Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Άγιος ιερομάρτυς Ανδρόνικος επίσκοπος Περμ(+7 Ιουνίου 1918)

Ο Άγιος ιερομάρτυς Ανδρόνικος γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1870 . στο χωριό Ποβόντνεβο της επαρχίας Γιαροσλάβ, στην κεντρική Ρωσία. Στο Άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Βλαδίμηρος.

Στην ηλικία δέκα χρονών γράφτηκε σε Εκκλησιαστικό Σχολείο και μετά την αποφοίτηση του, το 1885 . στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Γιαροσλάβ.

Το 1891  ως αριστούχος απόφοιτος του Σεμιναρίου, έγινε δεκτός στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας. Τα χρόνια εκείνα ο νεαρός φοιτητής συναντήθηκε με τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης  και ζήτησε τις φωτισμένες συμβουλές του.
Την 1η Αυγούστου του 1893 στον ναό της Ακαδημίας τελέστηκε ή μοναχική του κουρά. Στις 6 Αυγούστου του 1893 ο μοναχός Ανδρόνικος χειροτονήθηκε διάκονος, και στις 22 Ιουλίου του 1895 . χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1897  διορίζεται από την Ιερά Σύνοδο στην ορθόδοξη Ιεραποστολή της Ιαπωνίας.
Τον Μάρτιο του 1899 έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1906 ο π. Ανδρόνικος διορίστηκε βοηθός του επισκόπου Νικολάου στην Ιαπωνία. Λόγω της εύθραστης υγείας του αρρώστησε βαριά και στις 7 Ιουλίου του 1907  η Σύνοδος αποφάσισε την ανάκληση του από την Ιαπωνία.
Στις 26 Οκτωβρίου του 1907 η Ίερά Σύνοδος ανέθεσε στον επίσκοπο Ανδρόνικο την προσωρινή διαποίμανση της επαρχίας Χόλμ, και στις 15 Μαρτίου του 1908 διορίστηκε βοηθός του αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ.
Στις 8 Μαρτίου του 1913 ανέλαβε την διαποίμανση των επαρχιών Ομσκ και Παβλοντάρσκ της Δυτικής Σιβηρίας.
Τον Αύγουστο του 1914 η Ιερά Σύνοδος απεφάσισε να τον μεταθέσει για άλλη φορά στην εκκλησιαστική επαρχία Πέρμ στη Βόρεια Ρωσία.
Στις 6 Ιουνίου του 1918  όργανα του αθεϊστικού καθεστώτος, αφού τον σκέπαζαν ζωντανό με χώμα στον τάφο, πυροβόλησαν μερικές φορές τον γενναίο αθλητή της πίστεως αρχιεπίσκοπο Ανδρόνικο και σε λίγο το μαρτυρικό του λείψανο ήταν θαμένο στη γη.
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ

Στις 3 Ιουνίου του 1918  ο ιεράρχης πληροφορήθηκε τα σχέδια της συλλήψεώς του από έναν τυχαίο ακροατή τους. Αποφάσισε, ωστόσο, να μην εγκαταλείπει την επαρχία, αλλά να παραμείνει στη θέση του, ανάμεσα στο ποίμνιό του, και, αν ήταν θέλημα του Κυρίου, να μαρτυρήσει γι' Αυτόν.
Ενημέρωσε τους συνεργάτες του. Έστειλαν στο καμπαναριό του Καθεδρικού Ναού τον μοναχό Μιχαήλ με την εντολή να σημάνει συναγερμό με τις καμπάνες τη στιγμή της συλλήψεως.

Την ίδια νύχτα, μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, όλο το τετράγωνο, στο οποίο βρισκόταν το επισκοπείο, κυκλώθηκε από στρατιώτες. Είχαν φέρει μιαν άμαξα με γρήγορα άλογα, με την οποία θα έβγαζαν τον αρχιεπίσκοπο από την πόλη το συντομότερο δυνατό και θα τον οδηγούσαν στη γειτονική πόλη Μοτοβίλιχα.
Μέσα στο σκοτάδι μερικές φιγούρες πλησίασαν την εξώπορτα της αρχιερατικής κατοικίας. Ήταν κλειδωμένη. Την ξήλωσαν και μπήκαν. Χτύπησαν την άλλη πόρτα. Άνοιξε ο θυρωρός.
-Πού είναι ο Ανδρόνικος;
-Πάνω.

Μερικοί οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν εκεί. Ανέβηκαν μόνο τρεις άνδρες, ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Περμ Μάλκωφ, ο αστυνομικός διευθυντής της Περμ Ιβάντσενκο και ο βοηθός του αστυνομικού διευθυντή της Μοτοβίλιχα, Ζουζγκώφ. Ο δεσπότης αγρυπνούσε μαζί με δύο κληρικούς.
-Ποιος από σας είναι ο αρχιεπίσκοπος Ανδρόνικος; τους ρώτησαν.
-Εγώ είμαι, απάντησε ήρεμα ο ιεράρχης.
Τη στιγμή εκείνη οι καμπάνες του Καθεδρικού Ναού σήμαναν συναγερμό. Ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί, και η καμπανοκρουσία σταμάτησε.

Πρόσταξαν τον αρχιεπίσκοπο να τους ακολουθήσει δίχως χρονοτριβή. Εκείνος υπάκουσε αδιαμαρτύρητα. Σε λίγα λεπτά έμπαινε στην άμαξα, που περίμενε μπροστά στην εξώπορτα, μ' ένα τριμμένο ράσο, έναν καλογερικό σκούφο, το αρχιερατικό του εγκόλπιο και το ραβδί του στο χέρι. Δίπλα του κάθησε ο Ζουζγκώφ και απέναντί του ένας από τους επιτρόπους. Αμέσως η άμαξα κίνησε για τη Μοτοβίλιχα.
Οι στρατιώτες στο μεταξύ συνέλαβαν όσους βρήκαν στο επισκοπείο: τον αρχιμανδρίτη Παχώμιο, τον διάκονο Ευλόγιο, τον φύλακα, τον θυρωρό και τον κλητήρα. Τους μετέφεραν όλους αρχικά στην Εκτελεστική Επιτροπή και έπειτα στη φυλακή. Σύντομα, όμως, τους άφησαν ελεύθερους, αφού πρώτα τους πειθανάγκασαν να υποσχεθούν ενυπόγραφα ότι δεν θα μιλούσαν σε κανέναν για τη σύλληψη του αρχιεπισκόπου.

Η άμαξα σταμάτησε στο Αστυνομικό Τμήμα της Μοτοβίλιχα για αλλαγή αλόγων. Κατέβασαν τον δεσπότη και τον έκλεισαν σ' ένα γραφείο. Τότε τηλεφώνησε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εργατών της Μοτοβίλιχα Μιάσνικωφ και ζήτησε να τον περιμένουν. Άλλωστε, η μέρα είχε ήδη χαράξει. Η κίνηση, που είχε αρχίσει στους δρόμους, φόβιζε τους επίδοξους φονιάδες του αρχιεπισκόπου.
Όταν σε λίγο ήρθε ο Μιάσνικωφ, ανακοίνωσε στους αστυνομικούς πως αποφασίστηκε η αναβολή της εκτελέσεως. Το γνωστοποίησαν στον ιεράρχη, αλλά εκείνος δεν το πίστεψε.
-Γνωρίζω ότι θα με εκτελέσουν, είπε με βεβαιότητα....
Στις 5 Ιουνίου το βράδυ έγινε η μεταφορά του ιεράρχη στην Περμ και η παράδοσή του στην Εκτελεστική Επιτροπή....

Όλη την ημέρα της 6ης Ιουνίου του 1918  ο αρχιεπίσκοπος την πέρασε κλεισμένος στο κρατητήριο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Περμ. Τον φρουρούσαν κόκκινοι στρατιώτες ιδιαίτερα σκληροί, που τον χλεύαζαν και τον έβριζαν ασταμάτητα.
Το βράδυ τον έφεραν στο γραφείο για ανάκριση. Για πολλή ώρα ο πρόεδρος της Επιτροπής Μάλκωφ και το μέλος της Σίβκωφ τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Δεν απάντησε σε καμία. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και προσευχόταν ακατάπαυστα. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένες η ειρήνη και η ανδρεία...
Οι ανακριτές, βλέποντας ότι έχαναν τον καιρό τους, τον έστειλαν πάλι στο κρατητήριο. Η εκτέλεσή του ανατέθηκε στους αστυνομικούς Ουβάρωφ και Πλατούνωφ και σε τρεις Λιθουανούς.

Στη μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα έβγαλαν τον ιεράρχη από το κρατητήριο. Τότε πετάχτηκε από το υπόγειο ο Ζουζγκώφ και ζήτησε από τον Πλατούνωφ να τον πάρουν μαζί τους, γιατί ήθελε να παραβρεθεί «στην ταφή του Ανδρόνικου». Ο Πλατούνωφ του είπε ν' ανέβει στην άμαξα και να καθήσει δίπλα στον αρχιεπίσκοπο.
Στον δρόμο ο ιεράρχης ήταν καλοδιάθετος. Κάποια στιγμή γύρισε στον Ζουζγκώφ και του παραπονέθηκε ήρεμα:
-Στο Αστυνομικό Τμήμα της Μοτοβίλιχα μου φέρθηκαν καλύτερα. Εκεί δεν με χλεύαζαν...
Αντί γι' άλλη απόκριση ο Ζουζγκώφ του είπε οργισμένα:
-Ανακαλέστε την απόφαση για απεργία των παπάδων!
-Όχι, δεν θα την ανακαλέσω. Γνωρίζω καλά ότι με πάτε για εκτέλεση.

Ακολούθησαν την κεντρική οδό Σιμπίρσκι και βγήκαν από την Περμ. Πέντε βέρστια μακριά από την πόλη έστριψαν αριστερά και μπήκαν στο δάσος. Σταμάτησαν εκατό μέτρα πιό πέρα και κατέβηκαν από την άμαξα.
Ο Ζουζγκώφ έδωσε στον αρχιεπίσκοπο ένα από τα σκαπτικά εργαλεία, που είχαν πάρει μαζί τους, και τον πρόσταξε:
-Σκάψε τον τάφο σου!
Ο ιεράρχης άρχισε να σκάβει. Τον βοηθούσαν οι τρεις Λιθουανοί. Όταν τελείωσε, ο Ζουζγκώφ του έδωσε νέα προσταγή:
-Έλα, ξάπλωσε!
Υπάκουσε. Ο τάφος, όμως, ήταν μικρός και δεν τον χωρούσε. Σηκώθηκε και έσκαψε λίγο ακόμα. Ξάπλωσε για δεύτερη φορά στον τάφο, αλλά αυτός και πάλι αποδείχθηκε μικρός. Με το τρίτο σκάψιμο τον έφερε στα μέτρα του. Τότε ζήτησε την άδεια να προσευχηθεί. Του το επέτρεψαν. Προσευχήθηκε γύρω στα δέκα λεπτά. Έπειτα, αφού στράφηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ευλόγησε από μακριά το ποίμνιο του, είπε στους δήμιους του:
-Είμαι έτοιμος.
-Δεν θα σε τουφεκίσω, τον απείλησε ο Ζουζγκώφ. Ζωντανό θα σε θάψω, αν δεν ανακαλέσεις την απόφαση για την απεργία.
-Δεν θα την ανακαλέσω ποτέ, αποκρίθηκε ο ιεράρχης, ξαπλώνοντας στον τάφο.
Οι Λιθουανοί άρχισαν να τον σκεπάζουν με χώμα.
Ο Ζουζγκώφ πυροβόλησε μερικές φορές. Το σώμα του αρχιεπισκόπου ήταν εντελώς ακίνητο. Στη συνέχεια ο Πλατούνωφ πυροβόλησε δύο φορές. Τέλος, ο Ζουζγκώφ έριξε τη χαριστική βολή. Σε λίγο το μαρτυρικό λείψανο ήταν θαμμένο στη γη....

Σαν επίλογος
Στην τελευταία πασχαλινή εγκύκλιό του προς το πλήρωμα της Εκκλησίας της Περμ ο άγιος ιερομάρτυς Ανδρόνικος έγραφε:
«Πέρασε ένας χρόνος αφ' ότου η ζωή μας μετατράπηκε σε σκόνη από το φύσημα της βουλήσεως του Θεού, που μας εγκατέλειψε πρόσκαιρα και παιδαγωγικά. Με τέτοιους σκληρούς τρόπους συνέτιζε ο Κύριος το γένος μας από τα πανάρχαια χρόνια. Μέσα στα πιο τρομερά γεγονότα της ζωής, μέσα στις πιο μεγάλες συμφορές, όχι μόνο ορισμένοι άνθρωποι αλλά και λαοί ολόκληροι συναισθάνονταν την αδυναμία τους, αναγνώριζαν την αμαρτωλότητά τους και επέστρεφαν στον παντοδύναμο Προνοητή...
»Ας παραδεχθούμε την ενοχή μας ενώπιον του Θεού, ας παραδεχθούμε πως Εκείνος μόνο έχει τη δύναμη να μας σώσει, και ας ζητήσουμε ολόψυχα τη βοήθειά Του. Βλέπουμε ήδη, άλλωστε, ότι μας ευλογεί το παντοκρατορικό Του χέρι. Κοιτάξτε πόσο μας ωφέλησαν, πόσο μας αφύπνισαν, πόσο μας ψύχωσαν τα διατάγματα για την πίστη και την Εκκλησία, που εκδόθηκαν πρόσφατα στη χώρα μας. Η θύελλα σκορπίζει τον βαρύ, πυρωμένο και πνιγερό αέρα... Μπροστά στον κίνδυνο της στερήσεως της ελευθερίας τους, της ελευθερίας να πιστεύουν και να προσεύχονται, οι ορθόδοξοι Ρώσοι απέκτησαν πιο θερμή πίστη και πιο θερμή αγάπη προς την Εκκλησία...
»Υπήρξαν αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί που αναδείχθηκαν μάρτυρες και ομολογητές. Και οι πιστοί λαϊκοί με αυτοθυσία όρθωσαν το ανάστημά τους για την υπεράσπιση της πίστεως και της αγίας Εκκλησίας. Ήδη πολλοί, σε διάφορους τόπους, θυσίασαν και τη ζωή τους για την πίστη. Ο Κύριος ας αναπαύσει τις ψυχές τους και ας ελεήσει με τις προσευχές τους κι εμάς και τη Ρωσία».
Άγιε του Θεού ιερομάρτυρα Ανδρόνικε, πρέσβευε υπέρ ημών.

Άγιος Αλέξιος του Γκολοσέεβ(+11 Μαρτίου 1917)


Στις 14 Απριλίου 1840,σε μια οικογένεια στο Κίεβο γεννιόνταν το ένατο παιδί.Οι γονείς του έδωσαν το όνομα Βλαδίμηρος,ο μετέπειτα Όσιος Αλέξιος του Γκολοσέεβ.Το παιδί δεν μιλούσε μέχρι τα δώδεκά του χρόνια,όταν στην Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία ο τότε μητρόπολίτης και μετέπειτα Άγιος Φιλάρετος(Μητροπολίτης Κιέβου-19 Νοεμβρίου) του είπε:«Βλαδίμηρε,Χριστός Ανέστη».Την τρίτη φορά του απάντησε:«Αληθώς Ανέστη».

 Τα χρόνια πέρασαν και ο νεαρός Βλαδίμηρος καταλαμβανόμενος από θείο πόθο,κατεύθυνε τα βήματά του στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.Στην κουρά του ο ηγούμενος ήθελε να του δώσει το όνομα Νικόλαος,αλλά τη στιγμή εκείνη ξέχασε το όνομα.Μια εσωτερική φωνή του είπε ''Αλέξιος''Αυτό ήταν το όνομα που του δόθηκε.

 Ο Όσιος Αλέξιος ήταν ένας άνθρωπος που είχε την Θεία Χάρη και ένας μεγάλος πνευματικός.Εξομολογούσε και καθοδηγούσε πνευματικά χιλιάδες μοναχούς και λαϊκούς τόσο στην λαύρα των Σπηλαίων όσο και στην Μονή Γκολοσέεβ,χτισμένη από τον Άγιο Ιεράρχη Πέτρο Μοβίλα,τον 17ο αιώνα.

 Ο Όσιος Αλέξιος εκοιμήθη το 1917.Μετά την κοίμησή του έγιναν αναρίθμητα θαύματα στον τάφο του.

 Το 1993,όταν ξανάνοιξε η Μονή Γκολοσέεβ,βρέθηκαν τα άγια λείψανά του,ενώ στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου έτους έγινε η αγιοκατάταξη του.Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαρτίου.

Όσιος Μακάριος της Μονής Κολγιαζίν-Ρωσία(+17 Μαρτίου)


 
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Ματθαῖος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1402 στὸ χωριὸ Κοζίνο τῆς Ρωσίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν πόλη Καζίν. Ὁ πατέρας του Βασίλειος Κόζα, ἦταν στρατιωτικὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπα Βασιλείου Β’ τοῦ Ὀσκούρου.
 Κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν γονέων του καὶ παρὰ τὴν μοναχική του κλίση, νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Γιαχόντοβα. Τὰ ἑπόμενα τρία χρόνια πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ σύζυγός του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Κολμπούκωφ, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἀσκήτευε σὲ ἐρημικὴ περιοχὴ κοντὰ σὲ δύο λίμνες τῆς περιοχῆς τοῦ Καζίν.
 Ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζίν. Ἐδῶ συνέχισε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. 
Ἦταν ἁπλὸς καὶ πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικά. Μέσα στὸ δάσος συνομιλοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποία ἔπαιρναν τὴν τροφή τους ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου.
 Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στις 17 Μαρτίου 1483.Στις 26 Μαίου 1521 το λείψανό του βρέθηκε άφθαρτο και σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Τβερ.

Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος Παρούσνικωφ(+1938)



Ἡ ἄγνοια καὶ ἡ λήθη εἶναι οἱ χειρότεροι κίνδυνοι γιὰ τὸν ἄνθρωπο, οἱ πιὸ θανάσιμες παγίδες. Αὐτὲς ἐπιτυχῶς στήνονται ἀπὸ τὴν μεθοδευμένη παραπληροφόρηση, τὴν προπαγάνδα ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ τὰ Μέσα Γενικῆς Ἐνημερώσεως. Ὑπερβολή, διόγκωση, συσκίαση, σκόπιμη ἀπόκρυψη. Νὰ μερικὰ δοκιμασμένα ἐργαλεῖα. Μέσα στὴν ζάλη καὶ τὸν θόρυβο τῆς τρεχούσης ἐπικαιρότητος, ἂς στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ ἱστορίες ἀλήθειας καὶ γνώσεως.

Ἰδοὺ λοιπὸν μία τέτοια, ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες, βγαλμένη ἀπὸ τὴν μαύρη ἐποχὴ τῆς Λενινιστικῆς Σοβιετικῆς Ρωσίας, στὸ στόχαστρο τῆς ὁποίας βρέθηκαν τὰ «θλιβερὰ ἔντομα»: παπάδες, καλόγεροι, μητροπολίτες. Καὶ ὁ καθένας ἂς μετρηθεῖ μὲ τὸν ἑαυτό του. Συγκλονιστικὴ καὶ ἀβάστακτη γιὰ τὰ μέτρα μας εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ πολύτεκνου ἱερομάρτυρος Ἀλεξάνδρου Παρούσνικωφ.
Νυμφεύθηκε τὴν Ἀλεξάνδρα Ἰβάνοβνα καὶ ἔκαμαν 10 παιδιά. Μὲ τὰ παιδιὰ του ὁ ἱερέας ἦταν ἐπιεικής. Ποτὲ δὲν τὰ τιμωροῦσε μόνο τοὺς ἔλεγε: «Μὴ μαλώνετε, μὴ μαλώνετε». Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγμοὶ τῆς σοβιετικῆς ἐξουσίας κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ οἰκογένειά τους ἄρχισε νὰ ζῆ πολὺ δύσκολα κι ἂν δὲν τοὺς βοηθοῦσαν οἱ γείτονες δύσκολα θὰ ἐπιζοῦσαν. Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας του ἦσαν στερημένα πολιτικῶν δικαιωμάτων καὶ δὲν τοὺς ἔδιναν δελτίο τροφίμων. Τὰ κρατικὰ καταστήματα ἦσαν κλειστὰ γι’ αὐτούς.

Κάποτε παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων στὸ σπίτι τους δὲν ὑπῆρχε οὔτε ψωμί. Ἡ πρεσβυτέρα καθόταν στὸ ἄδειο τραπέζι θλιμμένη. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἑτοιμάζεται νὰ πάει στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων. Ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ φωνάζει: «Παπαδιά, παπαδιά, πήγαινε ἐκεῖ!» Ἐκείνη βγαίνει καὶ βλέπει δυὸ σακκιὰ μὲ ψωμί, πατάτες καὶ σιμιγδάλι. «Νὰ ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴν αὐριανὴ γιορτή», τῆς λέει ὁ π. Ἀλέξανδρος.

Στὰ 1920 ἔκαναν κατάσχεση στὸ μισό τους σπίτι καὶ ἐγκατέστησαν ἐκεῖ τὸν ἀρχηγὸ τῆς τοπικῆς ἀστυνομίας Μιχαλένκο. Ὁ γιὸς του ἐργαζόταν στὴ NKBΔ, στὴ Λουμπιάνκα. Ὁ Μιχαλένκο ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ πέθανε. Συνήθιζε λοιπὸν νὰ πηγαίνει σὲ ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τοῦ σπιτιοῦ ὅπου ζοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱερέως καὶ νὰ φτύνει. Ἡ παπαδιὰ ἔπεσε μπροστά του στὰ γόνατα καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν τὸ κάνει αὐτό.

– Ἐμεῖς εἴμαστε φταῖχτες, ἀλλὰ λυπηθεῖτε τὰ παιδιά.

– Ἡ παπαδικὴ λέρα πρέπει νὰ σβήσει, ἀπαντοῦσε.

Σύντομα ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση ἕνας γιός του, μετὰ ἄλλος γιός, μετὰ ἡ κόρη κι ὕστερα ἄλλη κόρη. Δὲν περνοῦσε χρόνος ποὺ νὰ μὴ κηδεύει κι ἕνα παιδί της ἡ Ἀλεξάνδρα Ἰβάνοβνα.

Κάποτε ὁ π. Ἀλέξανδρος πήγαινε στὸ δρόμο κρατώντας τὴν κόρη του ἀπὸ τὸ χέρι. Οἱ περαστικοὶ γύριζαν πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν ἔφτυναν. Τὸ κοριτσάκι σφίγγει δυνατὰ τὸ χέρι του καὶ σκέπτεται: «Κύριε, κι ὅμως εἶναι ὁ πιὸ καλός!». Ὁ πατέρας αἰσθανόμενος τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ παιδιοῦ του, τῆς λέει ἥσυχα: «Τάνια μου, δὲν εἶναι τίποτα! Ὅλα αὐτὰ εἶναι γιὰ τὸν κουμπαρά μας».

Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱερέα εἶχε μία ἀγελάδα, ἡ ὁποία, ὅπως σὲ ὅλες τὶς οἰκογένειες τότε, ἦταν ὁ τροφοδότης τους. Κάποτε οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ἐξουσίας τὴν πῆραν ἀπὸ τὴν αὐλή. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἦταν ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ ναό. Ἐπιστρέφοντας τοὺς βλέπει ὅλους συγχυσμένους καὶ ἐρωτᾶ τί συμβαίνει.

-Τὴ γελάδα μας τὴν πῆραν ἀπὸ τὴν αὐλή.

-Πῆραν τὴν γελάδα. Ἐλᾶτε, γρήγορα ὅλα τὰ παιδιά, γονατίστε νὰ ψάλλουμε εὐχαριστήρια δοξολογία στὸν Ἅγιο Νικόλαο τὸν θαυματουργό.

Ἡ παπαδιὰ τὸν κοίταξε μὲ ἀμηχανία.

– Παπά μου…

– Σάσενκα, ὁ Θεὸς ἔδωσε, ὁ Θεὸς πῆρε.Ἂς τὸν δοξολογήσουμε.

Ἀπὸ τότε ποὺ δὲν ὑπῆρχε πιὰ γελάδα, κάθε μέρα στὴν ἐξώπορτα βρισκόταν ἕνα καλάθι μὲ μιὰ μποτίλια γάλα καὶ δυὸ καρβέλια ψωμί. Τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ γιὰ πολλὴ ὥρα κοιτοῦσαν στὸ παράθυρο, ἔβγαιναν στὴν ἐξώπορτα γιὰ νὰ μάθουν ποιὸς τοὺς φέρνει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ γάλα. Κάποιες φορὲς παρακολουθοῦσαν μέχρι τὴ βαθειὰ νύχτα, ἀλλὰ δὲν κατάφεραν νὰ δοῦν τὸν εὐεργέτη τους. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ συνεχίστηκε γιὰ ἀρκετὰ μεγάλο χρόνο.

Τὶς νύχτες συχνὰ καλοῦσαν τὸν π. Ἀλέξανδρο στὴ NKBΔ, καὶ τοῦ ἔλεγαν:

– Φύγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἔχεις δέκα παιδιά, ἀλλὰ δὲν τὰ λυπᾶσαι.
– Ἐγὼ ὅλους τοὺς λυπᾶμαι, ἀλλὰ ἐγὼ ὑπηρετῶ τὸν Θεὸ καὶ θὰ παραμείνω μέχρι τέλους στὴν ἐκκλησία, ἀπαντοῦσε ὁ ἱερεύς.

Συνέβη πολλὲς φορὲς τὴ νύχτα νὰ βρίσκεται στὴ NKBΔ, ἀλλὰ τὸ πρωὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία νὰ λειτουργήσει.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες ὁ π. Ἀλέξανδρος Παρούσνικωφ καταδικάστηκε σὲ τυφεκισμὸ καὶ τυφεκίστηκε στὶς 27 Ἰουνίου 1938. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του ἔγραψε στὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του:

«Παιδιά μου σᾶς φιλῶ ὅλους καὶ δυνατά σᾶς σφίγγω μέσα στὴν καρδιά μου. Νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ σέβεστε τοὺς μεγαλυτέρους, νὰ φροντίζετε τοὺς μικροτέρους. Μὲ ὅλες σας τὶς δυνάμεις νὰ προστατεύετε τὴ μητέρα σας. Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογεῖ…»
«Ἀγαπημένη μου Σάσα! Σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν εὐτυχία πού μοῦ ἔδωσες. Γιὰ μένα μὴν κλαῖς. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

Άγιος Εφραίμ αρχιεπίσκοπος Ροστώβ


Ο Άγιος Εφραίμ γεννήθηκε περί τα τέλη του 14ου αιώνος  στη Ρωσία. Στις 13 Απριλίου 1427 χειροτονήθηκε Επίσκοπος της πόλεως Ροστώβ από τον Άγιο Φώτιο, Μητροπολίτη Κιέβου (τιμάται 2 Ιουλίου). Σύμφωνα με τα τοπικά Χρονικά, αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο, άρχισε την ανοικοδόμηση της μονής Βαρινίσκιζ της Τριάδος του Αγίου Σεργίου, στο Πσκωφ, στο μέρος όπου βρισκόταν η οικία του ευγενούς Κυρίλλου, πατέρα του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ.

Ο Άγιος αναδείχθηκε φίλος της μοναχικής πολιτείας και υπερασπιστής του κοινοβιακού συστήματος δίνοντας την ευλογία του για την ίδρυση μονών.

Σπουδαίο ρόλο ανέπτυξε και στα πολιτικά - στρατιωτικά πράγματα της εποχής του και ιδιαίτερα στις συγκρούσεις, που ανεφύησαν μεταξύ των ετών 1430 - 1440  για την υπεροχή των Ρώσων. Αν και η περιοχή του Γκαλίτς ανήκε στην κανονική δικαιοδοσία της Μητροπόλεώς του, ο Άγιος Εφραίμ υπήρξε σθεναρός αντίπαλος των ηγεμόνων του Γκάλιτς και υποστηρικτής των ηγεμόνων της Μόσχας. Το έτος 1453 μ.Χ. ο πρίγκιπας του Γκάλιτς, Βασίλειος Κοζόυ, απήγαγε τον Άγιο και τον ανάγκασε, μαζί με άλλους Επισκόπους, να υπογράψει επιστολές και εγκυκλίους κατά του αντιπάλου του, πρίγκιπα Δημητρίου Σεμζάκα.
Ο Άγιος Εφραίμ υπήρξε, επίσης, φλογερός πολέμιος της ενώσεως Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία αποφασίσθηκε το έτος 1439 μ.Χ. στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και υπεγράφη από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ισίδωρο, που έλαβε μέρος στην Σύνοδο. Για τον λόγο αυτό συμμετείχε σε έκτακτη Σύνοδο των Ρώσων Επισκόπων το 1440 - 1441 ., η οποία καταδίκασε τελικά την στάση του λατινόφρονος Ισιδώρου.

Το έτος 1448  προήδρευσε της Συνόδου της Μόσχας, κατά την διάρκεια της οποίας εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας και πασών των Ρώσων ο Άγιος Ιωνάς (τιμάται 31 Μαρτίου).
Ο Άγιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1454και ενταφιάσθηκε στον καθεδρικό ναό του Ροστώβ. Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του, επίσης, στις 23 Μαΐου, εορτή της Συνάξεως των Αγίων του Ροστώβ και Γιαροσλάβ.

Άγιος Αλέξιος του Ελνάτ ο δια Χριστόν σαλός(+12/25 Σεπτεμβρίου 1937)

Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς νεομάρτυρες τῆς ῾Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν καὶ ἀρκετοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἀλέξιος Ἰβάνοβιτς Βορόσιν, ὁ ὁποῖος βάδισε τὸν δύσκολο δρόμο τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος. Ἕνα δρόμο ποὺ ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσβατος ἐπειδὴ ὁ Ἀλέξιος ἔζησε στὴ δύσκολη δεκαετία τοῦ ᾿30, ὅταν ἡ βιαιότητα τῆς Σοβιετικῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε φοβερή. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιξοότητες τῆς ἐποχῆς, ὁ Ἀλέξιος κατάφερε νὰ κρατήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ στεφανωθῇ μὲ τὸν στέφανο τοῡ μαρτυρίου τὸ 1937. Ἂν καὶ οἱ ἐκτελεστές του ἔχουν πλέον ξεχαστῆ, τὸ ἄφθορο σῶμα του παραμένει στὴν πόλι τοῦ Ἰβάνοβο ζωντανὸ μνημεῖο γιὰ τοὺς πιστούς.


Τὰ πρῶτα του χρόνια
Ὁ Ἀλέξιος γεννήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 1886 στὸ χωριὸ Καουρχίκχο στὴν περιοχὴ Οὔριεβετς τῆς ἐπαρχίας Κόστρομα. Γονεῖς του ἦταν ὁ Ἰβὰν καὶ ἡ Εὐδοκία Βορόσιν, ἄνθρωποι πιστοὶ ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴ γῆ. Ἡ περιοχὴ ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἀλέξιος ἦταν γνωστή, γιατὶ ἐκεῖ τὸν 16ο αἰῶνα ἔζησε ἀσκητικὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς. Οἱ ζωὲς τῶν δύο αὐτῶν ἔχουν πολλὲς ὁμοιότητες, ἴσως γιατὶ –ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή– ὁ Ἀλέξιος προσευχόταν θερμὰ στὸν ἅγιο Συμεών.

Ὅταν ὁ Ἀλέξιος ἔφτασε σὲ ἡλικία γάμου, ἄρχισε νὰ ψάχνῃ γιὰ σύζυγο καὶ ἦταν ἕτοιμος ν᾿ ἀρραβωνιαστῇ, ὅταν κάτι ἀναπάντεχο συνέβη κι ὁ ἀρραβώνας ἀπετράπη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ νέοι τῆς περιοχῆς εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ συνάζωνται στὰ χωριὰ καὶ νὰ συζητοῦν, ἀλλὰ οἱ συζητήσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς δὲν εἶχαν θέματα πίστεως καὶ ἦταν ἀμφιβόλου ἠθικῆς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὴν κοπέλλα νὰ μὴ λάβῃ μέρος σὲ τέτοιου εἴδους ἀνευλαβεῖς συζητήσεις, κάτι τὸ ὁποῖο ἐκείνη δὲν ἄκουσε. Καὶ ὁ Ἀλέξιος σκέφτηκε· Ἂν τώρα δὲν μὲ σέβεται καὶ δὲν ὑπακούει, τί θὰ γίνῃ ὅταν θά ᾿νε γυναίκα μου; Στὴ συνέχεια ἄρχισε νὰ προβληματίζεται μὲ τὴν ὅλη πολιτειακὴ κατάστασι ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ ῾Ρωσία, τῆς ὁποίας τὸ οἰκοδόμημα εἶχε ἀρχίσει νὰ σείεται. Εἶχε ἤδη ξεκινήσει ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πολλοὶ ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸν πόλεμο πολὺ διαφορετικοί. Ὁ Ἀλέξιος διαισθανόταν ὅτι ἕνας ἐπικείμενος κίνδυνος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν.

Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ διαλύσῃ τὸν ἀρραβῶνα του καὶ ν᾿ ἀποσυρθῇ στὸ ἐρημητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Κριβοεζέρσκ. Τὸ ἐρημητήριο αὐτὸ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς, καὶ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὶς τρεῖς πλευρὲς ὑπῆρχαν λίμνες καὶ στὴν τέταρτη πλευρὰ βρισκόταν ὑψηλὲς ἀμμώδεις πλαγιές. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ πηγὴ ποὺ λεγόταν Ἡ πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπου ὁ Ἀλέξιος πήγαινε συχνὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς δέχτηκε τὸν Ἀλέξιο ὡςδόκιμο, ὁ ὁποῖος σιγὰ - σιγὰ συνήθισε τὴν τάξι καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ κοινοβίου, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ.

Γυρίζοντας στὴν πόλι του δὲν ἔμεινε στὸ πατρικό του σπίτι μὲ τοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθῇ στὸ ἀποχωρητήριο - μπάνιο ἔξω στὴν αὐλή. Σύντομα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πατέρα του, ἔχτισε στὸν κῆπο ἕνα κελλάκι. Ὁ Ἀλέξιος ἀφιέρωσε ὅλο τὸν ἐλεύθερό του χρόνο στὴν προσευχή, ἀπομονώνοντας τὸν ἑαυτό του εἴτε στὸ κελλί του εἴτε στὴν πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών. Ἡ περιοχὴ ἐκεῖ εἶχε τέτοια φυσικὴ διαμόρφωσι ποὺ ὁ Ἀλέξιος μποροῦσε νὰ κρυφτῇ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου.

Ἔφτασε ὁ Μάρτιος τοῦ 1917 καὶ ἡ ῾Ρωσία ἄρχισε νὰ δέχεται τὸ πρῶτο ταρακούνημα ἀπὸ τὸ προεπαναστατικὸ κίνημα. Στὰ χωριὰ δὲν ὑπῆρχαν κάποιες κρατικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ βάζουν μιὰ τάξι. Οἱ κάτοικοι συγκεντρώνονταν στὶς τοπικὲς συνελεύσεις ἀγροτῶν γιὰ ν᾿ ἀποφασίσουν πάνω σὲ θέματα ποὺ τοὺς ἀφοροῦσαν. Στὸ χωριὸ τοῦ Ἀλεξίου οἱ κάτοικοι τὸν ἐπέλεξαν ὡς πρόεδρο τῆς κοινότητός τους. Μὲ τὸ ποὺ ἔγινε πρόεδρος ὁ Ἀλέξιος δὲν ἄλλαξε καθόλου τὶς συνήθειες ποὺ εἶχε μέχρι τότε· προσευχόταν πολὺ καὶ συμμετεῖχε στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη κι ὅταν ἔπρεπε ν᾿ ἀποφασίσῃ γιὰ κάτι, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ παρέμενε μέσα προσευχόμενος μέχρι νὰ πάρῃ κάποια πληροφορία. Παρέμεινε πρόεδρος μόνο ἕνα χρόνο, γιατὶ κάποιος ἄλλος τοποθετήθηκε στὴ θέσι του ἀπὸ τὶς ἀρχές κ᾽ ἔτσι ὁ Ἀλέξιος σταμάτησε νὰ ἔχῃ ἐπαφὲς μὲ τὸν κόσμο καὶ κλείστηκε στὸ κελλί του, ἀφιερώνοντας ὅλο του τὸν χρόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νηστεία. Ἔτσι πέρασαν ἐννιὰ χρόνια.
Μιὰ νέα πάλη


Τὸ 1928 ἐπέλεξε νὰ βαδίσῃ τὸν δύσκολο δρόμο τῆς σαλότητας. Ἄρχισε νὰ ζῇ ὅπου εὕρισκε, κ᾽ ἦταν ντυμένος μὲ κουρέλια. Κανείς δὲν γνώριζε ποῦ περνοῦσε τὰ βράδια του καὶ οἱ ἐμφανίσεις του ἦταν ἀναπάντεχες. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκε νὰ βαδίζῃ μέσα στὰ χωράφια μετρώντας τα μὲ ἕνα ῥαβδὶ καὶ ἐνοχλώντας τοὺς χωρικοὺς ποὺ δούλευαν. Αὐτή του ἡ συμπεριφορὰ προκάλεσε τὸ γέλιο τῶν χωρικῶν, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε σημασία. Οἱ χωρικοὶ ἀγρίεψαν κι ἄρχισαν νὰ τὸν κυνηγοῦν. Ὁ ἅγιος ἔφυγε, ἀλλὰ ξαναγύρισε κάνοντας τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἕνα χρόνο μετά, ἐμφανίστηκε στὰ ἴδια χωράφια ἕνας Σοβιετικὸς γραφειοκράτης καὶ τὰ μετροῦσε.


Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ κανενὸς χωρικοῦ ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἐξοριστῇ χωρὶς νὰ εἶνε ἔνοχος. Ὅμως ὁ ὅσιος πήγαινε στοὺς χωρικοὺς ποὺ θὰ ἐξωρίζονταν καὶ τοὺς προειδοποιοῦσε.
Οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ συνηθίζουν τὶς ἐκκεντρικότητες τοῦ Ἀλεξίου, ἀλλὰ μιὰ μέρα ἐμφανίστηκε γυμνὸς σὲ δύο ὑποδηματοποιούς, τὸν Ἀλέξανδρο Σταπάνοβιτς καὶ τὸν Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, κάτι ποὺ τοὺς ἔκανε ὅλους νὰ ἀπορρήσουν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἦρθαν στὸ χωριὸ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ κατέσχεσαν ὅλη τὴν περιουσία τῶν δύο ὑποδηματοποιῶν, μέχρι τὸ τελευταῖο ροῦχο, ἀφήνοντάς τους γυμνοὺς δίπλα ἀπὸ τὰ σπίτια τους ποὺ δὲν τοὺς ἀνῆκαν πλέον.

Ἄλλες φορὲς ὁ ἅγιος πήγαινε σὲ κάποια χωριὰ κι ἄρχιζε νὰ μετρᾷ τὰ σπίτια, δίνοντας ἕνα νούμερο ἄσχετο μὲ τὸ πραγματικὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν. Οἱ κάτοικοι τὸν ἔβλεπαν καὶ γελοῦσαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅμως οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν σπιτιῶν συλλαμβάνονταν καὶ φυλακίζονταν γιὰ τόσα χρόνια ὅσο ὁ Ἀλέξιος ἔλεγε ὅτι ἦταν τὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν τους.

Μιὰ ἄλλη φορὰ τὸ χειμῶνα, ποὺ τὰ πάντα ἦταν σκοτεινὰ καὶ κανείς δὲν βάδιζε στὸ δρόμο, ἐμφανίστηκε νὰ περπατᾶ ὁ Ἀλέξιος καὶ νὰ κατευθύνεται στὸ χωριὸ Σερεντκίνο χωρὶς νὰ φοράῃ τὰ ροῦχα του. Χτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἡ Ἀναστασία καὶ ὁ Γεννάδιος. Ἡ γυναίκα, ἀνοίγοντας τὴν πόρτα, τοῦ φώναξε ὑψώνοντας τὴ γροθιά της• «Ἀδιάντροπε ἄνθρωπε, πότε θὰ σταματήσῃς νὰ μᾶς ἐκθέτῃς;». Ὁ σύζυγός της ὅμως τὸν προσκάλεσε μέσα καὶ τοῦ ἔδωσε μιὰ καινούργια φορεσιά. Ὁ Ἀλέξιος ντύθηκε καὶ ἀποχαιρέτησε τὸ ζευγάρι, λίγο πιὸ πέρα ὅμως ξεντύθηκε, δίπλωσε τὰ ροῦχα καὶ τ᾿ ἄφησε πάνω στὸ χιόνι. Τὸ ζευγάρι βρῆκε τὰ ροῦχα καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἔψαχνε νὰ βρῇ τὸν λόγο τῆς πράξεώς του αὐτῆς. Στὸ τέλος τοῦ χειμώνα ἦρθαν στὸ σπίτι τοῦ ζευγαριοῦ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ τοὺς πέταξαν ἔξω, ἀφήνοντάς τους μόνο μὲ τὰ ἐσώρουχα.

Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὴν ἀδελφή του Ἄννα. Μάζεψε κάποια πράγματα καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ τραπέζι. Ὅταν τὸ τραπέζι γέμισε, φόρεσε τὸ καπέλλο του κ᾽ ἔφυγε. Ἡ Ἄννα σκέφτηκε ὅτι ἴσως ἦταν κάποιο σημάδι, ἔτσι ἔκρυψε αὐτὰ τὰ πράγματα κάπου μακριὰ κι ὅταν τῆς πήραν ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα, τὰ μόνα ποὺ εἶχε ἦταν ὅσα εἶχε κρύψει.

Ὁ ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐπισκεπτόταν τὰ χωριὰ Σελεζένεβο καὶ Παρφένεβο, ὅπου σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια εἶχε ἕνα τσουβάλι βιβλία καὶ πήγαινε, διάβαζε πίνοντας τὸ τσάϊ του. Μιὰ φορὰ ὅμως μπῆκε στὸ σπίτι καὶ κάθησε πάνω ἀπὸ τὴ σόμπα σιωπηλός. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν φιλοξενοῦσαν εἶχαν συνηθίσει τὴν παράξενη συμπεριφορά του καὶ περίμεναν κ᾽ ἐκεῖνοι σιωπηλοί. Λίγη ὥρα ἀργότερα ὁ Ἀλέξιος βγῆκε ἔξω καὶ κάθισε στὸ κεφαλόσκαλο, καὶ ἔτσι, ὅπως καθόταν, κατέβηκε τὶς σκάλες καθιστός. Ἔπειτα σκαρφάλωσε πάνω σ᾿ ἕνα κάρρο στὴν αὐλὴ καὶ ξάπλωσε ἀρχίζοντας νὰ βογγάῃ σιωπηλά.

Δυὸ ἑβδομάδες ἀργότερα ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ, παίρνοντας μία μεγάλη σιδερένια κατσαρόλα βραστὸ νερό ἀπὸ τὴ σόμπα, τὴν ἔχυσε πάνω της καὶ κάηκε τόσο πολὺ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσῃ. Βγῆκε ἔξω στὴ βεράντα, κάθησε στὰ σκαλοπάτια, τὰ κατέβηκε καθιστή, καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἔβαλαν πάνω στὸ κάρρο ὅπου ἔπρεπε νὰ περιμένῃ δύο ὧρες μέχρι ποὺ κατάφεραν νὰ τὴ μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο.

Ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ Ἔλνατ ἦταν ὁ Παῦλος Ἰβάνοβιτς, ἕνας εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος. Κάποια μέρα ὁ Ἀλέξιος μπῆκε στὸ ναὸ ἐνῷ γινόταν ἡ ἀκολουθία, φορώντας καπέλλο κι ἔχοντας ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα. Ἔκανε βόλτες μέσα στὸ ναὸ μὲ τὰ χέρια του πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη, προξενώντας τὴν δυσαρέσκεια ὅλων τῶν πιστῶν. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶοἱ ἀρχὲς διέταξαν τὸ κλείσιμο τοῦ ναοῦ ζητώντας τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὸν ἐπίτροπο Παῦλο, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι οἱ πιστοὶ ἐθελούσια συμπράττουν στὸ κλείσιμο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ παραδώσῃ τὴν ἐκκλησία στοὺς ἄθεους.

Φυλακίστηκε καὶ πέθανε στὴ φυλακή, ἐπειδὴ ἡ κλονισμένη του ὑγεία δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντέξῃ τὴν ἀνάκρισι. Μετὰ τὴ σύλληψι τοῦ ἐπιτρόπου ἔκλεισαν τὴν ἐκκλησία καὶ ἐργάτες μὲ καπέλλα καὶ τσιγάρα βάδιζαν ἀναιδῶς μέσα στὸ ναό, ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ λέσχη διασκεδάσεως.

Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ γελοῦσαν ἢ κυνηγοῦσαν τὸν Ἀλέξιο, βλέποντας τὴν περίεργη συμπεριφορά του.

Πολλοὶ νέοι τὸν πείραζαν, περπατώντας δίπλα του, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος δὲν ἔδινε σημασία. Βάδιζε πάντοτε φορώντας ἕνα μακρὺ πουκάμισο μέχρι τὰ γόνατα. Ὅταν τοῦ ἔδιναν ροῦχα, ἐκεῖνος ἀμέσως τὰ μοίραζε.

Πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχὲς τὸν εἶχαν συλλάβει, στέλνοντάς τον σὲ ψυχιατρικὴ κλινική, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ διαγνώσουν κάποια ψυχικὴ πάθησι, κ᾽ ἔτσι τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο.

Ὁ ὅσιος ἔλεγε συχνὰ στὴν Ἄννα Μπεζεμίροβνα, ὅταν ἀκόμη ἦταν μικρή, τὴν ἑξῆς φράσι• «δῶσε μου μισὸ λίτρο».
 –Μὰ τί λέει ὁ Ἀλέξιος; ἀναρωτιόταν ἡ μικρή. Μέχρι ποὺ παντρεύτηκε καὶ [τότε] ἄκουγε συχνὰ ἀπὸ τὸν μέθυσο ἄντρα της τὴν ἴδια φράση.

Τὸ 1931 ὁ πεθερὸς τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Ἀλεξίου, ὁ Νικόλαος Βασίλιεβιτς, ἐξωρίστηκε. Ἐπειδὴ ἦταν ἥδη ἠλικιωμένος, ἡ οἰκογένειά του δὲν εἶχε καμμιὰ ἐλπίδα νὰ τὸν ξαναδῇ ζωντανό. Μιὰ μέρα ὁ Ἀλέξιος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀνεψιοῦ του, τοῦ Δημητρίου Μιχαΐλοβιτς, στὸ ὁποῖο ἦταν μόνο ἡ σύζυγός του Ἄννα Νικολάεβνα, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ εἶνε ἄπραγος, βρῆκε κάτι ν᾿ ἀπασχολῆται• κ᾽ ἐνῷ ἦταν ἀπορροφημένος στὴ δουλειά του, σήκωσε τὸ κεφάλι κ᾽ εἶπε· –Δὲν θὰ ἔρθῃ ὁ Νικόλαος στὸ σπίτι;
 –Ποιός Νικόλαος; ρώτησε ἡ Ἄννα. 
–Ὁ πατέρας σου. Ἐκείνη χτύπησε τὰ χέρια της ὅλο χαρὰ καὶ ρώτησε μὲ τὴ σειρά της 
–«Τί ἐννοεῖς, θεῖε Ἀλέξιε; ὑπάρχει περίπτωσι νὰ εἶνε τώρα στὸ δρόμο καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ;
 –Ἴσως… ἴσως, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Νικόλαος ἐπέστρεψε σπίτι.

Ὅταν ἡ Ἄννα Νικολάεβνα γέννησε τὸ γυιό της, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Νικόλαος, ἐπειδὴ εἶχε γεννηθῆ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Πρότειναν στὸν Ἀλέξιο νὰ εἶνε ὁ νονὸς τοῦ παιδιοῦ κ᾽ ἐκεῖνος δέχτηκε. Στὴ βάπτισι ὅλοι πῆγαν μὲ τὸ κάρρο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο πού, ὅπως συνήθιζε, πῆγε περπατώντας. Δύο μέρες μετὰ τὴ βάπτιση, μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τοῦ παιδιοῦ νὰ γιορτάσουν τὴν ὀνομαστική του ἑορτή.
 Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὸ σπίτι, μπῆκε μέσα ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ πῇ λέξι ξάπλωσε στὸ πάτωμα καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του στὸ στῆθος, σὰν νὰ ἦταν νεκρός. Οἱ συγγενεῖς κοίταζαν τὸν Ἀλέξιο μὲ ἀπορία. Τὸ γεγονὸς ξεχάστηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ τὸ ξαναθυμήθηκαν 42 χρόνια ἀργότερα, ὅταν ὁ Νικόλαος βρέθηκε νεκρὸς στὸ δημοτικὸ κῆπο τοῦ Κίνεσμα καὶ κείτονταν στὸ ἔδαφος μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος.
Τὸ μαρτύριό του

Πλησίαζε ἡ ἐπέτειος τῶν 20 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ Ῥωσικοῦ κράτους καὶ οἱ συλλήψεις συνεχίζονταν. Ὁ Ἀλέξιος γνώριζε, ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ διαφύγῃ τὴ σύλληψι καὶ τὸ θάνατο. Θέλησε λοιπὸν ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς συγγενεῖς του κ᾽ ἔτσι ξεκίνησε γιὰ τὸ πατρικό του, στὸ ὁποῖο τώρα ἔμενε ὁ ἀνιψιός του Δημήτρης μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἦταν Μάιος τοῦ 1937. Εἶχε μαζέψει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα σ᾿ ἕνα σάκκο, τὸν ὁποῖο ὅταν τὸν ἀντίκρυσε ἡ Ἄννα Νικολάεβνα τὸν ρώτησε·
 –Ἦρθες λοιπόν, Ἀλέξιε, νὰ μείνῃς γιὰ πάντα μαζί μας; Ὁ Ἀλέξιος δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ ἀρχίζοντας νὰ βγάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σάκκο σκεφτόταν τί θὰ ἔδινε στὸν καθένα.
 Ἡ οἰκογένειά του διαισθάνθηκε ὅτι κάτι παράξενο θὰ συμβῇ, ὅταν ὁ Ἀλέξιος, καθισμένος δίπλα στὴ σόμπα, ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ ἕνα τραγούδι γιὰ τὴ φυλακή. Ἡ Ἄννα τὸν ρώτησε ἂν πρόκειται νὰ τοὺς συλλάβουν ξανά. Ἀφοῦ γευμάτισαν ὅλοι μαζί, ὁ Ἀλέξιος τοὺς εἶπε, κάνοντας μιὰ ὑπόκλισι·
 –Δημήτρη Μιχαΐλοβιτς, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα. Θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε, ἔτσι δὲν εἶναι; Ἐγὼ θὰ πεθάνω πρῶτος καὶ θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ Ἀλέξιος τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Παρφένοβο, ὅπου οἱ ἀρχὲς περίμεναν νὰ τὸν συλλάβουν.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ φυλακὲς ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ ἱερεῖς, μοναχούς, ἀσκητάς, πιστοὺς ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀκόμη καὶ παιδιά. Ἀνάμεσά τους ὅμως ἦταν καὶ κομμουνισταί, ποὺ εἶχαν καταλῃστέψει τὸ κράτος, ἄγριοι κακοποιοὶ καὶ φονιᾶδες. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκονταν ἀνακατεμένοι στὰ ἴδια κελλιά. Ὁ Ἀλέξιος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ ἐγκληματίες, δὲν παρέλειπε νὰ προσεύχεται νύχτα καὶ μέρα. Κανείς δὲν γνώριζε πότε κοιμᾶται ἢ ἂν ἔτρωγε, διότι ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς συγκρατουμένους του.

Ἐπειδὴ δὲν εὕρισκαν κάποια κατηγορία ἐναντίον του, χρησιμοποίησαν βασανιστήρια κ᾽ ἔτσι τὸν ἔβαλαν νὰ σταθῇ ξυπόλητος πάνω σὲ μιὰ σόμπα ποὺ ἔκαιγε.

Σύντομα στὴ φυλακὴ διαδόθηκε ἡ φήμη, ὅτι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, κ᾽ ἔτσι ὁ ὑπεύθυνος τῆς φυλακῆς τὸν πλησίασε μιὰ μέρα καὶ τὸν ρώτησε· –Ὅλοι σὲ ἀποκαλοῦν ἅγιο. Τί ἔχεις νὰ πῇς γι᾿ αὐτό;

–Τί εἴδους ἅγιος εἶμαι ἐγώ; εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος.
–Σωστά, ἀπάντησε ὁ ὑπεύθυνος, ἐμεῖς δὲν βάζουμε ἁγίους στὴ φυλακή, κάτι θὰ ἔκανες γιὰ νά ᾿σαι ἐδῶ. Γιατί λοιπὸν σὲ ἔφεραν ἐδῶ;
–Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶνε ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἀπάντησε μὲ πραότητα ὁ Ἀλέξιος.

Λίγα λεπτὰ σιγῆς ἀκολούθησαν ὅταν ὁ Ἀλέξιος εἶπε·

–Γιατί μιλᾶς τώρα σ᾿ ἐμένα, ἐνῷ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ σπίτι σου ὑπάρχει μιὰ μεγάλη συμφορά;

Ὁ ὑπεύθυνος τῶν φυλακῶν ξαφνιάστηκε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ἀμέσως στὸ σπίτι του. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴ γυναῖκα του κρεμασμένη. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἀλέξιο, ἀλλὰ δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ.

Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ὁ Ἀλέξιος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὸ ἀναρρωτήριο τῶν φυλακῶν. Μετὰ ἀπὸ 13 μέρες τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς συγγενεῖς του νὰ τὸ θάψουν. Θάφτηκε στὸ παλιὸ κοιμητήριο τοῦ Κίνεσμα καὶ στὶς 12/25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1985 τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς πόλεως Ζάρκι. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 κατατάχτηκε στὸ ἁγιολόγιο τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Ἰβάνοβο καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2.000 ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξί του στοὺς νεομάρτυρες καὶ ὁμολογητὰς τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἱερό του λείψανο βρίσκεται τώρα στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ἱ. μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὴν πόλι Ἰβάνοβο, ὅπου ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἰάσεις.
Απὸ τὸ περιοδικὸ «Orthodox Word», τ. 286 Σεπτ.-Ὀκτ./2012 τοῦ ἀρχιμανδρίτου Δαμασκηνοῦ Orlovsky μετάφρασις• ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης

Άγιος Σοφρώνιος επίσκοπος Ιρκούτσκ



 
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκϊυ, γεννήθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου 1703 στὴν Οὐκρανία, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀνέπτυξε σπουδαία ἱεραποστολικὴ δράση καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἰρκούτσκ.
 Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1771, κατὰ τὴν Δευτέρα ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ἐνῷ ἀναμενόταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, ἡ σορός του παρέμεινε ἄταφη ἐπὶ ἕξι μῆνες, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση.

 Τὸ γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ ἡ φήμη τοῦ αὐστηροῦ ἀσκητικοῦ του βίου, προσείλκυσαν πλήθη πιστῶν, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ὡς σκήνωμα Ἁγίου τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου διασώθηκαν θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν πυρκαγιὰ ποὺ κατέστρεψε ὁλοσχερῶς τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἰρκούτσκ
 Ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὶς 23 Ἀπριλίου 1918.Η μνήμη του τιμάται στις 30 Μαρτίου

Αγίες μορφές μας μιλούν για την Ευχή του Ιησού...

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ”

                Ὅλη ἡ τέχνη εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς. Εἴτε περπατᾶς εἴτε κάθεσαι, εἴτε στέκεσαι, εἴτε ἐσωτερικὴ ἐργάζεσαι, εἴτε βρίσκεσαι στὴν ἐκκλησία,ἄσε τὴ προσευχὴ αὐτὴ νὰ γλιστρήσει ἀπὸ τὰ χείλη σου “ΚύριεἸησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ” μὲ τὴ προσευχὴ αὐτὴ στὴν καρδιά σου θὰ βρεῖς εἰρήνη καὶ γαλήνη σώματος καὶ ψυχῆς ( Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ)


                    Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἐργασία κοινὴ τῶν ἀγγέλων καὶ τῶνἀνθρώπων. Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι πλησιάζουν σύντομα τὴν ζωὴ τῶν ἀγγέλων. Ἡ εὐχὴ εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν καὶ ἐξορίζει μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰσκοτεινὰ πάθη. Σὲ σύντομο χρόνο κάνει τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰἀποκτήσει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπόκτησε τὴν, καὶ πρὶν πεθάνεις θὰ ἀποκτήσεις ψυχὴ Ἀγγελική. Ἡ εὐχὴ εἶναι θεϊκὴἀγαλλίαση. Κανένα ἄλλο πνευματικὸ ὅπλο δὲ μπορεῖ νὰἀναχαιτίσει τόσο ἀποτελεσματικά τους δαίμονες. Τοὺς κατακαίειὅπως ἡ φωτιὰ τὰ βάτα. (Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)

Λέγε ἀκατάπαυστα τὴν εὐχὴ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ” μὲτὴ γλώσσα καὶ μὲ τὸν νοῦ. Ὅταν ἡ γλώσσα κουράζεται ἂς ἀρχίζει ὁνοῦς. Καὶ πάλιν ὅταν ὁ νοῦς βαρύνεται, ἡ γλώσσα . Μόνον νὰ μὴν παύεις. Λοιπὸν ὅταν εὐχόμενος κρατάει τὸν νοῦ του νὰ μὴν φαντάζεται τίποτα, ἀλλὰ προσέχει μόνον στὰ λόγια της εὐχῆς. (Γέρων Ἰωσὴφ)

Δία τῆς εὐχῆς “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ” θὰ κερδίσεις τὸπᾶν. Δία τῆς εὐχῆς καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος, λαμπρύνεται,ἁγιάζεται. Ἡ εὐχὴ εἶναι τὸ σωσίβιο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἡεὐχὴ εἶναι ἡ βάση τῆς τελειότητας. Θὰ λεπτυνθεῖτε καὶ θὰ πετᾶτε μὲτὴν εὐχή. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος σωτηρίας, καθαρισμοῦ καὶἁγιασμοῦ ἀπὸ τὴν νοερὰ προσευχή. Αὐτὴ γέμισε τὸν παράδεισο ἀπὸἅγιους ἀνθρώπους (Γέροντας Ἀμφιλόχιος)


Νὰ λέγεις παιδί μου τὴν εὐχὴ . “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ” ,ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρει ὅλα, ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα: αἴτηση, παράκληση, πίστη, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡεὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπῆ. Ἡ εὐχὴ θὰ φέρει ὀλίγον κατ’ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γλυκύτης θὰφέρουν περισσότερον εὐχή, καὶ ἡ εὐχὴ κατόπιν, περισσοτέραν εἰρήνη καὶ γλυκύτητα κ.ο.κ. θὰ ἔρθει στιγμὴ ποὺ ἂν θὰ σταματᾶς τὴν εὐχή, θὰ αἰσθάνεσαι ἄσχημα. (Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης)


Νὰ λέτε τὴν εὐχή. “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ” . Νὰ τὴ λέτε μία-μία λέξη κατανοητά, καταληπτά. Νὰ μὴν προχωρεῖτε στὴδεύτερη λέξη , ἂν δὲν καταλάβετε τὴν πρώτη. Νὰ τονίζεται περισσότερο τὸ τελευταῖο , δὴλ ἐλέησον μέ. Θὰ σᾶς ἔρθει τώρα στὴνἀρχὴ ραθυμία καὶ καὶ ὕπνος καὶ μετεωρισμὸς καὶ ἀμέλεια ἀλλὰἐσεῖς γρήγορα νὰ συνέρχεστε. ‘Όταν λέτε τὴν εὐχὴ , νὰ θεωρεῖτε τὸνἑαυτὸ σᾶς τώρα στὴν ἀρχὴ , ὅτι εἶσθε στὴ κόλαση καὶ νὰ φωνάζετε κλαίοντας, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μακριὰ ἀπὸ τὴνἀπόγνωση, ἀπὸ τὴν ἀπελπισία καὶ τὰ ὅμοια ταῦτα. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς νὰ μὴν δέχεστε οὔτε φαντασία , οὔτε μορφή, οὔτε εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ ἢ ἄλλου τινὸς Ἁγίου, οὔτε καὶτὶς λέξεις τῆς εὐχῆς νὰ βλέπετε νοερώς” (Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης)

Μάθετε νὰ ἐργάζεσθε τὸ κομποσκοινάκι. Τὸ κομποσκοινάκι θὰ σᾶςὁδηγήσει ἐκεῖ ποὺ ἐσεὶς δὲν γνωρίζετε σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα θὰ σᾶςὁδηγήσει τὸ κομποσκοινάκι. “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ”

–Έχετε ἕνα πρόβλημα; “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ”

–Έχετε ἕναν πειρασμὸ μὲ τὸν ἄλλον, μὲ τὸν γείτονά σας, μὲ τοὺς φίλους σας κ.ο.κ. “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ”. Ἡ εὐχὴ θὰ σᾶς δώσει τὴ λύση τοῦ προβλήματος σᾶς λύσιν τοῦ ἀδιεξόδου ὅπου εὑρίσκεστε. Τὸ κομποσκοινάκι λοιπὸν “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,ἐλέησον μὲ” (Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης)




Ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες φωνάζουν τὴν πρώτη θέση στὴ ζωὴ τοῦκάθε χριστιανοῦ τὴν κατέχει ἡ προσευχή. Θέλεις νὰ κάνεις κατάσταση; Προσεύχου. Θέλεις νὰ σωθεῖς; Προσεύχου. ‘Όλες οἱπροσευχὲς καλὲς καὶ ἅγιες εἶναι, ἀλλὰ ἡ νοερὰ προσευχή, εἶναι ἡβασίλισσα αὐτῶν. “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ”. Ἀπ’ αὐτὴν τὴμικρούλα ἀλλὰ παντοδύναμη προσευχή, ξεκίνησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἔγιναν φωστῆρες τῆς ἐκκλησίας. Λέγε συνεχῶς ὅσο μπορεῖς περισσότερες φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα αὐτὴ τὴν εὐχούλα καὶ αὐτὴ θὰ σὲ διδάξει αὐτὰ ποὺ θέλεις, αὐτὰ ποὺ δὲν γνωρίζεις. Βιάσου σ’ αὐτὴν τὴν εὐχούλα (Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης)


Ἡ εὐχὴ μᾶς φέρνει κοντὰ στὸν Χριστό. Κάποτέ μου ἦρθε (νὰ ἐξομολογηθεῖ) ἕνας μεγαλόσχημος .Μοῦ εἶπε: Ἔχω φθάσει , Ἀββᾶ σὲ ἀπόγνωση. Δὲν βλέπω καμιὰ ἀλλαγὴ στὸ καλύτερο. Πῶς θὰ βελτιωθῶ; Πῶς θὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἁμαρτία; Αἰσθάνομαι τὴν πλήρη ἀδυναμία μου. Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας.
Βεβαίως ὑπάρχει. Λέγε ὅσο πιὸ πολὺ μπορεῖς τὴν εὐχή. Καὶ ἄφησε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. 

Καὶ ποιὰ ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴν εὐχὴ ὅταν δὲ συμμετέχει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά; Τεράστια ὠφέλεια. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ «εὐχὴ» ἔχει πολλὲς βαθμίδες: ἀπὸ τὴν ἁπλὴ προφορὰ τῶν λέξεων τῆς «εὐχῆς» μέχρι τὴν «εὐχὴ» τὴν θαυματουργική. Μὰ ἔστω καὶ στὴν κατώτατη βαθμίδα νὰ βρισκόμαστε καὶ αὐτὸ γιὰ μᾶς εἶναι ψυχικὰ πολὺ ὠφέλιμο καὶ σωτήριο. Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ λέγει τὴν «εὐχὴ» φεύγουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ μας. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς γρήγορα ἢ ἀργὰ ὁπωσδήποτε θὰ σωθεῖ.
Ἀναστήθηκα! Ἀναστέναξε ὁ Μεγαλόσχημος. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα δὲν πρόκειται πιὰ νὰ πέσω σὲ ἀκηδία καὶ ἀπόγνωση. Τὸ λέγω λοιπὸν καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω: λέτε τὴν «εὐχή» .’Ἔστω καὶ μόνο μὲ τὸστόμα. Καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ σᾶς ἀφήσει (Στάρετς Βαρσανούφιος τῆςὌπτινα)


Δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε τὴν εὐχή. Ὅταν μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία, νὰτὴ λέμε. Νὰ μὴν τριγυρίζει ὁ νοῦς μας στὰ μάταια. Μὲ τὴν εὐχὴ ὁνοῦς ἀναπαύεται καὶ ἀγάλλεται. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰἀσχολεῖται μὲ τὴν εὐχὴ καὶ νὰ μὴν τρέχει στὰ μάταια. (Γέροντας Παϊσιος)


Πρέπει συνεχῶς ἀδιαλείπτως νὰ λέμε τὴν εὐχή. Μέσα στὴ καρδιά μας καὶ τὸ νοῦ μᾶς πρέπει νὰ μείνει μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦμας. Γιατί ὅταν ἐμεῖς ἀφήνουμε τὴν προσευχή, τὴν , τὴνἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεό, τότε ὁ διάβολος μὲ λογισμοὺς ἀρχίζει καὶ μᾶς ζαλίζει καὶ δὲν ξέρουμε πλέον οὔτε τί θέλουμε, οὔτε τί λέμε , οὔτε τί κάνουμε. (Γέροντας Παϊσιος)


Νὰ λέγωμεν συνεχῶς τὴν εὐχήν, εἴτε μὲ τὸ νοῦν, εἴτε μὲ τὸ στόμα.Ἡ εὐχή, τὸ παντοδύναμον ὅπλον δὲν ἀφήνει τὴν ἁμαρτία νὰεἰσέλθει. Ὁ διάβολος καίεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰτοῦτο πασχίζει μὲ κάθε τρόπον νὰ σταματήσει τὴν εὐχή. ( ΓέρονταςἘφραὶμ Φιλοθεϊτης)


Λέγε τὴν εὐχή: ἁγιάζει τὸ στόμα, ἁγιάζει ὁ ἀέρας, ἁγιάζει ὁ τόπος ποὺ λέγεται, Οἱ δαίμονες βάζουν χίλια ἐμπόδια διὰ νὰ μὴν προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ὅλες οἱ παγίδες , ὅλα τὰ δίκτυα τῶν δαιμόνων καταστρέφονται διὰ τῆς προσευχῆς. Ἄπειρες φορὲς οἱδαίμονες διὰ στόματος δαιμονισμένων ὁμολόγησαν ὅτι καίονταιἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς εὐχῆς. (Γέροντας Ἐφραὶμ Φιλοθεϊτης)
Ἡ κάτωθι σύντομος προσευχὴ εἶναι παντοδύναμο ὅπλο κάθε χριστιανοῦ: « Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ» «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἠμᾶς» . Λέγε ἀδερφέ μου μὲ τὰ χείλη καὶ μὲ τὴν καρδιά σου συνεχῶς τὰ σωτήρια αὐτὰ λόγια , διότι φωτίζουν τὸν νοῦ, γαληνεύουν τὴν καρδιά, καίουν τὴν ἁμαρτία, μαστίζουν καὶ ἐκδιώκουν τοὺς δαίμονας
Τὸ κομποσκοίνι δὲν μπορεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι κάτι διακοσμητικό, οὔτε κάτι ποὺ θὰ μᾶς φέρει γούρι. Ἀντίθετα, χρειάζεται γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὴ προσευχὴ καί, σὰν τέτοιο, εἶναι μία ἅγια καὶ θεία παρουσία στὴ ζωή μας. Συγκεκριμένα τὸ κομποσκοίνι εἶναι φτιαγμένο γιὰ νὰ κάνουμε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, αὐτὴ ποὺλέγεται ἀδιάκοπα, σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἄπ. Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» Φυσικὰ τὴν «εὐχὴ» αὐτὴ μποροῦμε νὰ τὴν λέμε καὶ χωρὶς κομποσκοίνι., μὲ τὸ νοῦ μας καὶ μάλιστα ὅσο συχνότερα εἶναι δυνατό. Ἡ προσευχή, ποὺ εἶναι ἡ συνομιλία μὲ τὸ Θεό, μᾶς χαρίζει ἠρεμία , ψυχικὴ γαλήνη καὶ διώχνει τὸ ἄγχος ἀπὸτὴ ζωή μας.
πηγή

Όσιος Αλέξανδρος του Κουστκιυ(+9 Ιουνίου)

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Κούστσκϊυ ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴ Ρωσία καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Κούστα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κούστα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ περίπου 40 χιλιόμετραἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, τῆς ὁποίας σήμερα σώζονται μονάχα λίγα οἰκοδομήματα. Ἡ μονὴ ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος. ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, ἕνα μοναχὸ τοῦ διπλανοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ.
Ἀπὸ ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ μέρη προέρχονται οἱ πιὸ ἀρχαῖες ἁγιολογικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο: πρόκειται γιὰ μία σύντομη διήγηση ποὺ διαδόθηκε ἀπὸ τὸ μοναχὸ τῆς μονῆς Παΐσιο Γιαρλάβωφ, μετέπειτα ἡγούμενο στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Οἱ πληροφορίες ποὺ παρατέθηκαν ἀπὸ τὸν Παΐσιο διευρύνθηκαν ἀπὸ σχετικὲς προφορικὲς μαρτυρίες τῶν μαθητῶν τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, συγκεκριμένα τῶν μοναχῶν Συμεὼν καὶ Σάββα, καὶ παρεῖχαν ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, τοῦ ὁποίου συγγραφέας εἶναι, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ἕνας μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἵδρυσε. Ὁ Βίος, ποὺ παραδίδεται ἀπὸ σπάνια χειρόγραφα τοῦ 17ου -19ου αἰῶνος , εἶναι ἀκόμη καὶ τώρα ἀνέκδοτος.

Σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ὄντας ἀκόμη νέος ἐγκατέλειψε τὸ πατρικό του σπίτι καί, ὡς προσκυνητής, ἔφθασε στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμέννϊυ, ποὺ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης Κοῦμπεν καὶ εἶχε ἱδρυθεῖ τὸν 13ο αἰώνα.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Διονύσιος, ἕνας Ἕλληνας μοναχός, ποὺ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι διηγεῖται ὁ Παΐσιος Γιαροσλάβωφ: 
«Στὴ συνέχεια, φθάνει στὸ Καμένσκϊυ, μὲ ἡγούμενο τὸν Διονύσιο, ἕνας νέος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν ἐνδύσει μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ ἡγούμενος ἐξετίμησε τὴν ὑπακοή του, τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀλέξανδρο. Τὸ ἐμπιστεύθηκε, τοῦ ἐδίδαξε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐκεῖνος ἀναδείχθηκε ἀργότερα σὲ σεβάσμιο στάρετς, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ ὑπακοή». 

Ὁ Βίος δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου. Ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία, ἀσκητικὸ κανόνα προσευχῆς καὶ ἔφερνε μὲ ζῆλο εἰς πέρας τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Ἔτσι γρήγορα ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ σεβασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο τὸν περιέβαλαν σύντομα ἔγινε βάρος στὴν ταπεινὴ καρδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει κρυφὰ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει σὲ ἡσυχία. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες στὰ δάση, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐσταμάτησε σὲ μία ἔρημη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν. Ἐν τούτοις ἡ φήμη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ μοναχοῦ διαδόθηκε πολὺ γρήγορα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν συνέτρεχαν σ’ αὐτόν, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει καὶ ἐκεῖνον τὸν τόπο.
Κατέφυγε στὴν ἐκβολὴ τοῦ ποταμοῦ Κούστα, κοντὰ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Κοῦμπεν. Ἐδῶ, σ’ ἕνα τόπο ἀπομονωμένο, εὑρῆκε ἕνα κελὶ κατειλημμένο ἀπὸ ἕναν μοναχὸ τοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, τὸν Εὐθύμιο. Γιὰ λίγο καιρὸ οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν μαζί. Στὴ συνέχεια ὁ Εὐθύμιος παρέδωσε τὸ κελὶ στὸ συμμοναστή του καὶ μεταφέρθηκε στὸ μέρος ποὺ πρὶν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶχε ἐγκαταλείψει, ὅπου ἀργότερα ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάληψη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Βίος, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐζοῦσε σὲ ἀπομόνωση, καλλιεργώντας τὴ γῆ μὲ μία τσάπα καὶ σπέρνοντας δημητριακά. Στὴ συνέχεια κοντά του προσῆλθαν ἕνας στάρετς καὶ τρεῖς ἀδελφοί. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐπῆγε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστώβ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ κτίσει μία ἐκκλησία.
Ἡ ἕδρα τοῦ Ροστὼβ ἦταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κατειλημμένη ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Ἕλληνα, ἤδη ἡγούμενο τοῦ μονασηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, πού, χειροτονούμενος Ἀρχιεπίσκοπος τὸ 1418, ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1425. Ὁ Ἐπίσκοπος Διονύσιος, ἀφοῦ τὸν ἐγνώριζε, διότι ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητεύσει κοντά του πνευματικά, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ἀναχώρησε. Ἔτσι ξεκίνησε τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης.
Στὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἀφιερώθηκε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συνέβαλε ἐπίσης ὁ οἰκεῖος πρίγκιπας Δημήτριος Βασίλεβιτς Ζαοζέρσκϊυ, ὁ ὁποῖος ἐσκοτώθηκε σὲ μία μάχη ἐνάντια στοὺς Τατάρους, τὸ 1429. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ μοναστήρι ἀπολάμβανε τῆς προστασίας τῆς συζύγου τοῦ Δημητρίου, Μαρίας, ἡ ὁποία ἐδώρισε τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στὴ νέα ἐκκλησία καὶ συχνὰ ἀπέστελλε ὑλικὴ βοήθεια στὴν πτωχὴ κοινότητα. Στὴν πριγκίπισσα Μαρία, ἡ ὁποία συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὸν Ὅσιο, ὁ Ἀλέξανδρος προέβλεψε τὴν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της.
Ὁ Βίος περιγράφει ἐπίσης ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου.
 Ὡς ἡγούμενος δὲν μετέβαλε τὸν αὐστηρὸ κανόνα ζωῆς: ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή, ἔδιδε τὰ πάντα στοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς πτωχούς. Συγκεκριμένα, μὲ τὴν διήγηση ὁρισμένων θαυμαστῶν γεγονότων, ὅπως ἡ συνάντηση τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου μὲ πέντε Τατάρους καὶ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν ληστὴ τοῦ σιταριοῦ, ὁ Βίος ὑπογραμμίζει τὴν πραότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τοῦ Ὁσίου. Ἐπίσης, διαπραγματεύεται τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου: μετρίου ὕψους, πολὺ λεπτός, εἶχε ἕνα πρόσωπο στρογγυλό, μὲ μάτια γεμάτα ἡρεμία καὶ γενειάδα στρογγυλὴ ποὺ ἔφθανε  μέχρι τὸ στέρνο του, ἐνῶ τὰ μαλλιά, ἀκόμα σκοῦρα, μόλις εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀσπρίζουν.

 Προτοῦ κοιμηθεῖ, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος παρέδωσε στοὺς ἀδελφούς του τὴν πνευματική του διαθήκη. Ὁ Βίος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα ποὺ ὁ Ὅσιος ἀπηύθυνε  στὴ μοναστικὴ κοινότητά του: «Πλέον μὲ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις, ἀδελφοί, ἀλλὰ ἐσεῖς παραμείνετε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, διατηρεῖστε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, στολισθεῖτε μὲ καθαρότητα, μὴν ξεχνᾶτε νὰ εἶσθε φιλόξενοι, μὴν ἀποδίδετε ἀξία στὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ στὴ δόξα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Στὴ θέση τους νὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά». Κατόπιν, παρήγγειλε στοὺς μαθητές του Συμεὼν καὶ Σάββα νὰ κτίσουν μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Μετὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του εἰρηνικὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1439.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρκετὰ γρήγορα ὁ τάφος του ἔγινε ἀντικείμενο εὐλάβειας καὶ τιμῆς.
Στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς ταφῆς του συνέβησαν πολλὲς θεραπείες σὲ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν μὲ πίστη καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ μέρος ὀνομάσθηκε «Σκήτη τοῦ Ἀλεξάνδρου».
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῆς Παντηκοστῆς, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων ποὺ ἔζησαν στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντά.

Ὁ Άγιος Ιννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας(+31 Μαρτίου)


Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ († 2 Σεπτεμβρίου).
Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.

Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ
Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».

Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακοὺτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.
Святитель Иннокентий, митрополит Московский
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου

Όσιος Ζωσιμάς του Σολόφκυ,ο μεγάλος ασκητής του Βορρά

 
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητὴς τοῦ Ρωσικοῦ Βορρᾶ, ὑπῆρξε ἡγούμενος καὶ ἱδρυτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ στὸ νησὶ Σολόφκι. Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία τοῦ Νόβγκοροντ, στὸ χωριὸ Τολβούι κοντὰ στὴ λίμνη Ὀνέγκα. Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια μεγάλωσε μὲ εὐσέβεια καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, Γαβριὴλ καὶ Βαρβάρας, μοίρασε τὴν περιουσία του καὶ ἐκάρη μοναχός.
 Ὁ πόθος του νὰ βρεῖ ἕνα ἐρημικὸ μέρος γιὰ νὰ μονάσει, τὸν ὁδήγησε στὶς ἀκτὲς τῆς Λευκῆς Θαλάσσης καὶ στὸ Δέλτα τοῦ ποταμοῦ Σούμ. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἅγιο Γερμανὸ († 30 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε γιὰ ἕνα ἐρημικὸ νησί, ὅπου εἶχε περάσει ἕξι χρόνια μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Σαββάτιο († 27 Σεπτεμβρίου).

 Περὶ τὸ ἔτος 1436, οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Γερμανὸς διέσχισαν τὴ θάλασσα καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ νησιὰ Σολόφκι. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶδε ἕνα ὅραμα: εἶδε μία ὄμορφη ἐκκλησία στὸν οὐρανό. Μὲ τὰ χέρια τους οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν κελλιὰ καὶ παράλληλα ἄρχισαν νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ σπέρνουν τὴ γῆ.
 Κάποτε, στὸ τέλος τοῦ φθινοπώρου, ὁ Ἅγιος Γερμανὸς πῆγε στὴ στεριὰ γιὰ προμήθειες. Ἐξαιτίας τοῦ φθινοπωρινοῦ καιροῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς παρέμεινε μόνος στὸ νησὶ ὅλο τὸν χειμῶνα. Ὑπέφερε πολλοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὴν πάλη τοῦ ἀγῶνος ἐναντίων τῶν δαιμόνων. Τὸν ἀπείλησε ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος, λόγω τῆς πείνας, ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἐμφανίσθηκαν δύο ξένοι καὶ τὸν προμήθευσαν ψωμί, ἀλεύρι καὶ λάδι. Τὴν ἄνοιξη ὁ Ἅγιος Γερμανὸς ἐπέστρεψε στὸ Σολόφκι μαζὶ μὲ τὸν Μᾶρκο τὸν ψαρὰ καὶ ἔφερε προμήθειες φαγητοῦ καὶ ξάρτια γιὰ δίχτυα ψαρέματος.
Ὅταν εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοὶ ἐρημίτες στὸ νησί, ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς οἰκοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, καθὼς καὶ μία τράπεζα γιὰ τὶς ὧρες τοῦ κοινοῦ φαγητοῦ. Μὲ ἀπαίτηση τοῦ Ὁσίου Ζωσιμᾶ στάλθηκε ἕνας ἡγούμενος ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ στὴ νεοϊδρυθεῖσα μονὴ μαζὶ μὲ ἕνα ἀντιμήνσιο γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ἔτσι τὸ νέο μοναστήρι τοῦ Σολόφκι εἶχε τὴν ἀρχή του.
Στὶς δύσκολες συνθῆκες τοῦ ἀπομονωμένου νησιοῦ, οἱ μοναχοὶ ἤξεραν πῶς νὰ οἰκονομοῦν τὰ πράγματα. Ἀλλὰ οἱ ἡγούμενοι ποὺ ἀποστέλλονταν ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ στὸ Σολόφκι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν σὲ τέτοιες δυσάρεστες συνθῆκες καί, ἔτσι, οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς διάλεξαν γιὰ ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ.
Ὁ Ὅσιος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς ἐσωτερικῆς λειτουργίας τοῦ μοναστηριοῦ καὶ εἰσήγαγε ἕναν αὐστηρὸ κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς. Τὸ ἔτος 1465, μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου στὸ Σολόφκι ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βίγκ.
Τὸ μοναστήρι ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς τοῦ Νόβγκοροντ, οἱ ὁποῖοι δήμευαν τὶς ψαριὲς τῶν μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος ἦταν ἀναγκασμένος νὰ πάει στὸ Νόβγκοροντ καὶ νὰ ζητήσει τὴν προστασία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἐπισκέφθηκε τὰ σπίτια τῶν εὐγενῶν καὶ τοὺς ζήτησε νὰ μὴν ἐπιτρέψουν τὴν καταστροφὴ τῆς μονῆς. Ἡ Μάρθα Μπορέτσκαγια, ἡ ὁποία ἦταν πλούσια καὶ εἶχε ἐπιρροή, συμπεριφερόμενη μὲ ἀσέβεια ἔδωσε ἐντολὲς νὰ πετάξουν ἔξω τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ. Μετάνιωσε ὅμως ἀργότερα καὶ τὸν προσκάλεσε σὲ δεῖπνο. Σὲ αὐτὸ τὸ δεῖπνο εἶδε ξαφνικὰ σὲ ὅραμα ὁ Ὅσιος ὅτι ἕξι ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς εὐγενεῖς κάθισαν στὸ τραπέζι χωρὶς τὰ κεφάλια τους. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶπε γιὰ τὸ ὅραμά του στὸν ὑποτακτικό του, τὸν Δανιήλ, καὶ προέβλεψε ἕνα τρομερὸ θάνατο γιὰ τοὺς εὐγενεῖς. Ἡ πρόβλεψη ἐκπληρώθηκε τὸ ἔτος 1478, ὅταν οἱ Βογιάροι ἐκτελέσθηκαν κατὰ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν Ἰβὰν τὸν Γ’ (1462 – 1505).
Φωτογραφία του 19ου αιώνα με τα λείψανα των Αγίων Ζωσιμά,Σαββατίου και Γερμανού

Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς προετοίμασε τὸν τάφο του κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1478. Τὰ ἱερὰ λείψανά του καὶ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου μεταφέρθηκαν στὸ παρεκκλήσι ποὺ ἀφιερώθηκε σὲ αὐτούς, στὸ καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως, στὶς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1566.


Τα λείψανα των Αγίων Ζωσιμά,Σαββατίου και Γερμανού είχαν κλαπεί από τους μπολσεβίκους το 1920 όταν και έκλεισαν το μοναστήρι.72 χρόνια παρέμειναν σε διάφορα αθειστικά μουσεία.Φωτογραφίες από την επιστροφή των λειψάνων στο Σολοβέτσυ τον Αύγουστο του 1992

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς θεωρεῖται προστάτης τῶν κυψελῶν καὶ φύλακας τῶν μελισσῶν. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσθενεῖς ἐπικαλοῦνται τὴ χάρη τοῦ Ὁσίου γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Οἱ πολλοὶ νοσοκομειακοὶ ναοί, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι σὲ αὐτόν, ἐπιβεβαιώνουν τὴ θεραπευτικὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.Η μνήμη του τιμάται στις 17 Απριλίου