Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Γεώργιος Μοναχός (1920-1972).(κείμενο του μακαρίου Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Γεώργιος Μοναχός (1920-1972).(κείμενο του μακαρίου Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Είναι αφάνταστα τολμηρό να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να περιγράψει την ζωήν ενός φίλου του Θεού, ενός πνευματικού ανθρώπου που κατά τη Γραφή ” αυτός μεν πάντας κρίνει υπ’ ουδενός δε κρίνεται “. Εμείς οι ταπεινοί άρα δεν περιγράφουμε αλλά ελάχιστα μέρη της ζωής του μεταφέρουμε στους συνανθρώπους μας, αφού συνέπεσε να γνωρίσουμε με την κατά καιρούς συναναστροφή που είχε μαζί μας.
Ο οσιότατος, όπως ανεπιφύλακτα τον χαρακτηρίζω, αδελφός μας Γεώργιος μοναχός, κατά κόσμον ” Μπράνκο “, Σέρβος, την καταγωγή, πλησίασε τον αείμνηστο Γέροντά μας Ιωσήφ τον ησυχαστή, όταν μέναμε στη Νέα Σκήτη, για πνευματική συμβουλή. Αυτή ήταν και η αιτία που τον γνωρίσαμε και παρετάθη η γνωριμία μας έως των δυσμών του βίου του που ηρπάγη κατά τη Γραφή ενωρίτερα “ίνα μη κακία αλλάξει σύνεσιν αυτού ή δόλος βασκανίας απατήσει την ψυχήν αυτού”. Την αιτία της μεταστροφής του στην ευσέβεια γνωρίζουν καλύτερα οι πατριώται του, οι αδελφοί της ιεράς μονής Χιλανδαρίου και γι’ αυτό αφήνουμε αυτούς να περιγράψουν ενώ εμείς θα αναφερθούμε σ’ αυτά που μας διηγήθηκε ο ίδιος.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά του στην αρχή ήσαν λίγα αλλά και ο ίδιος απέφευγε να λέγει περιττά που δεν ήσαν στο δικό του σκοπό για ωφέλεια πνευματική. Φαινόταν πάντως πυρακτωμένος στον θείο ζήλο, ακριβής φύλακας και των λεπτομερέστερων όρων της μοναστικής μας ιδιότητος. Πολλά εμείς δανειζόμεθα από την αρτία του συμπεριφορά και ιδίως την εσωστρέφεια που ιδιαιτέρως τον χαρακτήριζε. Ένα από τα πρώτα του ερωτηματικά απ’ ότι ενθυμούμαι που ερωτούσε τον Γέροντα ήταν το εξής: Γιατί η θεία χάρις που τον επεσκέφθη στην αρχή για να τον ελκύσει στην ευσέβεια μειώθηκε τώρα που βρίσκεται στον τόπο ειδικά της χάριτος, εννοώντας το Άγιον Όρος που βρισκόταν τότε για να συνεχίσει ως μοναχός τη ζωή του; Τότε ο Γέροντας με πολλή υπομονή και βραδύτητα στην έκφραση γιατί δεν γνώριζε τόσο καλά τα ελληνικά, του ερμήνευσε ότι αυτό είναι η φύση των πραγμάτων και ότι έτσι συνηθίζει η χάρη να ενεργεί σε όσους συνήθως καλεί στο πνευματικό στάδιο. Έλεγε ο ευλογημένος Γεώργιος, μήπως χρειάζεται να ξαναγυρίσει στη Γαλλία – γιατί εκεί σπούδαζε όταν τον επεσκέφθη η χάρις του Θεού και του έδειξε τα δικά της μυστήρια – αφού εδώ που ήλθε για περισσότερη αντίληψη μάλλον εμειώθη. “Δεν εμειώθη παιδί μου” του ερμήνευσε ο Γέροντας, “και ούτε ποτέ θα μειωθεί γιατί είναι αμεταμέλητα τα θεία χαρίσματα.
Η αίσθηση της θείας χάρι τος εκρύβη, όχι η θεία της ενέργεια. Με δύο τρόπους συνήθως η χάρη εκδηλώνεται. Ο ένας είναι και λέγεται ενέργεια και ο άλλος ως αντιληπτός το λέγουμε αίσθηση. Ως ενέργεια η χάρη βρίσκεται πάντοτε στους πιστούς και χωρίς την παρουσία της κανείς δεν θα έμενε πιστός. Ως αίσθηση παρουσιάζεται ή μάλλον εξωτερικεύεται όταν θέλει να παρηγορήσει και να πληροφορήσει τον άνθρωπο είτε κουρασμένο είτε αγνοούντα ή κινδυνεύοντα μέσα στον αγωνιστικό του βίο. Σε σένα τότε επειδή αγνοούσες ή και απορούσες τα μυστήρια της πίστεως και γενικά τον πρακτικό τρόπο της πνευματικής ζωής, για να σε πληροφορήσει αλλά και να ελκύσει στο πνευματικό στάδιο η χάρη σου παρουσιάστηκε αισθητά (αίσθηση) σε πληρέστερο σημείο για να μπορέσεις να αρνηθείς την πρώτη σου συνήθεια και ζωή και να εφαρμόσεις σωστά τον όρο της μετανοίας που ήδη άρχισες. Η πρώτη βαθμίδα είναι η αποταγή και η ξενιτεία. Τώρα συνεστάλη, εκρύβη η αισθητή της παρουσία για να αρχίσεις εσύ με πίστη τώρα την υπακοή στο θείο θέλημα και να κερδίσεις μόνος σου σαν αντίκρυσμα της προσπάθειας σου τη χάρη. Αυτός είναι ο λόγος που τώρα δεν φαίνεται τόσο αισθητά όπως στην αρχή που σε κάλεσε”.
Με αυτά τα λόγια έπεισε τον ευλαβέστατο Γεώργιο ο Γέροντας και όχι μόνο δεν ξανασκέφτηκε την επιστροφή του στη Γαλλία αλλά δεν ξαναχωρίσθηκε από το Γέροντα που τον είχε ως πνευματικό του οδηγό. Έμενε μαζί μας λίγο καιρό όσο ήθελε και πάλι έφευγε ιδίως στο Ρω σικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος και συγκεκριμένα όχι μέσα στη Μονή, γιατί απέφευγε τους θορύβους, αλλά στο “Παλιομονάστηρο” ψηλά στο βουνό όπου διορίσθηκε από τη Μονή ως φύλακας. Μαζί με την σιωπή κρατούσε ισχυρά και τη νηστεία ο αείμνηστος, που η τροφή του ήταν μόνο παξιμάδι με τσάι, έκτος που όταν επεσκέπετο άλλους αδελφούς ή μονές τότε έτρωγε στη Τράπεζα με πολλή εγκράτεια. Και στην ακτημοσύνη κρατούσε πολλή αυστηρότητα και σχεδόν δεν είχε άλλο τίποτε περίσσευμα εκτός αυτά που φορούσε και αυτά ήσαν πολύ ευτελή και ταπεινά. Κάποτε κάθησε και στη Μονή Αγίου Παύλου, στο κοινόβιο, αλλά το πνεύμα της ησυχίας πάντοτε τον αιχμαλώτιζε και αναζητούσε μέρη αμέριμνα και ήσυχα για να λέγει αδιάλειπτα την ευχή. Υπέφερε αγόγγυστα δύο πληγές στο σώμα του, που συνεχώς τον μάστιζαν χωρίς να φροντίζει καθόλου για τη θεραπεία τους.
Όταν σπούδαζε στην Ευρώπη και φυσικά εργαζόταν ταυτοχρόνως, του συνέβη δυστύχημα αυτοκινητιστικό και τραυματίσθηκαν τα πόδια του στις κνήμες. Φυσικά τότε θεράπευσε κατά το δυνατό την πληγή αλλά τα μέρη αυτά παρέμειναν ευπαθή, και στην μετέπειτα ζωή του με την ορθοστασία και τις κακοπάθειες άνοιξαν πληγές χωρίς να μεριμνά για κάποια περιποίηση. Μόνο έδενε τα πόδια του με ράκη και κουρέλια που τυχόν εύρισκε, όμως τον πονούσαν πολύ, όπως μας έλεγε, αλλά ήταν καταφανής και εξωτερικά η ταλαιπωρία του. Η δεύτερή του πληγή ήταν οι αμυγδαλές του· τόσο ερεθισμένες που εφαίνετο εξωτερικά το πρήξιμο του λαιμού του και ούτε να μιλήσει εύκολα μπορούσε και υπέμενε και αυτή τη δοκιμασία αγόγγυστα χωρίς να κάνει καμία θεραπεία για ανακούφιση και μόνο τύλιγε το λαιμό του με τα λίγα ράκη που είχε.
Στο Παλιομονάστηρο που έμενε -και στην χειμερινή περίοδο με ψύχος, αρκετούς βαθμούς κάτω του μηδενός-, ούτε θέρμανση είχε παρ’ όλο που υπήρχαν σόμπες και ξύλα όσα ήθελε· αλλ’ ούτε και σκεπάσματα κατάλληλα χρησιμοποιούσε. Η αυστηρή φιλοπονία ήταν ο γενικός κανόνας της ζωής του και ουδέποτε χαλάρωσε αύτη την “ανελέητη” ζωή έως του θανάτου του. Κάποτε έφυγε από το Ρωσικό μοναστήρι και έμεινε κοντά μας στη Νέα Σκήτη, αφού του παραχώρησα εγώ το ησυχαστικό κελλάκι μου, κάτω προς τη θάλασσα, πάνω των εκεί ευρισκομένων σπηλαίων περίπου ένα εξάμηνο. Οι πατέρες του Ρωσικού τον αναζητούσαν γιατί χρειαζόταν στο Παλιομονάστηρο φύλακα, ίσως επειδή είναι και αυτοί λίγοι αριθμητικά στα τόσα τους διακονήματα. Κάποτε που τον επισκέφτηκα εκεί στο μικρό του κελί μου είπε πως επιμένουν οι πατέρες να γυρίσει στο Ρωσικό και επειδή δίσταζε να γυρίσει τον αποκαλούσαν πλανεμένο. Εγώ του είπα: ” δεν πειράζει αδελφέ Γεώργιε ας σε αποκαλούν έτσι, μη λυπάσαι όμως κάνε τους υπακοή και θα κέρδισες μισθό γι’ αυτό”. Τότε με αγκάλιασε ο μακάριος και δάκρυσε από συγκίνηση. Μετά πράγματι ξαναγύρισε πίσω στη Μονή και αγωνιζόταν ανένδοτος στη σκληρή φιλοπονία και αυταπάρνηση με το παξιμάδι μόνο και το τσάι χωρίς άλλη παρηγοριά με το λαιμό του φουσκωμένο από τις πυώδεις αμυγδαλές. Ο ύπνος του ήταν μόνο τρείς ώρες, πλαγιάζοντας στο πλευρό και όλες τις υπόλοιπες στεκόταν όρθιος και αυτό το τηρούσε με πολλή επιμονή γι’ αυτό και τα πόδια του ήταν συνεχώς πληγωμένα και έτρεχαν υγρά.
Άλλον αυστηρό τύπο στη ζωή του είχε ο μακάριος και τούτο. Δεν προσερχόταν ποτέ στη θεία κοινωνία (άχραντα μυστήρια) αν δεν έκαμνε πριν πολλή ετοιμασία και ακρίβεια συνειδήσεως. Όταν θα επέστρεφε όπως είπα στο Παλιομονάστηρο από το καλυβάκι του στη Νέα Σκήτη περάσαμε από τον τάφο του Γέροντός μας Ιωσήφ και τον ασπάσθηκε με πολλή ευλάβεια. ”Αν ζούσε ο Γέροντας μας” λέγει “θα ήμουν πάντοτε κοντά του “. Η επαφή του με τον Γέροντα δεν ήταν μία απλή γνωριμία, αλλά ένας σύνδεσμος, ένας πνευματικός δεσμός συγγενείας και αυτό ξέρουν όσοι κοινώνησαν σαν μαθητές με τους δασκάλους τους ή καλύτερα σαν αληθινοί υποτακτικοί με τους πνευματικούς τους πατέρες. Μερικά σημεία που παρακολουθήσαμε στον ευλογημένο τούτο αδελφό μας έπειθαν περί τούτου. Όταν η υγεία του Γέροντα κλονιζόταν επικίνδυνα ο π. Γεώργιος θα βρισκόταν μαζί μας χωρίς να τον ειδοποιήσουμε ποτέ, ούτε καν γνωρίζαμε σε ποιό μέρος βρισκόταν. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του Γέροντα βρισκόταν κοντά του και όταν εμείς απελύθημεν από τον Γέροντα ο καθένας στα ίδια, αυτός έμεινε δίπλα του και με ένα μεγάλο χαρτόνι έκανε αέρα στον Γέροντα που υπέφερε από δύσπνοια. Και ήταν ο μόνος πού παρακολούθησε τον αποχαιρετισμό και την κοίμηση του Γέροντα. Διακόνησε στην ταφή του Γέροντα με ευλάβεια και στην ανακομιδή του πάλι βρέθηκε πρώτος να διακονήσει χωρίς καν να τον ειδοποιήσουμε γιατί ούτε οι έγγιστά μας σχεδόν το γνώριζαν.
Κράτησε μαζί μας την πνευματική αύτη συγγένεια και αγάπη όπως και εμείς τον αγαπούσαμε ως γνήσιό μας αδελφό. Μόνο ότι εμείς δεν αξιωθήκαμε να βρεθούμε ούτε στο τέλος του ούτε στην ταφή του για τον τελευταίο ασπασμό. Λυπηθήκαμε για το χωρισμό όταν το μάθαμε. Χαρήκαμε όμως αφάνταστα γιατί με πλήρη μαρτυρία αληθινού εργάτου και ζηλωτή Αθωνίτου μοναχού, με τα δείγματα της κατά το δυνατόν ακριβούς πατερικής μας παραδόσεως, ετελειώθη ο μακάριος όντως Γεώργιος, θρίαμβος της Ορθοδόξου μας Εκκλησίας και καύχημα του Αθωνικού μας πολιτεύματος πού αδιάκοπα δίδει τη μαρτυρία της παραδόσεως του. Αλλά και για την πονεμένη και διωγμένη του πατρίδα και τον ευσεβή Σερβικό λαό αποτελεί λαμπρό καύχημα και βεβαία ελπίδα ότι εγγίζει η απολύτρωσή του, χάριτι και ελέει Χριστού του αληθινού ημών Θεού, της Παναχράντου ημών Δεσποίνης και Θεοτόκου Μαρίας και του μεγάλου μας Πατρός Σάββα του αληθινού προστάτου της χώρας αυτής.
Ι. Μ. Βατοπαιδίου, Γέρων Ιωσήφ Μοναχός, Σεπτέμβριος 1988


(Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, «Μοναχός Γεώργιος, Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ

Δευτέρα, 24 Δεκεμβρίου 2012

Άγιος Γαβριήλ (1926-1995) . Ο Γεωργιανός Μοναχός που έκαψε τα πορτραίτα των Στάλιν και Λένιν !




   Στίς 20 Δεκεμβρίου 2012 , έλαβε χώρα η Αγιοκατάταξη τού Μοναχού Γαβριήλ Urgebadze από το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Γεωργίας .  Η μνήμη του θα τιμάται στις 2 Νοεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του.



   O Άγιος Γαβριήλ ο Γεωργιανός γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1926 στην Τυφλίδα. Ο πατέρας του ήταν φανατικός κομμουνιστής. Η μητέρα του ,η οποία αργότερα έγινε μοναχή με το όνομα Άννα, εκοιμήθη  στις 26 Απριλίου 2000 και είναι θαμμένη δίπλα στον γιο της. Οι γείτονές του τον θυμούνται από μικρό παιδί να νηστεύει και παρόλη την αθεϊστική ανατροφή που έλαβε, στα 12 του χρόνια ήξερε το ευαγγέλιο απ΄ έξω. 


   Έγινε μοναχός το 1955 επί κομμουνιστικού καθαστώτος. Για σαράντα χρόνια έζησε σε νεκροταφεία,φυλακές και ψυχιατρεία. Επί δεκαπέντε χρόνια ζητιάνευε ταπεινωμένος, λοιδωρούμενος και περιφρονημένος απ'όλους.



   Η ''σαλότητά''του αρχισε να εκδηλώνεται στις 1 Μαίου 1965. Σ'αυτήν την επίσημη για τους κομμουνιστές ημέρα,παρουσία των αρχών, είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος στην κεντρική πλατεία της Τυφλίδας. Πίσω από τους επίσημους δυο τεράστια πορτραίτα του Στάλιν και του Λένιν κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος ενος κτιρίου. Ξαφνικά και ενώ στην ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο πλατεία οι εκδηλώσεις είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, η 12μετρη φωτογραφία του Στάλιν έπιασε φωτιά. Τι είχε γίνει; Ο μοναχός Γαβριήλ καταφέρνοντας να φτάσει στον πρώτο όροφο του κυβερνητικού κτιρίου,ανοιξε το παράθυρο και περιέλουσε το πίσω μέρος των πορτραίτων με βενζίνη βάζοντας φωτιά. Μετά από λίγο κάηκε και το πορτραίτο του Λένιν. Ο τρόμος είχε απλωθεί πάνω από το πλήθος και επικρατούσε νεκρική σιγή. Όσο τα πορτραίτα καιγόνταν ο μοναχός Γαβριήλ φώναζε από το παράθυρο τα παρακάτω λόγια:
«Ο Κύριος είπε να μη φτιάχνουμε είδωλα. Να μην έχετε άλλους θεούς εκτός από εμένα. Καλοί μου άνθρωποι συνέλθετε! Όσοι έζησαν σ'αυτήν τη γη ήταν πάντα χριστιανοί! Εσείς γιατί προσκυνάτε τα είδωλα; Η δόξα ανήκει μόνο στο Θεό. Ο Ιησούς Χριστός πέθανε και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε...Τα είδωλά σας όμως δε θα αναστηθούν ποτέ. Ακόμη και όταν ζούσαν ήταν νεκροί»!


   
   Αμέσως τον κατέβασαν κάτω με ένα πυροσβεστικό όχημα του οποίου ύψωσαν την σκάλα. Επειτα το πλήθος όρμησε επάνω του. Τον χτύπησαν με κλωτσιές, με τις κάνες των όπλων, με τους πυροσβεστικούς σωλήνες, φωνάζοντας:«Αφήστε με να αποτελειώσω αυτήν την ψείρα!...» Όλοι ήθελαν να πατήσουν αυτόν τον ''εχθρό του λαού'' για να δείξουν τον ζήλο τους. Με δυσκολία τον έβγαλαν οι πυροσβέστες από τα νύχια του πλήθους. Ο λόγος που δεν τον πυροβόλησαν ήταν ότι μετά απ'όλα αυτά έδειχνε ακριβώς σαν ένα πτώμα. Το κεφάλι του ήταν ανοιγμένο και του είχαν σπάσει 17 κόκκαλα. Για έναν μήνα ήταν στο νοσοκομείο αναισθητος. Μετά από πολλά χρόνια τον έβγαλαν από τη φυλακή αφού του έδωσαν ένα ''πιστοποιητικό τρέλλας''. Ζούσε μαζί με τη μητέρα του. Κανείς δεν τον δεχόνταν σπίτι του,ούτε σε καμία δουλειά. Όλοι τον ήξεραν και τον φοβόνταν. Ούτε αυτός ούτε η μάνα του μπορούσαν να βγούν έξω κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εαν έβγαιναν οι γείτονες αμόλουσαν τα σκυλιά επάνω τους .
Για πολύ καιρό ο μοναχός Γαβριήλ ζούσε περιφρονημένος και διωκόμενος από τους ανθρώπους. Μυστικά αποτραβιόνταν σε μια μικρή σπηλιά που είχε σκάψει σ'έναν βράχο και προσευχόνταν με δάκρυα. Την εποχή εκείνη οι εκκλησίες ήταν κατεστραμμένες και οι άνθρωποι φοβούνταν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ο γέροντας Γαβριήλ είχε φτιάξει στην αυλή του μια μικρή εκκλησία με τέσσερις τρούλους. Του την κατέστρεψαν πολλές φορές, αυτός όμως την ξαναέφτιαχνε με μεγαλύτερο ζήλο.

Το εκκλησάκι του Αγίου Γαβριήλ .
   Όταν ο καιρός των διωγμών πέρασε,πολλοί άνθρωποι άρχισαν να αναζητούν στο πρόσωπό του έναν πνευματικό καθοδηγητή.  Είχε το προορατικό χάρισμα ενώ υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για θαύματα που έχει επιτελέσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποτραβήχθηκε στη Μονή Mtskheta όπου έγινε αρχιμανδρίτης και όπου και τον κήδεψαν.
Πριν πεθάνει του πήραν αίμα για κάποιες αναλύσεις. Αυτό το αιμα δεν χάλασε.

 
Το αίμα του Αγίου Γαβριήλ .
   Ο Θεός της αληθείας εδοξάσθη σ'αυτόν. Η μορφή του γέροντα Γαβριήλ έδειχνε ξεκάθαρα ότι ο Χριστός κατοικεί στην ψυχή του. Εκοιμήθη στις 2 Νοεμβρίου 1995 .

   «Ότι είναι κακό στον άνθρωπο είναι συμπτωματικό. Να μην περιφρονείτε κανέναν, ακόμη κι αν βλέπετε πόσο ανήθικοι, μέθυσοι και βλάσφημοι είναι. Η Εικόνα του Θεού υπάρχει και σ'αυτούς κάπου,χωρίς βέβαια να το συνειδητοποιούν. Είναι φυσιολογικό ο εχθρός να θέλει να λερώσει αυτήν την Εικόνα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να βλέπεις την εικόνα του Θεού σε εκείνους που σε ονειδίζουν και σου συμπεριφέρονται σαν θηρία. Αυτούς όμως πρέπει να τους λυπάσαι ακόμη πιο πολύ επειδή η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί, χωρίς ίσως να μπορεί  να επανορθωθεί ποτέ, καταδικάζοντας τη ψυχή τους σε αιώνια βάσανα... Πόσο δύσκολο είναι αυτό: Ν' αγαπήσει κάποιος τους εχθρούς του!(Γέροντας Γαβριήλ).


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Γ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΙΤΗΣ

Γ.Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης -Περί Πνευματικοῦ Ζήλου‏


Ὁ σκύλος ὅταν ἀντιληφθῆ, ὅτι κάτι ἔρχεται νὰ κάνη κακὸ στὰ πρόβατα, φωνάζει, γαυγίζει ἔντονα, ἀπειλητικά, νιώθοντας ὅτι ἔχει κάποια εὐθύνη πάνω στὰ πρόβατα, στὸ ἀφεντικὸ ποὺ τὸν ἔχει, ποὺ τὸν ταΐζει. Εἶναι φυσικό του νὰ τὸ κάνει αὐτό. Καὶ ὅσο γαυγίζει καὶ φωνάζει, ὁ κλέφτης, ὁ λύκος, τὸ ἀγρίμι, δὲν πλησιάζει τὸ κοπάδι. Ἐὰν στὸ σκυλὶ αὐτὸ ἔρθει ὁ λογισμός, ὅτι δὲν ὑπάρχει φόβος, δὲν ὑπάρχει λύκος, δὲν κρύβεται κάποιος κλέφτης καὶ ἀρχίζει νὰ σπάζει ἡ προσοχή του, τὸ ἄγρυπνο γιὰ τὸ κοπάδι, τὸν πλησιάζει ὁ νυσταγμός, κάθεται καὶ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος. Καὶ ἔτσι ἡσυχάζει ὁ τόπος, τὸ κοπάδι ἀπὸ τὰ γαυγίσματα, αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸν κλέφτη, ἀπὸ τὸν λύκο, ποὺ παραμονεύουν. Ὅταν, λοιπόν, σταματήσει ὁ λύκος νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ νὰ φωνάζει. Ὅταν δοῦνε τὴν περίπτωση αὐτή, σιγὰ-σιγὰ προχωροῦν, πλησιάζουν, προσβάλλουν τὸ κοπάδι καὶ ἀρχίζουν ἕνα - ἕνα νὰ ρημάζουν τὰ πρόβατα.


Ὁ ζῆλος ὁ πνευματικὸς εἶναι σὰν τὸ σκυλί. Γεννᾶται ἡ ἐπιθυμία στὸν ἄνθρωπο τὸν πνευματικὸ νὰ ἀγωνιστεῖ, νὰ ἀποκτήσει κάποια ἀρετὴ καὶ στὴ συνέχεια νὰ φυλάξει τὴν ἀρετή. Ἡ ἐπιθυμία ποὺ διεγείρεται μέσα στὸν ἄνθρωπο, γεννᾶ τὸν ζῆλο. Ὁ ζῆλος, ὅταν γεννηθεῖ, φωνάζει σὰν τὸ σκυλί. Πλέκει λογισμούς, πῶς νὰ ἀγωνιστεῖ σκέπτεται πῶς νὰ φυλαχθεῖ, πῶς νὰ φυλάξει, πῶς νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀρετή. Διεγείρεται ἡ ἀδιάλειπτη προσοχή, ἡ νῆψις, γιὰ νὰ κατορθωθεῖ ἡ ἀρετὴ τὴν ὁποία ἐπεθύμησε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἄς πάρουμε μιά περίπτωση, μιά ἀρετὴ ποὺ σκέπτεται, μᾶλλον ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ἂς πάρουμε τὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν μελέτη, ἀπὸ τὴν φώτιση τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποκτήσει, νὰ κερδίσει τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὴν προσευχὴ ποὺ δὲν ἔχει σταματημό. Ἡ ἐπιθυμία γεννᾶ τὸν ζῆλο, τὴν θέρμη αὐτή, τὴν ὁρμητικότητα τῆς ψυχῆς. Καὶ ἡ ἐπιθυμία, ὁ ζῆλος, ἡ θέρμη δημιουργοῦν ὁρμητικότητα, εἰς τὸ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς αὐτὴ τὴν μεγάλη ἀρετή. Ὁ ζῆλος γεννᾶ τοὺς λογισμοὺς τῆς παραφυλακῆς καὶ σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, ὅτι γιὰ νὰ ἀποκτήσει αὐτὴν τὴν ἀρετή, χρειάζεται νὰ ἀγωνιστεῖ νόμιμα, κατὰ τοὺς Πατέρας. Ὅτι πρέπει συνεχῶς νὰ ἐλέγχει τὴν κατάσταση, νὰ ἀγωνίζεται στὴν ἀρχή, μὲ τὴν προφορικὴ ἐπίκληση μὲ τὸ στόμα νὰ λέει τὴν εὐχή. Ὁ ζῆλος παρακολουθεῖ τώρα νὰ μὴν σταματήσει ἡ προφορικὴ ἐπίκληση, νὰ μὴν ἀργολογήσει, νὰ μὴν σκεφτεῖ μάταια πράγματα, νὰ μὴν σκορπίζει τὸ μυαλὸ του ἐδῶ κι ἐκεῖ. Καὶ συνεχῶς τὴν προφορικὴ ἔτσι ἐργασία τῆς προσευχῆς, τὴν παρακολουθεῖ ὁ ζῆλος, ἡ προσοχή, ἡ νῆψις. Τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα νὰ μὴν σταματήσει.

Μόλις συμβεῖ κάτι, ποὺ νὰ ἐμποδίζεται ὁ ζῆλος, πάλι δίνει τοὺς λογισμοὺς τοὺς φωτισμένους, τοὺς θερμούς, ὅτι αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ. Μιά ἀργολογία ἤτανε, μιά σκέψις ἦρθε ἔτσι μάταιη στὸν λογισμὸ καὶ σταμάτησε τὸ στόμα νὰ λέει τὴν προσευχή. Ἀμέσως ὁ ζῆλος ξεκινάει πάλι ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ξαναγίνει. Μόλις δεῖς τὴν περίπτωση, νὰ τὴν ὑπερπηδήσεις, καὶ ἔτσι διατηρεῖται αὐτὴ ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς.

Φωτίζει τώρα ὁ ζῆλος, ἀποδιώκει κάθε κακὸ λογισμό, καὶ δέχεται τοὺς φωτεινοὺς λογισμοὺς ποὺ λένε ὅτι σὰν ἀγωνιστεῖς κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο προφορικά, ὅπως μᾶς συμβουλεύουν οἱ μεγάλοι πατέρες, μετὰ ἀπὸ τὴν προφορική, θὰ φθάσουμε στὴ διανοητική, στὴν νοερὰ προσευχή. Ἡ ὄρεξη τῆς ψυχῆς νὰ φτάση στὴν νοερὰ ἐπίκληση, δίνει τόνωση, ὁρμητικότητα στὴν προφορικὴ ἐπίκληση, νὰ μὴ σταματήσει, γιατί πρόκειται νὰ φτάσουμε στὴν νοερά. Ἐὰν δὲν ἀγωνιστεῖ σωστὰ στὴν προφορική, δὲν θὰ φθάσεις στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς. Καὶ ἔτσι ὁ ζῆλος παρακολουθεῖ τὸν ἀγῶνα συστηματικὰ καὶ κανονικά. Τὸν περιφράττει, τὸν περιβάλλει, τὸν σκεπάζει κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπὸ τὴν κακία τοῦ δαίμονος. Καὶ ἔτσι σιγὰ - σιγά, ἡ ἁγία αὐτὴ ἐπιθυμία, μὲ τὴν φρούρηση τοῦ πνευματικοῦ ζήλου, προχωρεῖ στὴν ἀπόκτηση τῆς τελείας προσευχῆς.

Ὅταν ὅμως νυστάξει αὐτὸς ὁ ζῆλος, οἱ θερμοὶ λογισμοὶ ἀρχίζουν νὰ κρυώνουν ἀρχίζει ἡ αὐτοπεποίθησις μέσα μας, ὅτι καλὰ πᾶμε. Θὰ ἀποκτήσω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Λογισμοὶ μάταιοι ἔρχονται καὶ προσβάλλουν καὶ σπάζουν τὸν τόνο τοῦ ζήλου. Ἀρχίζει ὁ νυσταγμὸς τῆς ψυχῆς, καὶ πέφτει ὁ ἀγώνας. Ὑποχωρώντας ὁ ζῆλος, παύει τὸ στόμα φερ' εἰπεῖν νὰ λέει συνέχεια τὴν προσευχή. Ἀρχίζει νὰ κάνει διαλείψεις, νὰ κάνει σκαμπανεβάσματα, πλημμελῶς νὰ ἐργάζεται τὸ στόμα τὴν προσευχή. Ὁπότε τὴν κλέβει τελείως ὁ ἐχθρὸς τὴν προσευχή, καὶ κλείνουμε τὸ στόμα καὶ οἱ λογισμοὶ μέσα μας οἱ ἄσχημοι, δουλεύουνε ἄνετα. Τότε τὸ στόμα ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἐπίκληση ἔρχεται στὴν παρρησία καὶ ἔτσι ἐρημώνεται τὸ πνευματικὸ ποίμνιο τῆς ψυχῆς.

Καὶ γιὰ κάθε ἀρετή, ἔτσι γίνεται, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πνευματικοῦ ζήλου. Ὅσο ἡ ἐπιθυμία θὰ φρουρεῖται καὶ θὰ θερμαίνεται ἀπὸ τὸν ζῆλο, ἡ ἐπιθυμία αὐτὴ τῆς ἀρετῆς θὰ γίνει ἔργο, θὰ γίνει κτῆμα τῆς ψυχῆς. Καὶ πρέπει συνεχῶς νὰ πυροδοτοῦμε τὸν πνευματικὸ ζῆλο, γιὰ νὰ φρουρεῖται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λύκους καὶ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς κλέφτες, οἱ ὁποῖοι καιροφυλακτοῦν ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, νὰ ἐρημώσουν τὴν ψυχή μας.

Ὁ διάβολος τῆς κακῆς ἐπιθυμίας στέκει ἀπέναντί μας, στέκει μπροστά μας, ἔχει ἀναμμένη, ὅπως λένε οἱ πατέρες, τὴν δάδα καὶ ζητεῖ εὐκαιρία, κατάλληλη στιγμὴ ἀμελείας καὶ ραθυμίας γιὰ νὰ μᾶς δώσει μπουρλότο, νὰ ἐμπρήσει τόν ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ μᾶς ἀνάψει τὴν κακὴ ἐπιθυμία μέσα μας καὶ νὰ ἀποτεφρώσει τελείως κάθε ὑπόστασι καθαρότητος τῆς ψυχῆς.

Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἀπ. Παῦλο, εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι εἴσαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνοίκει (κατοικεῖ) ἐντὸς ὑμῶν; Μέσα μας κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀναγεννηθήκαμε πνευματικῶς, μὲ τὴ ἱεροπραξία αὐτή, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἦρθε μέσα στὴν καρδιὰ του βαπτισμένου ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἡ χάρις αὐτή, ὅταν δὲν προσέξει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἁμαρτάνει, καταπλακώνεται, καταχώνεται βαθιὰ στὴν καρδιὰ καὶ ἡ λαμπρότης αὐτῆς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν λάμπει στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἡ λάμψις, ὁ φωτισμὸς αὐτῆς τῆς χάριτος, νὰ δώσει τὴν δυνατότητα, νὰ γνωρίση ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ μέσα του.

Ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ Ἱεροῦ Βαπτίσματος, κάνει τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ναὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν δὲν εἶναι καθαρός, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐπισκέπτεται, δὲν μπαίνει μέσα στὸ ναὸ αὐτό, ἀλλὰ φεύγει. Τὸν ἀφήνει ἔρημο. Καὶ γίνεται ἕνας τόπος ἄχρηστος, ἕνας τόπος βρώμικος. Ἔρχονται ὅλα τὰ δαιμόνια καὶ κατοικοῦν ἐκεῖ μέσα. Ἄρα ἡ καθαρότης τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ καθαρότης τοῦ ναοῦ, εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ ναοῦ, εἶναι ἡ εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ.

Ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν βρίσκεται καθαρὸς στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Καὶ ἔρχεται ὅλος ὁ Θεὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τότε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνακύπτει, ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια. Ἀποβάλλει ὅλη τὴν σαβούρα, ποὺ εἶχε πάνω της διὰ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ οἱ λαμπηδόνες καὶ οἱ ἀκτῖνες καὶ οἱ λάμψεις αὐτῆς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καταυγάζουν ὅλον τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τόν κάνουν θεοειδῆ.

Λοιπὸν ὁ διάβολος, ὅπως εἴπαμε, στέκεται ἀπέναντί μας καὶ ἔχει στὸ χέρι του τήν κακὴ ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας καὶ ζητᾶ εὐκαιρία νὰ πετάξει ἐπάνω μας αὐτὴ τὴν φλόγα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, νὰ μᾶς πυρπολήσει καὶ νὰ μᾶς ἀποξενώσει τελείως ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ μὴν ἔχουμε ὑπόστασι τοῦ θείου ναοῦ. Ὁ πνευματικὸς ὅμως ζῆλος, ὅταν αὐτὸν τὸν ναὸ τὸν περιβάλλει, τὸν περιπολεῖ, τὸν περιτριγυρίζει καὶ ὑλακτεῖ καὶ φωνάζει σὰν τὸν σκυλί, τότε ὁ ἐχθρὸς ὁ ἀπέναντί μας, δὲν βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ μᾶς κάψει, νὰ μᾶς ἀχρηστεύσει, νὰ μᾶς κάνει ἁμαρτωλοὺς μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ! Καὶ ἔτσι διατηρούμεθα ἐν τῷ Θεῷ.

Ὅταν ἡ ψυχή μας προσεύχεται, ὅταν ὁ νοῦς μας περπατάει στὸν Θεό, πλησιάζει τὸν Θεό, μὲ τὴν θεωρία καὶ τὴν θεία μελέτη, ὁ ναὸς θυσιάζεται μὲ τὸ ἄρωμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἄρωμα εἶναι ἡ πρᾶξις τῆς ψυχῆς ἡ πρᾶξις τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ καρπὸς τῆς προσευχῆς, ἡ εὐωδία τοῦ θυμιάματος, Καὶ ὅταν ἕνας ναὸς θυμιάζεται καὶ εὐωδιάζεται καὶ εἶναι εὐπρεπισμένος καὶ καλλωπισμένος, ὁ Θεὸς εὐχαρίστως ἔρχεται καὶ κατοικεῖ ἐκεῖ μέσα καὶ θυσιάζεται ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς. Καὶ ἡ καρδιὰ ἀναπέμπει δοξολογίες καὶ εὐχαριστίες στὸν Θεό, ποὺ κάμει αὐτὸ τὸ μυστήριο, ποὺ δέχεται αὐτὴν τὴν ἐξιλαστήριο θυσία.

Ἐὰν ὅμως ὁ ζῆλος δὲν περιφρουρήσει αὐτὸν τὸν ναό, τότε ὁ ναὸς εἶναι ἀνοχύρωτος, εἶναι ἀπροστάτευτος, εἶναι ἀφύλακτος, καὶ ἐρημώνεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἐμεῖς σὰν μοναχοί, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο γνωρίζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διδασκόμεθα συνέχεια ἀπὸ τοὺς θεοφόρους Πατέρες μας, πῶς πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε. Ἡ ζωή τους, τὸ παράδειγμά τους, οἱ νουθεσίες τους, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ μᾶς ἀνάψουν τὸν ζῆλο γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Νὰ τοὺς μιμηθοῦμε στὴν ἀρετή τους, καὶ στὴν χάρι ποὺ ἀπόκτησαν ἀπὸ τὸνἀγώνα τους.

Καὶ αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι, εἶχαν πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἀλλὰ πρόσεξαν πάρα πολὺ τὸν πνευματικό τους ζῆλο. Δὲν τὸν ἄφησαν νὰ νυστάξη, νὰ κοιμηθῆ. Τὸν εἶχαν πάντα ἄγρυπνο, νηφάλιο καὶ προσεκτικὸ καὶ σιγὰ - σιγὰ ὁ ναὸς τῆς ψυχῆς των καὶ τοῦ σώματός των ἔγινε ἅγιος καὶ ὁ Θεὸς κατοίκησε μέσα τους καὶ ἔγιναν ἅγιοι.

Τώρα ἀκολουθοῦμε ἐμεῖς. Ἤρθαμε ἐμεῖς στὸ στίβο τῆς πάλης. Ἤρθαμε στὴ θέσι τους. Ἤρθαμε στὴ ζωὴ ποὺ ἔζησαν αὐτοί. Πρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ πρῶτος ἐγώ. Πρέπει νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, νὰ δοῦμε πῶς ἐζήλωσαν αὐτοὶ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν ζηλώσουμε καὶ ἐμεῖς. Νὰ ἔχουμε προσοχὴ σὲ ὅλα μας. Νὰ θερμαίνουμε συνεχῶς τὸν πόθο, τὸ πῶς θὰ ἁγνίσουμε ψυχοσωματικὰ τὸν ἑαυτό μας.

Ἀλλὰ σὰν ἄνθρωποι ποὺ εἴμεθα καὶ ἔχουμε τόσες ἀδυναμίες, ποὺ πολλὲς φορές μᾶς ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν προσοχή, πρέπει τὸν δικό μας ζῆλο νὰ τὸν διατηροῦμε συνέχεια. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, δίνει μεγάλη θέρμη στὸν ζῆλο! Καὶ ὅταν κανεὶς σκέπτεται, ὅτι ἴσως πεθάνει μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα, μετὰ ἀπὸ μία μέρα, ἕνα μῆνα, ἕνα χρόνο, ἡ σκέψις αὐτὴ εἶναι μία θέρμανση στὸν ζῆλο, ὥστε νὰ προσέξη τὸν ἑαυτό του. Νὰ προσέξη νὰ μὴν ἁμαρτήση νὰ μὴν σκεφθῆ κακό, νὰ μὴν μιλήση ἄσχημα, νὰ μὴν πράξη κακό, γιατί ὁ θάνατος ἄμα ἔρθη, τί θὰ γίνει μετά;

Γνωρίζουμε ὅτι τὰ πάντα μας εἶναι γνωστὰ στὸν Θεὸ καὶ στὸν διάβολο. Ὁ πειρασμὸς τὰ γράφει μὲ κάθε λεπτομέρεια ὅλα μας τὰ ἔργα, ὅλους μας τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια στὰ κατάστιχά του. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πρόκειται νὰ φύγουμε ἢ καὶ ὅταν θὰ ἀνεβαίνουμε πρὸς τὸν Θεό, τὰ εἰδικὰ τελώνεια θὰ μᾶς παρουσιάσουν ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ ἐμεῖς τὶς ἔχουμε λησμονήσει. Καὶ ὅταν τὶς δοῦμε καὶ εἶναι ὅλες γραμμένες καὶ νὰ μᾶς δοθῆ ἡ δυνατότητα νὰ τὶς ἐνθυμηθοῦμε, τότε, θὰ ἀπορήσουμε γιὰ τὸ μέγεθος, γιὰ τὸ πλῆθος, ποὺ θὰ ἔχουν γραμμένα ἐκεῖ οἱ δαίμονες.

Τότε θὰ ἔρθη τὸ μυαλὸ στὴ θέση του, τότε θὰ σκεφθοῦμε ὤριμα καὶ σωστά. Τὸ ὄφελος ποιὸ θὰ εἶναι; Νὰ μεταμεληθοῦμε βέβαια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μεταμέλεια πλέον δὲν φέρνει τὴν ὠφέλεια, δὲν φέρνει τὴν μετάνοια, δὲν ἔχει ἀξία πλέον ἡ μετάνοια ἐκείνη τὴν ὥρα, διότι τὸ πανηγύρι ἔχει λήξει, ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας δὲν ὑπάρχει καὶ ἡ δυσκολία εἶναι ἄμεση.

Ὅλα αὐτά, ὅταν τὰ ὑπενθυμίζει ὁ ζῆλος στὴν ψυχή, ἡ ψυχὴ φυλάγεται ἀπὸ τὸ κακό. Γι' αὐτὸ πρέπει ὁ ζῆλος νὰ μᾶς συνέχει καὶ νὰ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα τῆς ἀδειαλείπτου προσοχῆς. Δὲν πρέπει ἡ προσοχή μας νὰ ἀποσπᾶται. Νὰ προσέχουμε συνέχεια καὶ πρῶτος ἐγὼ διότι ἔχω μεγαλύτερη τὴν εὐθύνη καὶ ὁ λόγος τῆς ἀπολογίας μου σκληρότερος ἐνώπιόν του Θεοῦ.

Ἃς προσέξουμε τώρα πατέρες μου, νὰ ἔχουμε τὸν ζῆλο μας θερμό, ἀδιάλειπτον προσεκτικὸ καὶ ἀνύστακτον. Καὶ ὅταν ἔρθη, θὰ προσέχουμε τὴν ζωή μας, ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ θὰ φυλαχθῆ, θὰ διατηρηθῆ καὶ ὁ Θεὸς θὰ κατοικῆ μέσα του. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι μέσα μας, τὰ πάντα κατευθύνονται σωστά. Ἡ πορεία μας εἶναι πρὸς τὸ φῶς, πρὸς τὴν Οὐράνιο Πύλη. Ἡ ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ θὰ δίνη τὴν καλύτερη δροσιὰ καὶ ἀνακούφιση.

Ἃς ἀγωνιστοῦμε, λοιπόν, μ' αὐτὸν τὸν τρόπο, τὸν πνευματικὸ ζῆλο, καὶ ἂς ἐλπίσουμε τότε, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, θὰ συντρέξη μὲ τὴν καλὴ αὐτὴ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μας, εἰς τὸ νὰ βοηθήση τὸν ζῆλο, τὴν θέρμη.

Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μᾶς ἀξιώση νὰ φτάσουμε στὴν μεγάλη πατρίδα, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν Οὐρανόν. Ἐκεῖ ποὺ ἔχει κάμει ὁ Θεὸς τὴν ἄνωἹερουσαλήμ, τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει τὸ Ἄκτιστον φῶς, ἐκεῖ ποὺ ὅλη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι Οὐράνιος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ φέγγος.

Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς ποὺ φωτίζει αὐτὸν τὸν Ναό. Ἐκκλησίασμα εἶναι οἱ σωσμένες ψυχές, ποὺ πέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς θλίψεως τοῦ ἐδῶ ἀγῶνος, καὶ ἐκεῖ ξεκουράζονται πλέον ἀπὸ αὐτὴ τὴν θλίψη, ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ἀπὸ τὸν ἀγώνα, ἀπὸ τοὺς ἀναστεναγμούς, ἀπηλλαγμένοι πλέον ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἀπὸ τοὺς φόβους. Καὶ ἔτσι αὐτὸ τὸ ἐκκλησίασμα θὰ βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸν ναό, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.


Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης (Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Η Ταπείνωση ! Το μονοπάτι για Τον Ουρανό !

Η Ταπείνωση ! Το μονοπάτι για Τον Ουρανό !
«Ο­σο ει­σαι σπου­δαιος, αλ­λο τό­σο νά ει­σαι τα­πει­νός. Ο­ταν α­νεβεις ψη­λά, ε­χεις α­νά­γκη νά πά­ρεις τά μέ­τρα σου, γιά νά μήν πέ­σεις... 
Για­τί εχεις με­γά­λη ι­δέ­α γιά τόν ε­αυ­τό σου, ενω ει­σαι αν­θρω­πος, συγ­γε­νής μέ τή γη, τό ι­διο πράγ­μα μέ τή στά­κτη σέ ο­λα: καί στή φύ­ση καί στή γνώ­μη καί στήν ε­κλο­γή των πραγ­μά­των. 
Σή­με­ρα ει­σαι πλού­σιος, αυ­ριο φτω­χός· σή­με­ρα υ­γι­ής, αυ­ριο αρ­ρω­στος· σή­με­ρα χα­ρού­με­νος, αυ­ριο λυ­πη­μέ­νος· σή­με­ρα δο­ξα­σμέ­νος, αυ­ριο πε­ρι­φρο­νη­μέ­νος· σή­με­ρα νέ­ος, αυ­ριο γέ­ρος. 
Μή­πως κά­τι α­πό τά αν­θρώ­πι­να πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό; Η μή­πως, α­ντί­θε­τα, τό κα­θε­τί μι­μει­ται τήν κί­νη­ση των πο­ταμων πού κυ­λουν; Δέν προλα­βαί­νου­με κα­λά κα­λά νά
τό δου­με, καί μας ε­γκατα­λεί­πει πιό γρή­γο­ρα α­πό τή σκιά. Για­τί λοι­πόν, αν­θρω­πέ μου, ε­χεις α­λα­ζονεί­α, ενω ει­σαι κα­πνός, μα­ταιό­τη­τα; Πράγματι, ο αν­θρω­πος ταυ­τί­ζε­ται μέ τή μα­ταιό­τη­τα. 
Οι η­μέ­ρες της ζωης του ει­ναι σάν χορτάρι. Ξε­ραί­νε­ται τό χορτά­ρι καί τό αν­θος του πέ­φτει μα­ρα­μέ­νο»
«Νά ει­σαι τα­πει­νός» !
Η ταπείνωση είναι μία σκάλα με εκατομμύρια σκαλοπάτια. Το πρώτο σκαλοπάτι πατά στη γη, και το τελευταίο, ακουμπά Στον Ουρανό.

Ο πιο σίγουρος δρόμος προς τη βασίλεια των ουρανών είναι η ταπείνωση.Όταν αύτη ριζώσει στη ψυχή, θα φέρει όλες τις άλλες αρετές και την ελπίδα της σωτηρίας.

Ο 'Οσιος Θεοφάνης ο 'Εγκλειστος μας συμβουλεύει :
" Ταπείνωση θ’ αποκτήσετε κάνοντας έργα ταπεινά, σηκώνοντας αγόγγυστα κάθε προσβολή και περιφρόνηση, βάζοντας τον εαυτό σας κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους, καλλιεργώντας μέσα σας την αυτομεμψία και αυτοεξουθένωση. 
Αγάπη θ’ αποκτήσετε κάνοντας εργα αγάπης. Αυτά αρχικά απαιτούν την άσκηση βίας στη ψυχή, με τον καιρό όμως γίνονται δίχως δυσκολία, με προθυμία και ευχαρίστηση. Πρέπει να ξέρετε, πάντως, πως η αγάπη αυξάνεται φυσικά και αβίαστα μαζί με την ταπείνωση. 
Γιατί οσο μειώνεται ο εγωισμός μας, τόσο φουντώνει η φλόγα της αγάπης μας στο Θεό και τον πλησίον." 
 http://odevontas.blogspot.com

Η Δύναμη της προσευχής «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με»

Η Δύναμη της προσευχής «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με»
Διάλογος ἑνός ὑποτακτικοῦ μέ τόν γέροντά του, (τοῦ πατέρα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη):
- Γέροντα, λέω τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἀλλά δέν καταλαβαίνω τίποτα.
- Δέν καταλαβαίνεις ἐσύ πού τή λές τήν εὐχή, ἀλλά καταλαβαίνει ὁ διάβολος καί καίγεται, καί φεύγει.
Ἔ, καλά παιδί μου, θέλεις νά δεῖς θαῦμα, ἀπό τήν εὐχή, ἀπ’ τήν προσευχή;
- Καί βεβαίως θέλω!
- Καλά, τοῦ λέει, θά προσευχηθῶ στόν Θεό νά σοῦ
δείξει ἕνα θαῦμα νά καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή. Αὐτό τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» πού στήν ὁποίαν εὐχή ἀναφέρονται ὅλα τά πατερικά μας βιβλία∙ καί εἰδικότερα βέβαια ἡ Φιλοκαλία.
Ἔκανε προσευχή ὁ γέροντας, ἔκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο μέ λίγο νερό.
- Ἔλα δῶ παιδί μου τώρα,
τοῦ λέει, ὕστερα ἀπό τίς τρεῖς ἡμέρες, τοῦ ἔδωσε ἕνα καλάθι – ξέρετε τί ἦταν τά καλάθια;- καί
- Πήγαινε νά τό γεμίσεις νερό.
- Γέροντα, λέει, με συγχωρεῖς, τά μυαλά τά ἔχω, τό λογικό τό ἔχω, πῶς θά γεμίσει αὐτό νερό; Γεμίζει τό καλάθι νερό; Βρέχεται, ναί, ἀλλά νά γεμίσει νερό;
- Καλά, παιδί μου, τοῦ λέει, δέν ἤθελες νά δεῖς ἕνα θαῦμα;
Λέει:
- Μάλιστα.
- Ἔ, καί νά δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τί δύναμη ἔχει; Γιατί τήν παντοδυναμία τῆς εὐχῆς τήν παίρνει ἀπ’ τόν παντοδύναμο Θεό, διότι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι καί Θεός ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Δέ θέλεις νά τή δεῖς;
- Πῶς, πῶς, πῶς!
- Ἔ, κάνε αὐτό πού λέω, ἀλλά θά λές τήν εὐχή, ὅλο τήν εὐχή. Θά πᾶς καί θἄρθεις χωρίς νά τήν διακόψεις καθόλου. Θά λές συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
- Νἄ’ναι εὐλογημένο.
Πάει λοιπόν στό δρόμο, περπατάει νά πάει μέχρι τήν, ἐκεῖ πού ἦταν τό νερό,
- «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰσηοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Καί βάζει τό καλάθι στη βρύση καί κάτω. Τό νερό γεμίζει τό καλάθι! Καί τό καλάθι δέν τρέχει! Δέν βγάζει οὔτε ἀπό τά πλάγια, οὔτε ἀπό κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια ὅμως, δέν διακόπτει τήν εὐχή καί τή λέει.
- «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι ὁ γέροντας, στό κελάκι του προσηύχετο γιά νά δείξει ὁ Θεός θαῦμα στόν ὑποτακτικό του. Τό γέμισε τό καλάθι. Μόλις τό εἶδε, τρέχει λοιπόν, νά τό δείξει στόν γέροντά του. Νά τοῦ πεῖ δηλαδή ὅτι «Γέροντα, τό καλάθι γέμισε νερό, καί δέν τρέχει».
Στόν δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αὐτά τά πενήντα μέτρα, φανερώνεται ὁ διάβολος, ἀλλά μέ ἀνθρώπινη μορφή. Σάν καλόγεροι, σάν καλόγερος.
Τοῦ λέει:
- Καλόγερε, τοῦ λέει, ποῦ πᾶς;
- Πάω στό γέροντά μου.
- Πῶς σέ λένε;
- Γεώργιο.
- Πόσα χρόνια ἔχεις ἐδῶ;
- Λέει, πέντε – ἔξι.
- Καί τί δουλειά κάνεις; Τί διακόνημα κάνεις;
- Φτιάχνουμε σφραγίδια.
Μέ τό διάλογο, ἀδειάζει τό καλάθι καί τό νερό φεύγει ἀπό κάτω ὁλόκληρο. Ἔπιασε ἀργολογία, ἄφησε τήν εὐχή. Πῆγε στό γέροντά του μέ ἄδειο τό καλάθι.
- Τί συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μοῦ φέρνεις τό καλάθι ἄδειο;
- Γέροντα ἔτσι κι’ ἔτσι.
Ἄαα. Ἄφησες τήν εὐχή παιδί μου. Καί ἔπιασες διάλογο καί διάλογο μέ αὐτόν πού φαινόταν σάν καλόγερος ἀλλά δέν ἦταν καλόγερος, ἀλλά ἦταν ὁ διάβολος. Ἐάν δέν τοῦ μιλοῦσες, τό καλάθι θά ἦταν γεμᾶτο νερό. Τώρα ὅμως πού μίλησες καί ἄφησες τήν εὐχή, ἔφυγε τό νερό. Βλέπεις λοιπόν, ὅταν ἔλεγες καί ὅσο ἔλεγες τήν εὐχή τό καλάθι κρατοῦσε τό νερό. Ὅταν τή σταμάτησες καί ἄρχισες τήν ἀργολογία σου, ἔφυγε τό νερό. Ἡ προσευχή, τό κομποσχοίνι μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ πνευματική, διότι τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» εἶναι πνευματική ἐλεημοσύνη, νικᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ (δηλ. τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά σβήσει κάθε δική μας ἁμαρτία). Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλο.

Ἀπὸ τὶς Διδαχὲς τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη
Γέρων Ἐφραίμ Κατουνακιώτης

ΑΟΡΑΤΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ


Οι λεγόμενοι «αόρατοι ερημίτες» του Άθωνα

Οπωσδήποτε πολλοί εκ των αναγνωστών του παρόντος πονήματος θα έχουν ακούσει ή διαβάσει έστω και μια διήγηση για τους αόρατους Ερημίτες του Άθωνα. Άλλοι τους ονόμασαν «αόρατους ασκητές», άλλοι «γυμνούς ασκητές», άλλοι «μυστικούς γέροντες», άλλοι πάλι «αφανείς αναχωρητές». Πρόκειται για ομάδα ασκητών, οι οποίοι είναι εφτά, κατʼ άλλους δώδεκα και κατʼ άλλους δέκα, οι οποίοι διατρίβουν στις ερημικότερες περιοχές της αθωνικής ερήμου και είναι αόρατοι από τα μάτια των ανθρώπων. 

Εμφανίζονται μόνο σʼ όποιον αυτοί θέλουν ως επί το πλείστον απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο. Εδώ πρέπει να μεταφέρω κάποια υποσημείωση ενός σύγχρονου συγγραφέα μοναχού (Από το βιβλίο του μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου «Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης», 2002) περί των μυστηριωδών αυτών ασκητών που την βρήκα την πιο κατάλληλη σε περιεκτικότητα και περιγραφή και την πιο σύντομη για το θέμα αυτό : «Γυμνοί ασκητές : Κατά την μακραίωνη ιστορία του Αγίου Όρους υπάρχει η εξής παράδοσις. Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά ( κατʼ άλλους
δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί και να είναι αόρατοι από τους
οφθαλμούς των ανθρώπων».

Η φήμη των ασκητών αυτών, μάλλον η παράδοση αυτή διασώζεται τα τελευταία διακόσια χρόνια τουλάχιστον και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά στον αγιορείτικο μοναχισμό και ιδίως τον ασκητισμό, και όχι μόνο αλλά και σε ολόκληρη την ορθοδοξία … Συζήτησα με πολλούς αγιορείτες Γέροντες, Σκητιώτες, Κοινοβιότες, Κελλιώτες, Ερημίτες για το θέμα αυτό, δηλαδή την ύπαρξη και σήμερα των αοράτων γυμνών ασκητών και βρήκα πολλούς να πιστεύουν ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ερημίτες. 
Συνάντησα πράγματι απλούς και ενάρετους και αγωνιστές Μοναχούς και Γέροντες οι οποίο πιστεύουν τη παράδοση αυτή. Δηλαδή ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι αναχωρητές σε άβατα αθωνικά μέρη, που ζουν πρωτόγονα, απλά, λιτά και τρέφονται από το Θεό με θαυμαστό τρόπο. Μάλιστα ένας τέτοιος απλός Γέροντας μου διηγήθηκε ότι γνωρίζει μερικούς τέτοιους μυστικούς αναχωρητές οι οποίοι ζουν στη ψηλότερη και αγριότερη περιοχή από αυτόν και ότι τους οικονομεί η θεία Πρόνοια τα προς το ζωή αναγκαία με θαυμαστό και ιδιαίτερο τρόπο. Και ότι τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι. Και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω – μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν – στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και που κρέμονται από δοκάρια. Και δεν θέλησε να μου πει ούτε τον τόπο που μένουν, ούτε τα περαιτέρω της θαυμαστής ασκητικής των πολιτείας. Υπάρχουν πάλι άλλοι μοναχοί που πιστεύουν ότι υπάρχει μέχρι σήμερα η ομάδα αυτή των εφτά ασκητών και αναπληρώνεται όταν πεθάνει κάποιος απʼ αυτούς με άλλον ενάρετο από τους Αγιορείτες Μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά. 
Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατʼ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί οι οποίοι θεωρούν την παράδοση αυτή των «αοράτων Ερημιτών» σαν θρύλο.


Πηγή: Οι αόρατοι ερημίτες του Άθωνα, Βλασίου μοναχού Αγιορείτου, Εκδόσεις ΤΕΡΤΙΟΣ, Σελίδες 18,19,21,22

Αόρατοι Άγιοι Ασκητές του Αγίου Όρους και ο πνευματικός Παπα-Δανιήλ ο ερημίτης

Αόρατοι Άγιοι Ασκητές του Αγίου Όρους και ο πνευματικός Παπα-Δανιήλ ο ερημίτης
Στο ησυχαστικο Καλυβι του Αγιου Πετρου, ο Πνευματικος Παπα-Δανιηλ ηταν πολυ προχωρημενος στην κατα Θεον ζωη και εναρετη πολιτεια, τοσο που τον αξιωσεν ο Θεος, καθε Σαββατο, να κοινωνει και να δινει τα Αχραντα Μυστηρια, το Σωμα και το Αιμα του Δεσποτη Χριστου, στους Αγιους, οι οποίοι, πριν απο 70 χρονια, κυκλοφορουσαν στα μερη εκεινα και κατα καιρους, οπως ομολογουν πολλοι σεβασμιοι και αξιοπιστοι Πατερες, φανερωνωνται οπου και σ’οποιον, προβλεπουν αυτοι, πως η εμφανισι τους θα οικοδομισει και θα οδηγησει αυτον ή
αυτους που θα τους ιδουν, στην εναρετη ζωη και στον θειο ζηλο της νοερας προσευχης και αγνης πολιτειας.

Οι Αγιοι αυτοι, δεκα τον αριθμον, περιφερονται στα ερημικοτερα μερη του Αθωνα και ειναι αορατοι, πριν απο πολλα χρονια παρουσιαστηκαν στον Πνευματικο τους Παπα-Δανιηλ και τον παρακαλεσαν να τους κοινωνει και μεταδιδει τα “Αγια των Αγιων” του Θεου Μυστηρια, αλλα δεν πρεπει, του ειπαν, να μαθει κανεις την πραξι αυτη. Του ωρισαν πως θα πηγαινουν καθε Σαββατο και θα πρεπει την ημερα εκεινη να μη δεχεται κανεναν επισκεπτη, κι αν τυχον παει κανεις, να φροντιζει εγκαιρα να τον διωχνει.

Τουτο γινονταν πολλα χρονια κι ο Πνευματικος Παπα-Δανιηλ τα καταφερνε ετσι, που να μη βρισκεται εκει κανεις, οταν θα πηγαιναν οι Αγιοι αυτοι ερημιτες, ουτε ο υποτακτικος του Παπα-Αντωνης, που κι αυτος ηταν πνευματικος, αλλα κατα την εντολη των ερημιτων Αγιων κι απ’αυτον το ειχε αποκρυψει.

Ενα Σαββατο ομως, απο φθονο του πειρασμου ή από απλη συμπτωσι, την ωρα που θα πηγαιναν οι ερημιτες, επισκεφτηκε τον Πνευματικο ενας μακρινος αδερφικος του φιλος, τον οποιο επειδη δεν προλαβε να διωξει, τον εκρυψε στην εκκλησια.

Οι Αγιοι πηγαν στον Πνευματικο, και ο ξενος απο την κρυπτη του, εβλεπε τους Αγιους που κοινωνουσαν απο το παραθυρο της προσκομιδης.
Οταν τελειωσε η θεια Κοινωνια, οι Αγιοι ευχαριστησαν τον Πνευματικο, ζητησαν συγχωρεσι και του ειπαν, πως επειδη δε φυλαξε τη συμφωνια που ειχαν κανει, δεν προκειται να τους ξαναειδει. 
Και πραγματι, απο τοτε δεν τους ειδε αλλη φορα, λεγουν δε μερικοι Πατερες, πως μετα πηγαιναν στον Πνευματικο Παπα-Γρηγορη, που εμενε στη Μικρη Αγιαν να και κοινωνουσαν απ’αυτον, οσο βρισκονταν αυτος στη ζωη. Μετα κανεις δεν γνωριζει τι απεγιναν.
ΠΗΓΗ.ΑΘΩΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Οι λεγόμενοι «αόρατοι ερημίτες» του Άθωνα

Οι λεγόμενοι «αόρατοι ερημίτες» του Άθωνα
Οπωσδήποτε πολλοί εκ των αναγνωστών του παρόντος πονήματος θα έχουν ακούσει ή διαβάσει έστω και μια διήγηση για τους αόρατους Ερημίτες του Άθωνα. Άλλοι τους ονόμασαν «αόρατους ασκητές», άλλοι «γυμνούς ασκητές», άλλοι «μυστικούς γέροντες», άλλοι πάλι «αφανείς αναχωρητές». Πρόκειται για ομάδα ασκητών, οι οποίοι είναι εφτά, κατʼ άλλους δώδεκα και κατʼ άλλους δέκα, οι οποίοι διατρίβουν στις ερημικότερες περιοχές της αθωνικής ερήμου και είναι αόρατοι
από τα μάτια των ανθρώπων.
Εμφανίζονται μόνο σʼ όποιον αυτοί θέλουν ως επί το πλείστον απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο. Εδώ πρέπει να μεταφέρω κάποια υποσημείωση ενός σύγχρονου συγγραφέα μοναχού (Από το βιβλίο του μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου «Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης», 2002) περί των μυστηριωδών αυτών ασκητών που την βρήκα την πιο κατάλληλη σε περιεκτικότητα και περιγραφή και την πιο σύντομη για το θέμα αυτό : «Γυμνοί ασκητές : Κατά την μακραίωνη ιστορία του Αγίου Όρους υπάρχει η εξής παράδοσις. Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά ( κατʼ άλλους
δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί και να είναι αόρατοι από τους
οφθαλμούς των ανθρώπων». Η φήμη των ασκητών αυτών, μάλλον η παράδοση αυτή διασώζεται τα τελευταία διακόσια χρόνια τουλάχιστον και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά στον αγιορείτικο μοναχισμό και ιδίως τον ασκητισμό, και όχι μόνο αλλά και σε ολόκληρη την ορθοδοξία … Συζήτησα με πολλούς αγιορείτες Γέροντες, Σκητιώτες, Κοινοβιότες, Κελλιώτες, Ερημίτες για το θέμα αυτό, δηλαδή την ύπαρξη και σήμερα των αοράτων γυμνών ασκητών και βρήκα πολλούς να πιστεύουν ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ερημίτες. Συνάντησα πράγματι απλούς και ενάρετους και αγωνιστές Μοναχούς και Γέροντες οι οποίο πιστεύουν τη παράδοση αυτή. Δηλαδή ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι αναχωρητές σε άβατα αθωνικά μέρη, που ζουν πρωτόγονα, απλά, λιτά και τρέφονται από το Θεό με θαυμαστό τρόπο. Μάλιστα ένας τέτοιος απλός Γέροντας μου διηγήθηκε ότι γνωρίζει μερικούς τέτοιους μυστικούς αναχωρητές οι οποίοι ζουν στη ψηλότερη και αγριότερη περιοχή από αυτόν και ότι τους οικονομεί η θεία Πρόνοια τα προς το ζωή αναγκαία με θαυμαστό και ιδιαίτερο τρόπο. Και ότι τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι. Και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω – μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν – στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και που κρέμονται από δοκάρια. Και δεν θέλησε να μου πει ούτε τον τόπο που μένουν, ούτε τα περαιτέρω της θαυμαστής ασκητικής των πολιτείας. Υπάρχουν πάλι άλλοι μοναχοί που πιστεύουν ότι υπάρχει μέχρι σήμερα η ομάδα αυτή των εφτά ασκητών και αναπληρώνεται όταν πεθάνει κάποιος απʼ αυτούς με άλλον ενάρετο από τους Αγιορείτες Μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά. Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατʼ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί οι οποίοι θεωρούν την παράδοση αυτή των «αοράτων Ερημιτών» σαν θρύλο.

Πηγή: Οι αόρατοι ερημίτες του Άθωνα, Βλασίου μοναχού Αγιορείτου, Εκδόσεις ΤΕΡΤΙΟΣ, Σελίδες 18,19,21,22

vatopaidi.wordpress.com

Οι 12 Αόρατοι Μοναχοί του Αγίου Όρους

Οι 12 Αόρατοι Μοναχοί του Αγίου Όρους
Η παράδοση χάνεται στα βάθη των αιώνων. 
Παρ’ όλα αυτά, διατηρείται αμείωτα ζωντανή:  
Δώδεκα αόρατοι καλόγεροι κατοικούν σιην κορυφή του Άθω, μερικές φορές εμφανίζονται για λίγο και χάνονται ξανά στην «ανυπαρξία» τους. 
Δώδεκα παράξενοι άγιοι, που προκαλούν τη σκέψη και τη φαντασία μας. Πόσο μυθικοί και πόσο πραγματικοί άραγε είναι;

Στο Άγιον Όρος υπάρχει μια παλαιά και άγραφη παράδοση που λέει ότι κοντά στην κορφή του Αθωνα χειμώνα-καλοκαίρι ζουν, τρεφόμενοι από την ευχή, δώδεκα μοναχοί αόραται. Όταν ένας απ’ αυτούς κοιμηθεί, άλλος τον αντικαθιστά. Και η δωδεκάδα μένει πάντοτε… ακεραία, χωρίς να της λείπει κανείς.
Λέγεται ότι κάποιοι τους είδαν και αμέσως τους έχασαν. Κάποιοι άλλοι τους είδαν και χάθηκαν μαζί τους. Ένας νέος υποτακτικός είδε έναν απ’ αυτούς. Διηγήθηκε στον γέροντά του το γεγονός και ο γέροντας του είπε «έπρεπε να τον ακολουθήσεις».
Αρχιμανδρίτης Βασίλειος ΓοντικάκηςΗγούμενος της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους
Μαρτυρία επίσημη δεν υπάρχει για τους περιβόητους -κατά τα άλλα- δώδεκα αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους. Στο εύλογο και λογικό ερώτημα: θρύλος ή πραγματικότητα; δεν υπάρχει «λογική» απάντηση.
Η μόνη απάντηση έρχεται αβίαστα και φυσικά από τον π. Βασίλειο, στο παραπάνω παλαιότερο κείμενο του, λίγο πιο κάτω: «Το γεγονός είναι ότι η πραγματικότης στο Όρος είναι Θρύλος». Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι επισκέπτες του Άθω που, ενώ ξεκίνησαν για βόλτα αναψυχής ή διερευνητική εκδρομή στο βουνό αυτό της Χαλκιδικής, στο τέλος έφτασαν να αναρωτιούνται αν ήταν πραγματικότητα όλο εκείνο που έζησαν κατά την παραμονή τους στο Άγιο Όρος.
Σε τέτοιον τόπο λοιπόν, που γεννά αισθήσεις και εμπειρίες απρόσμενες, ακόμη και στους πιο «υλιστές» επισκέπτες του, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πραγματικά α-φύσικο, πολλά όμως μπορούν να είναι «ονειρικά φυσικά».
ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ…
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξετυλίξει κάποιος το νήμα αυτής της αγιορείτικης παράδοσης και να βρει την αρχή του. Πριν από λίγο καιρό, παρέα πολύ καλών φίλων μου επισκέφτηκε διάφορες μονές του Αγίου Όρους, όπου, μεταξύ πολλών άλλων ερωτημάτων, έθεταν στους μοναχούς -αλλά και σε τακτικούς χρόνιους επισκέπτες- το ερώτημα, τι γνωρίζουν για τους δώδεκα αόρατους.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί, λαϊκοί και μοναχοί, που γέλασαν ή και σάρκασαν με την ερώτηση. «Μα είναι δυνατόν να ασχολείστε με τέτοια πράγματα;», «Μα πιστεύετε ακόμη σε τέτοια παραμύθια;», ήταν κάποιες από τις απαντήσεις που έλαβαν. Αυτό όμως που κυρίως εισέπραξαν από την πλειονότητα όσων ρώτησαν, ήταν καταρχήν η κρυψίνοια και η επιφυλακτικότητα. Κανείς δεν είχε διάθεση να μιλήσει, όσοι γνώριζαν κάτι δεν μπορούσαν να το πουν, επειδή «τους το είχαν μυστικά εμπιστευτεί», όπως έλεγαν.
Τα μόνα «στοιχεία» που συνέλεξαν ήταν ότι η «ομάδα» των δώδεκα αόρατων αποτελεί πραγματικότητα μακραίωνη, η οποία παρέμενε απόλυτα μυστική για πάρα πολλές δεκαετίες. Πριν από μερικά χρόνια όμως (κανένας δεν ξέρει πόσα χρόνια), η ύπαρξη αυτών διέρρευσε από τον πνευματικό πατέρα ενός από αυτούς τους δώδεκα, ο οποίος καλοπροαίρετα μίλησε κάπου για την ύπαρξη τους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κανένας δεν θέλησε να αναφέρει το όνομα του εν λόγω πνευματικού, ενώ όλοι όσοι είπαν τα παραπάνω, γνώριζαν το όνομα του. Τόνιζαν μάλιστα ότι από τότε που διέρρευσε αυτή η πληροφορία, πολλά έχουν λεχθεί, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία άλλη αξιόπιστη μαρτυρία από πρώτο χέρι.
Κατά γενική πεποίθηση, οι δώδεκα ζούνε κυρίως στην κορυφή του Άθω, πολλές φορές όμως μπορεί κάποιος να τους δει (αν έχει αντίστοιχο χάρισμα), σε οποιοδήποτε μέρος του Αγίου Όρους. Έχουν ξεπεράσει τις ανάγκες της φύσης, γι’ αυτό δεν χρειάζονται τροφή, αλλά τρέφονται επαρκώς με την ευχή του Ιησού (πρόκειται για το γνωστό Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με).
Είναι εύλογο βέβαια αυτή η αναφορά να γεννά υποψίες και δυσπιστίες, αφού έρχεται σε κατακόρυφη αντίθεση με την ανθρώπινη λογική μας. Πρόκειται ίσως για την πραγματικά δυσεύρετη στην εποχή μας εμπειρία των «χωμάτινων» ανθρώπων, ανθρώπων σαν εμάς, να ζουν μέσα στην άχρονη και άκτιστη αλήθεια του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για βίωμα που δεν μπορεί να μεταδοθεί με λόγια, ούτε φυσικά να αποδειχθεί με μαθηματική -ή οποια- δήποτε άλλη- λογική.
Πολλοί επισκέπτες του Αθω, αλλά και πολλοί καλόγεροι αναφέρουν ότι σε περιπλανήσεις τους στο βουνό ή κατά τη διάρκεια της μοναχικής προσευχής τους, είχαν την έντονη, διαρκή και βέβαιη αίσθηση της παρουσίας κάποιου κοντά τους, ενώ δεν φαινόταν κανείς.
Ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος «από το πουθενά», άλλοι αναφέρουν ότι τούς μίλησε και άλλοι ότι ήταν αμίλητος, κι ότι όπως ξαφνικά εμφανίστηκε, το ίδιο απρόσμενα εξαφανίστηκε.
Πρωτάκουσα γι’ αυτούς πριν από λίγα χρόνια από έναν φίλο μου που ονομάζεται Τρύφωνας – όνομα όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο, το αναφέρω επειδή έχει κάποια σημασία στην εμπειρία που μου μετέφερε.
Είχε επισκεφτεί τότε για πρώτη φορά το Αγιο Όρος (κατά τα επόμενα χρόνια έγινε τακτικός επισκέπτης του) με διάθεση καλοπροαίρετη, αλλά ιδιαίτερα δύσπιστη, θεωρώντας τον εαυτό του «άθεο σκεπτικιστή», όπως έλεγε. Φιλοξενήθηκε σε κάποιο παραλιακό μοναστήρι, συγκεκριμένα στη Μονή του Οσίου Γρηγορίου.
Νωρίς το απόγευμα, την πρώτη μέρα της άφιξης του, βγήκε για να περπατήσει στη μεγάλη παραλία. Απολάμβανε τη γαλήνη του τοπίου, χωρίς σκέψεις, όταν ξαφνικά βλέπει κάποιον να τρέχει με απίστευτη ταχύτητα, όπως μου είπε, προς το μέρος του και να κουνά τα χέρια του, σαν για να τραβήξει την προσοχή του. Δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι εκείνη την ώρα σ’ εκείνο το σημείο.
Πλησιάζοντας, ακούει να του φωνάζει με λαχτάρα: «Τρύφωνα… Τρύφωνα… είδα τον Θεό, μίλησα μαζί Του! Μεγάλη μέρα σήμερα…». Όταν έφτασε κοντά του σταμάτησε, τον κοίταξε στα μάτια και με άπλετο χαμόγελο τού είπε λαχανιασμένος απ’ το πολύ τρέξιμο:«Είμαι πολύ χαρούμενος σήμερα, Τρύφωνα, γι’ αυτό τρέχω…».
Ήταν μισόγυμνος κι έμοιαζε με τρελό. Ξαφνιασμένος ο φίλος μου και πριν καν προλάβει να τον ρωτήσει, τουλάχιστον, πού ήξερε το όνομα του, ο «τρελός καλόγερος» εξαφανίστηκε. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ένταση των ματιών του που έλαμπαν από ευτυχία», μου είπε αργότερα ο Τρύφωνας.
Όταν διηγήθηκε την εμπειρία του στους καλόγερους του μοναστηριού που τον φιλοξενούσε, ομόφωνα όλοι τού είπαν ότι πρόκειται σίγουρα για έναν από τους δώδεκα αόρατους… Από τότε μέχρι σήμερα δεν είδε ξανά κανέναν στα πολυάριθμα ταξίδια του σε διάφορες περιοχές του Αθω.
ΔΩΔΕΚΑ ΑΟΡΑΤΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Πολύ συχνά, οι μυστηριώδεις αυτοί «αόρατοι» ή «ανύπαρκτοι» (με την έννοια του ακραία ταπεινού) καλόγεροι χαρακτηρίζονται ως «φύλακες». Ο χαρακτηρισμός αυτός μάλιστα, παίρνει πολλές φορές σπουδαιότητα μεγαλύτερη από την ιδιότητα τους ως «αόρατοι».
Τι είναι αλήθεια αυτό που φυλάνε; Πάλι δεν θα βρούμε μία και μόνη απάντηση στο ερώτημα, αλλά διάφορες, όχι κατ’ ανάγκη ετερόκλητες μεταξύ τους, απαντήσεις. Ο π. Βασίλειος ο Ιβηρίτης αναφέρει ότι «φυλάνε», «κρατούν» τη ζωή την ίδια στο Αγιο Όρος και αποτελούν ευλογία για όλον τον κόσμο.
Κάποιοι άλλοι τούς χαρακτηρίζουν ως φύλακες της ΟρΘοδοξίας και του Ελληνισμού. Υπάρχει μάλιστα διαδεδομένη -μεταξύ αυτών που πιστεύουν στην ύπαρξη τους- η άποψη ότι συγκεντρώνονται και οι δώδεκα σε κάποιο μέρος της κορυφής του Αθω (κάθε φορά σε διαφορετικό σημείο, αλλά πάντα στην κορυφή), όποτε προκύπτει στην κοινωνία κάποιο εθνικό ή πίστεως θέμα-πρόβλημα.
Πώς γίνεται η συνεννόηση μεταξύ τους για τον τόπο και χρόνο της συνάντησης; Όπως ίσως ήδη καταλάβατε, αυτή γίνεται με κάποιον τρόπο που εμείς μπορούμε να αντιληφθούμε ως «τηλεπαθητικό». Δώδεκα άνθρωποι που κατάφεραν να ξεπεράσουν τη φύση σε κάθε απαίτηση της και να πνευματοποιηθούν κατ’ ουσίαν, δεν είναι δυνατό παρά να επικοινωνούν μεταξύ τους επαρκώς, πνευματικά και μόνο.
Υπάρχει έντονη μεταξύ των μοναχών η πίστη ότι οι δώδεκα αόρατοι «συγκάτοικοι» τους προσπαθούν να περιφρουρούν από απειλές και να φυλάττουν ιδιαίτερα αυτό που ονομάζουμε «Ελληνισμό», ό,τι κι αν σημαίνει στις συνειδήσεις μας.
Για το λόγο αυτόν μάλιστα πιστεύεται ότι αποτελούν τη φυσική συνέχεια του αρχαιοελληνικού δωδεκάθεου, επιπλέον και για το λόγο της σύμπτωσης του αριθμού τους. Παρενθετικά δεν μπορώ να μην αναφέρω πως για άλλη μια φορά γίνεται αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Αγιορείτες (και συνεπώς η ορθόδοξη παράδοση της οποίας είναι φορείς) δεν απορρίπτουν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, αλλά συνδέονται σε φυσική συνέχεια μαζί του και ιο αφομοιώνουν μετουσιώνοντας το σε νέα πραγματικότητα.
ΑΕΙΚΙΝΗΤΗ ΣΤΑΣΗ;
Άνθρωποι που έγιναν εν ζωή αύρες, άνθρωποι που πραγματοποιούν την ύψιστη δράση στην κατάσταση της ησυχίας, άνθρωποι που δεν προσεύχονται πια, αλλά έγιναν οι ίδιοι προσευχή, άνθρωποι που κατάφεραν τέτοια ύψη ταπείνωσης, ώστε πέρασαν στην ανυπαρξία πριν να πεθάνουν.
Και μέσα από την «ανυπαρξία» τους μπορούν να παρέχουν σε όσους τους γνωρίσουν, όλα όσα δεν μπόρεσε κανένας σημαντικός ή ασήμαντος κοσμικός να τους παράσχει.Σημαντικότερο απ’ όλα: η πνοή της ελευθερίας. Δεν διδάσκουν με λόγια κανένα δόγμα ή αρχή πίστης, αλλά εμπνέουν με την ύπαρξη τους και μεταδίδουν την απίστευτη δύναμη τους απέναντι σε κάθε δουλική αναγκαιότητα.
Η ευλογία τους διαχέεται σε σημείο που να αποτελεί δύναμη συνεκτική της κτίσεως. Η ανωτερότητά τους απέναντι σε κάθε ανάγκη και η γενναιότητα της αγάπης τους που τίποτε δεν αποζητά, παραμένουν για μας καταστάσεις ύπαρξης ανερμήνευτες. Λένε πως κάθε σύναξη τους συνοδεύεται μοιραία από λαμπρότατο φως στο σημείο της συνάντησης. Δεν αποκλείεται αυτοί οι ίδιοι να είναι το φως, υπάρξεις σωματικές, φωτεινές και άσαρκες.
Παραμύθι; Υπερβολή; Ψέμα υποκινούμενο από σκοταδιστές για χειραγώγηση των αφελών; Ίσως… Ίσως κι όχι… Αυτές οι ερωτήσεις μοιάζουν με το μεγάλο ερώτημα: «Υπάρχει Θεός»; Πώς να απαντηθεί με ναι ή όχι και πώς να αποδειχθεί η όποια απάντηση;
Αξίζει νομίζω να σας πω αυτά που μου ανέφερε ο Θανάσης, φίλος αγιογράφος που επισκέπτεται κατά καιρούς το μοναστήρι της «Μικράς Αγίας Άννας», για λόγους κυρίως επαγγελματικούς.
Το μοναστήρι βρίσκεται σε μεγάλο ύψος και η θέα που μπορεί κάποιος να απολαύσει από εκεί είναι, όπως λένε, μοναδική. Πριν από έναν περίπου μήνα ο Θανάσης ξαναβρέθηκε εκεί και το βράδυ, όπως συνήθιζε, βγήκε με το φακό του για περίπατο. «Είχε κρύο και υπέροχη διαφάνεια», μου είπε. Δεν είχε ύπνο και αφέθηκε να περιπλανηθεί μέσα στη νύχτα, ώσπου έφτασε στα Κατουνάκια. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που έκανε ανάλογες νυχτερινές βόλτες στο Αγιο Όρος.
Ξαφνικά άκουσε, πολύ κοντά του, έντονο θόρυβο μέσα από τα δέντρα και τους ψηλούς θάμνους. Τρόμαξε, έστρεψε το φακό του προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος κι ενστικτωδώς έσκυψε για να πιάσει κάποιο ξύλο ή πέτρα ή οποιοδήποτε «όργανο άμυνας» για τον κίνδυνο που τον απειλούσε.
Προς στιγμή νόμισε ότι ήταν κάποιο μεγάλο ζώο. Ακουσε για δεύτερη φορά, πιο δυνατό τον ήχο. Με το φακό του σταθερά στραμμένο προς τα εκεί και αρκετά τρομαγμένος, είδε ξαφνικά μπροστά του μια ψιλόλιγνη, φωτεινή σιλουέτα, έναν άντρα γυμνό και πολύ αδύνατο με γενειάδα που έφτανε μέχρι τα γόνατά του.
Η λαμπερή ύπαρξη τού χαμογέλασε ήρεμα, έκανε μπροστά του μετάνοια κι εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα, αφήνοντας θεϊκή γαλήνη στο χώρο και τον Θανάση να κοιτά ακίνητος και ξαφνιασμένος μέσα στο τσουχτερό κρύο. «Απ’ το χαμόγελο του θαρρείς ξεχυνόταν όλου του κόσμου η αγάπη», μου είπε όταν επέστρεψε. «Δεν είπε τίποτα, μου έδωσε όμως τόση δύναμη όση δεν θα μου έδιναν όλες οι φιλολογίες μαζεμένες…», έλεγε συνεπαρμένος.
Οι μαρτυρίες ανθρώπων που τους συνάντησαν μιλούν για άρρητη γλυκύτητα και έκχυση αγάπης, δίχως προϋποθέσεις και σχόλια. Για δυναμισμό μέσα στη σιωπή και στη γαλήνη. Για ολική δύναμη που δεν μπορεί να εκφραστεί. Για αρμονία εσωτερική και ταυτόχρονα με το εξωτερικό περιβάλλον.
Για άλλης ποιότητας ελευθερία που κανένα κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό πρότυπο δεν μπόρεσε να εμπνεύσει και να πραγματώσει.
ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΑΥΤΟ…
Στη θρησκεία, το «θαύμα» αποτελεί τομή στη φύση. Στην πίστη, το «θαύμα» είναι το φυσικό. Οι «άγιες» υπάρξεις είναι οι φυσιολογικές υπάρξεις. Γι’ αυτούς που έχουν δεχτεί τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τίποτε δεν είναι αφύσικο.
Πρόκειται βέβαια για κατάσταση ύπαρξης που οι περισσότεροι από εμάς δεν γνωρίζουμε, το γεγονός όμως ότι εμείς είμαστε φτωχοί από αυτό το βίωμα δεν σημαίνει ότι η κατάσταση αυτή δεν υπάρχει.
Οι δώδεκα «αόρατοι» παραμένουν δώδεκα επί αιώνες, όχι επειδή ζουν σιην αιωνιότητα, αλλά επειδή αντικαθίστανται κάθε φορά που κάποιος αφήνει οριστικά αυτόν τον κόσμο.Η διατήρηση αυτού του αριθμού μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση, είναι απαραίτητη για τη σωτηρία της υλικής κτίσης ή μέρους αυτής.
Μοιάζει σαν οι δώδεκα αρχαίοι Έλληνες θεοί του Ολύμπου -οι δώδεκα απεικονίσεις των φυσικών δυνάμεων- να μεταποιήθηκαν σε δώδεκα τιέραν της φύσεως υπάρξεις, οι ανθρωπόμορφοι θεοί να εξελίχθηκαν αβίαστα σε «θεόμορφους» ανθρώπους και να μετακόμισαν στο άλλο βουνό, στον Άθω της Χαλκιδικής.
Στα αυτιά και στη διάνοια πολλών, φαντάζει παραμύθι. Γι’ αυτούς εκεί επάνω, στην κορυφή του Άθω, είναι αυτονόητη πραγματικότητα. Για εμένα προσωπικά αποτελεί μυστήριο, εξ ορισμού ανεξιχνίαστο, που δεν περιορίζεται βέβαια γεωγραφικά στο Άγιο Όρος, που δεν περιορίζεται γενικότερο σε κανέναν τόπο.
Το μυστήριο των δώδεκα αοράτων μοναχών στην κορυφή του Άθω, μέσα στη συνείδηση μου συγγενεύει με το μυστήριο της σιωπής του θεού, η οποία ξεπερνάει καθετί αισθητό, οι περισσότεροι όμως το έχουμε αισθανθεί με βεβαιότητα μοναδική.
Η πνοή, το πνεύμα, η ευλογία των αόρατων εκτείνεται σε οποιονδήποτε μπορεί να την αισθανθεί ως οικεία, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται. «Το πνεύμα πνέει όπου θέλει»,σύμφωνα με τη γνωστή ρήση και φυσικά αγγίζει οποιουσδήποτε βρει να έχουν στοιχεία συγγενικά μαζί του.
Είμαι από τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν σε τίποτε μετα-φυσικό. Πιστεύω στη δυνατότητα ύπαρξης των υπερ-φυσικών πραγμάτων και καταστάσεων, στην υπέρβαση δηλαδή των δεδομένων της φύσης, αλλά όχι σε καταστάσεις «μετά τη φύση». Γι’ αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να θεωρήσω την ιδιότητα του «μη ορατού» των δώδεκα μοναχών, ως κατάσταση μεταφυσική.
Θεωρώ ότι γίνονται αόρατοι, «ανύπαρκτοι», μέσα από την άκρα ταπείνωση, την εκούσια και ολοκληρωτική διαγραφή της ύπαρξης τους, την οδυνηρή συντριβή κάθε προσδιορισμού του «εγώ» (ακόμη και των θεωρούμενων «καλών» και θετικών), μέσα από την ελεύθερη και απόλυτη αγάπη που δεν γνωρίζει υστεροβουλίες, γιατί προέρχεται από υπάρξεις που εκμηδένισαν τις ανάγκες.
Μ’ αυτήν την έννοια, η αντηλιά των αόρατων εκτείνεται πέρα από τα όρια του Άθω, σε κάθε ασκητή της ταπείνωσης και της μηδένισης του «εγώ», σε κάθε «σαλό» που καταισχύνει τη σοφία των σοφών, σε κάθε άνθρωπο, μοναχό ή κοσμικό, που αγάπησε τόσο πολύ τον Θεό, ώστε «ηρπάγη» κοντά Του, ενώ συνέχιζε την ύπαρξη του σ’ αυτήν τη ζωή και σ’ αυτήν τη γη…
Φυσικά δεν μπορώ, προσωπικά εγώ, να γνωρίζω και να μιλήσω για τη βέβαιη ύπαρξη ή βέβαιη μυθολογία αυτών των μοναχών, μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω ότι, εφόσον μπορούμε να γίνουμε μέτοχοι των καταστάσεων που οδηγούν σ’ αυτήν την ενεργητική και δημιουργική «ανυπαρξία», οι δώδεκα μοναχοί θα ζουν πάντα μέσα στους μετόχους αυτών.
ΑΝΤΑΥΓΕΙΑ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ
Οι αόρατοι της κορφής του Άθωνα είναι οι ταπεινοί, οι απλοί και ασήμαντοι οι πλήρεις Πνεύματος Αγίου που κυκλοφορούν μεταξύ μας.
Κάνουν τη ζωή παράδεισο. Και ενώ σου χαρίζουν ό,τι πολύτιμο βρήκες στον κόσμο, δεν ζητούν καμμιά ανταμοιβή.
Δεν Θεωρούν τον εαυτό τους μεταξύ των ζώντων. Δεν έχει, κατ’ αυτούς, καμμιά αξία η ύπαρξή τους. Ό,τι έχουν το οφείλουν στον Θεό. Ετσι καταλήγουν να είναι μια ανταύγεια καλωσύνης προς όλους, φανερώνοντας την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο ολόκληρο. Αυτοί αγιάζουν το Όρος.
Σε κάνουν να αγαπάς τη ζωή, και σου ανοίγουν ορίζοντες ελευθερίας. Σου δίδουν όλα όσα δεν μπόρεσαν να σου δώσουν οι «σοφοί και συνετοί».
Αυτοί δεν παρέρχονται και δεν χάνονται, έστω και αν περάσουν αιώνες. Βρίσκονται εδώ και παντού ως ευλογία και κουράγιο ανερμήνευτο.
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το κείμενο του π. Βασιλείου Γοντικάκη, με το οποίο άρχισα. Η πληρότητα της γραφής του πάνω στο δέμα αυτό είναι απόλυτη.
Συνήθως, όταν αυτο-αποκαλύπτονται, ταυτόχρονα αποκαλύπτουν. Κι αυτό που αποκαλύπτουν βρίσκεται μέσα στον άλλον που έχουν απέναντι τους και που ο ίδιος πιθανόν να μην το είχε ποτέ συνειδητοποιήσει. Η επαφή μαζί τους δεν συγκινεί, συγκλονίζει. Όπως η αστραπή με τη λάμψη της, οξύτατη και σύντομη. Όπως ο Θεός, τιανταχού παρών και ταυτόχρονα υπερφυσικός. Όπως οι άγιοι, αφύσικα δυνατοί μέσα στην άκρα ταπείνωση.
Δεν νομίζω ότι έχει σημασία τι πιστεύει η διάνοια μας. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει, να απιστεί, να προσεύχεται ή να χλευάζει, να σέβεται ή να σαρκάζει… Ο καθένας μπορεί να σταθεί με την απόλυτη προσωπική του ελευθερία απέναντι σ’ αυτό το μυστήριο.Κανένας δεν είναι «καλύτερος» ή «χειρότερος», εφόσον η άκρα ταπείνωση των αόρατων μπορεί να τους εμπεριέξει όλους με την ίδια αγάπη.
 http://fdathanasiou.wordpress.com