώσε με”. Είτε εργαζόταν είτε περπατούσε στον δρόμο, φώναζε διαρκώς κι έκλαιγε σχεδόν αδιαλείπτως. “Σώσε με, Παναγία μου”…
Μέσα στην απλή καρδιά τού Γέροντος Βικεντίου, όπου αναπαυόταν η Παναγία με τον Υιόν της, τον “Ηγαπημένον” του, αυτός ο θρήνος, αυτά τα δάκρυα μου φαίνεται πως εγεννούσαν κάποια ανεκλάλητη κρυφή χαρά. Πάντοτε ρωτούσα να μαθαίνω, τί γίνεται αυτός ο ευλογημένος άνθρωπος. Μέχρι που εκοιμήθη, προσευχόταν με τον ίδιο τρόπο θρηνών και οδυρόμενος. Ο θάνατός του, καθώς με πληροφόρησαν οι αδελφοί Καρτσωναίοι ήταν θάνατος ενός οσίου, ενός ήρωος της θρηνώδους προσευχής».
Δεν μπορεί να μη εισακούσθηκαν οι πρεσβείες της Θεοτόκου και να πήγαν χαμένες τόσες επικλήσεις και τόσα χαρμολυπικά δάκρυα και τόσες μουλιασμένες στο κλάμα προσευχές. Αναπαύθηκε ήσυχα και ωραία στις 12.10.1961.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Χερουβείμ αρχιμ., Νοσταλγικές αναμνήσεις από το Περιβόλι της Παναγίας, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 152-153.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 649-650 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Βικέντιος μοναχός Αγιαννανίτης (1872 - 1961)


Κατά κόσμον ονομαζόταν Γεώργιος Δράκος του Δημητρίου και της Βασιλικής. Ο μακάριος αυτός Γέροντας γεννήθηκε στο χωριό Στανός Βάλτου Μεσολογγίου το 1872. Προσήλθε το 1915 στην Καλύβη Αγίου Δημητρίου στη σκήτη της Αγίας Άννης. Εκάρη μοναχός το 1916. Ο Γέροντας Χερουβείμ γράφει πολύ ωραία γι’ αυτόν τον αγωνιστή: «Ο γερο-Βικέντιος ήταν γεμάτος φυσική απλότητα. Όπου κι αν βρισκόταν, προσευχόταν με δυνατή φωνή στα μονοπάτια, στο Κυριακό, στις συναντήσεις του με τους άλλους. “Σώσε με, Παναγία μου. Σώσε με. Ελέησέ με”, τον ακούγαμε συχνά να φωνάζη. Η φωνή του έβγαινε με πόνο, με αγωνία, σαν από πληγωμένα στήθη.
Η πονεμένη κραυγή του θύμιζε τα σοφά λόγια του αγίου Μακαρίου: “Εάν στενάξη η ψυχή και βοήση προς τον Θεόν, εξαποστέλλει αυτή τον πνευματικόν Μωϋσέα, τον λυτρούμενον αυτήν εκ της δουλείας των Αιγυπτίων. Αλλά πρώτον βοά και στενάζει και τότε της απολυτρώσεως την αρχήν λαμβάνει”.
Τον απασχολούσε ακατάπαυστα η υπόθεσις της σωτηρίας. Του δημιουργούσε ψυχική οδύνη. Όταν συναντούσε κάποιον στον δρόμο, μετά το “ευλογείτε”, συνήθιζε να ερωτά με την βαρειά ρουμελιώτικη προφορά του, γιατί καταγόταν από τα μέρη του Καρπενησιού:
– Τί λες, ωρέ πάτερ, θα σωθούμε;
Τίποτε άλλο δεν έλεγε. Τίποτε άλλο δεν τον απασχολούσε. Ήταν ένας άλλος Εφραίμ Σύρος στην κατάνυξη.
“Σώσε με, Παναγία μου”, παρακαλούσε, κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. “Μη μ’ αφήσεις να χαθώ. Εγώ για την αγάπη του Υιού σου ήλθα εδώ από παιδί. Σώσε με, Παναγία μου, σώσε με”. Είτε εργαζόταν είτε περπατούσε στον δρόμο, φώναζε διαρκώς κι έκλαιγε σχεδόν αδιαλείπτως. “Σώσε με, Παναγία μου”…
Μέσα στην απλή καρδιά τού Γέροντος Βικεντίου, όπου αναπαυόταν η Παναγία με τον Υιόν της, τον “Ηγαπημένον” του, αυτός ο θρήνος, αυτά τα δάκρυα μου φαίνεται πως εγεννούσαν κάποια ανεκλάλητη κρυφή χαρά. Πάντοτε ρωτούσα να μαθαίνω, τί γίνεται αυτός ο ευλογημένος άνθρωπος. Μέχρι που εκοιμήθη, προσευχόταν με τον ίδιο τρόπο θρηνών και οδυρόμενος. Ο θάνατός του, καθώς με πληροφόρησαν οι αδελφοί Καρτσωναίοι ήταν θάνατος ενός οσίου, ενός ήρωος της θρηνώδους προσευχής».
Δεν μπορεί να μη εισακούσθηκαν οι πρεσβείες της Θεοτόκου και να πήγαν χαμένες τόσες επικλήσεις και τόσα χαρμολυπικά δάκρυα και τόσες μουλιασμένες στο κλάμα προσευχές. Αναπαύθηκε ήσυχα και ωραία στις 12.10.1961.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Χερουβείμ αρχιμ., Νοσταλγικές αναμνήσεις από το Περιβόλι της Παναγίας, Ωρωπός Αττικής 1981, σσ. 152-153.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 649-650 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Ιωακείμ ιερομόναχος Αγιαννανίτης (1895 - 1950)


Καλαμάτα 1895 – Αγία Άννα Αγίου Όρους, Σεπτέμβριος 1950
(Δημοσίευση φωτογραφίας: Χερουβείμ αρχιμανδρίτης, 1968)
Ένα ευλογημένο σκεύος της Χάριτος του Κυρίου στον 20ό αιώνα, που σε όλη του τη ζωή διατήρησε την αγάπη για την κατά Χριστόν άσκηση και ευχή.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Α). Γέννηση-ανατροφή:
Ο κατά κόσμο Ιωάννης Νικολαΐδης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1895, από ευσεβείς γονείς. στην πόλη αυτή τέλειωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Σαν έφηβος ήταν πολύ στοχαστικός και ζωηρός. Ζητούσε να γνωρίσει τον… Θεό. Γι’ αυτό και ανακάλυψε τον Ηλία Παναγουλάκη. Επρόκειτο περί ενός αυστηρού νηστευτή που ζούσε σε μια σπηλιά κοντά στην Καλαμάτα. Γύρω απ’ αυτόν τον άνθρωπο είχε δημιουργηθεί ένα πνευματικό κίνημα στην ευρύτερη περιοχή, το οποίο δεν όφειλε την δημιουργία του τόσο στα φλογερά κηρύγματα και τις ιδιαίτερες συζητήσεις που έκανε αυτός ο αγράμματος άνθρωπος, αλλά στην ίδια την ζωή του. Εκεί λοιπόν μπήκαν τα θεμέλια του Ιωάννη…
Β). Ταξίδι στην Αμερική:
Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο, αναχώρησε για σπουδές στην Αμερική, σ’ έναν κόσμο που προωθούσε το «Αμερικανικό όνειρο» της ευημερίας, του πλούτου και της ξεγνοιασιάς. Όμως ο νεαρός σπουδαστής ήδη είχε μάθει να μην προσκυνάει «θεούς αλλοτρίους»!!! Κύρια απασχόλησή του ήταν η πνευματική καλλιέργεια και η μελέτη. Σε ότι καταπιανόταν αρίστευε. Δεν πρέπει πάντως να λησμονήσουμε κατά την περίοδο αυτή και την …πρακτική του εξάσκηση σαν ιεροκήρυκας, που επιτελούσε στο πνευματικό έργο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, όπου Έξαρχος ήταν ο Επίσκοπος Παντελεήμων.
Πολλές ενορίες, με την ευλογία του Επισκόπου, τον καλούσαν στον άμβωνα για να κηρύξει. Για τον λόγο αυτό ο Σεβασμιότατος τόλμησε να τον ρωτήσει τι σκέψεις έχει για το μέλλον του, οπότε και ο Ιωάννης του αποκάλυψε πως δεν τολμούσε να εκμυστηρευτεί τον πόθο του για ιεροσύνη, από αίσθηση αναξιότητας… Μόνον εάν ο Θεός καλέσει κάποιον με τρόπο ανεξάρτητο από τη θέλησή του οφείλει αυτός να υπακούσει με τρόμο. Έτσι τον είχε διδάξει ο πνευματικός δάσκαλός του στην Καλαμάτα!