Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Το αστέρι που φώτιζε στον όσιο Ιάκωβο (Τσαλίκη) για να πάει στο Ασκητήριο!



Για να ξεπεράσει τους πειρασμούς ο όσιος Ιάκωβος μα και να τιμήσει τον όσιο Δαβίδ (τον Γέροντα, τον εν Ευβοία), αποφάσισε να προσεύχεται τις νύχτες στο Ασκητήριο (του οσίου Δαβίδ), όταν δεν βρέχει πολύ και όταν δεν έχει πολύ χιόνι.
Έκανε λοιπόν Εσπερινό στην Μονή, βράδιασε, αποσύρθηκαν οι άλλοι μοναχοί. Τα κλειδιά τα είχε ο ίδιος. Κανείς δεν επρόκειτο να βγει και κανείς να μπει.
Πήρε το ραβδάκι του, κλείδωσε τις πόρτες της Μονής και βγήκε από τη νότια.
Φανάρι-φακό, καθώς έλεγε, δεν είχε τότε… φτώχεια και των γονέων.

Περπάτησε στο μονοπάτι, δίπλα στο αυλάκι με τον νερό. Αγωνίστηκε ν’ ανέβει προς την Καστανιά.
Δεν είχε φεγγάρι και δύσκολο να βρει το μονοπάτι. Έπεφτε και σηκωνόταν. Είδε κι έπαθε. Μπήκε καμιά φορά στο μεγάλο δρόμο.
Εδώ εύκολα. Όταν μετά έστριψε δεξιά για το άλλο μονοπάτι, χάθηκε. Δεν ήξερε που πηγαίνει. Μπλέχτηκε σε βάτα, τρυπήθηκε, χτύπησε, χάθηκε στη χαράδρα.
Από χαρακτήρα, καθώς έλεγε, ήτανε δειλός. Και τώρα, μέσα στη νύχτα φοβήθηκε πολύ, πάρα πολύ.

Τότε προσευχήθηκε:
– Θεέ μου, φώτισε μου το δρόμο να φτάσω στο Ασκητήριο.
Και ο προστάτης του Άγιος Δαβίδ τον βοήθησε να φτάσει.
Ο ίδιος διηγόταν τις νυχτερινές αυτές περιπέτειες και συνέχιζε:
– Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού μού έδωσε και εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μου ‘φεγγε το δρόμο. Εγώ από πίσω του. Έτσι έφτανα στο Ασκητήριο. Εκεί έκανα την προσευχή μου.
Και πάλι μπροστά ο αστέρας μού φέγγει μέχρι την πόρτα της Μονής. Οι πατέρες εκάθευδον (κοιμόντουσαν) και τίποτα δεν καταλάβαιναν απ’ όλα αυτά!
Από το βιβλίο Ο «Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης», Εκδόσεις Ακρίτας.

Τι σημαίνουν οι φράσεις «ευλόγησον»και «να'ναι ευλογημένο»;


Αποτέλεσμα εικόνας για blagosloviti parinte
  Ο πιο συνηθισμένος χαιρετισμός, καθώς κάποιος επισκέπτεται ένα μοναστήρι της πατρίδος μας, είναι το «ευλόγησον», «ευλογείτε», «Ευλογείτε γερόντισσα την ευχή σας», «Να ΄ναι ευλογημένο Γέροντα», « Ευλόγησον, αδελφή, συγχώρεσε με», «Είναι ευλογημένο αυτό, πάτερ;»
 Τι σημαίνουν, όμως, όλα αυτά; Είναι εκφράσεις τυπικές και στερεότυπες κουβέντες των καλογήρων και μόνο; Ποια είναι η σημασία τους για τον απλό προσκυνητή, που δεν ζει στα βουνά και στις ερημιές, αλλά μέσα στη πόλη, στο χωριό, στο θόρυβο, στις μέριμνες, στο σχολείο, στην εργασία, στην οικογένεια, και θέλει να ωφεληθεί, να πάρει χάρη από το προσκύνημα του, να του μεταδώσουν οι μοναχοί ίσως κάτι απ΄αυτά που βιώνουν;

 Τα μοναστήρια στον Ορθόδοξο Μοναχισμό δεν είναι ένας χώρος απλής συγκατοίκησης, αλλά, κατά το πρότυπο των αποστολικών κοινοτήτων, ένας τόπος ευχαριστίας, αθλήσεως, αγιασμού, μετανοίας, «όπου η καρδία και η ψυχή είναι μία και άπαντα κοινά. Όπου άνθρωποι απλοί, αλλά κεκλημένοι από τον Θεό για την αγγελική ζωή του μοναχικού πολιτεύματος, προσπαθούν να κατακτήσουν την αγιότητα, να νεκρώσουν τον παλαιό άνθρωπο και τα πάθη του, για να οδηγηθούν στην εν Χριστώ ανακαίνιση, την ανάσταση, τη θέωση.
Αυτός βέβαια είναι ο σκοπός της ζωής όλων των ανθρώπων και όχι μόνο των μοναχών. Και κατορθώνεται με την εκπλήρωση του αγίου θελήματος του Θεού, το οποίο αποκαλύπτεται δι ενός προσώπου: στους μοναχούς δια του Γέροντος ή της Γερόντισσας, στους εν τω κόσμω αδελφούς δια του Ιερέως Πνευματικού.

  «Ευλόγησον, πάτερ», έχει ανάγκη, λοιπόν, να πει ο σύγχρονος άνθρωπος.

 « Είμαι άνθρωπος έξυπνος, με πρωτοβουλίες, ανυπόμονος, δεν ταπεινώνομαι
εύκολα, έχω πολλές γνώσεις, αλλά χρειάζομαι Πνευματικό, για να με καθοδηγήσει σε μια εποχή τραυματισμένη από την αυτοπεποίθηση, τον αυταρχισμό, τα πολλά και παράνομα θελήματά της».

  «Ευλόγησον, πάτερ! Υποτάσσομαι με ευλάβεια στην ευλογία σου, στη συμβουλή σου, γιατί αυτή με ελευθερώνει. Είμαι νέος, έμαθα να κινούμαι ελεύθερα στο θέλημά μου.Δεν ξέρω εγώ τι θα πει υπακοή και αυτά τα τι είναι ευλογημένο; αλλά μετά από τόσους πειρασμούς και τόσα θανάσιμα τραύματα, που δέχτηκα από τον παγκόσμιο εχθρό διάβολο, κατάλαβα πως η κοσμική ελευθερία με οδήγησε στην πνευματική σκλαβιά. Μπέρδεψα τον δρόμο μου, κουράστηκα και νιώθω πια την ανάγκη να προφυλαχθώ από την ευλογία σου ,πάτερ.»

  «Ευλόγησον, πάτερ» Γιατί εκείνοι που εμπιστεύονται με απλότητα τον εαυτό τους στον Πνευματικό τους πατέρα, τονίζει ο μακάριστος π. Παίσιος, βαδίζουν ξεκούραστοι με πολλή σιγουριά, γιατί είναι φορτωμένοι στις πλάτες του Γέροντα, σκεπάζονται με τη χάρη του Θεού και φωτίζονται, επειδή ταπεινώνονται, και χαρούμενοι φτάνουν στον Παράδεισο.

  «Ευλόγησον, πάτερ!» «Να ΄ναι ευλογημένο πάτερ!» «Κρατάω στην καρδιά μου τα λόγια του Πατρός μου. Είναι δύσκολο να είμαι απλός , υπάκουος και όχι περίεργος , ευκολοσκανδάλιστος και απαιτητικός. Γνωρίζω ότι η μεγαλύτερη επιτυχία του πονηρού είναι πως να χαλάσει λίγο τον λογισμό μου εναντίον του Γέροντα μου.» (π.Παίσιος). Πολύτιμες εδώ είναι οι συμβουλές του μακαριστού π. Σωφρονίου του Essex: «Να λέτε ευλογείτε. Μην αρνείσθε έστω και εάν δεν σας αρέσει (αυτό που σας λέγουν να κάνετε). Προσπαθήστε να αποφεύγετε την απροθυμία, αλλά με χαρά και απλότητα να εκπληρώνεται κατά το μέτρο των δυνάμεών σασκάθε αίτημα. Εάν ενεργείτε έτσι, τότε θα είστε ευάρεστοι και στον Θεό και στους ανθρώπους και θα γνωρίσετε την αληθινή ταπείνωση και πραότητα. Η οδός που σας υποδεικνύεται είναι υψηλή, είναι η τελεία οδός. Έτσι διατηρούμε, όσον είναι δυνατόν, τον νου μας ελεύθερο από διαλογισμούς για τα πράγματα αυτού του κόσμου… και την καρδιά ελεύθερη από προσκολλήσεις.»

«Ευλόγησον!» με αυτό το εσωτερικό φρόνημα «κινούμαστε στον ουράνιο χώρο της δοξολογίας» (π.Παίσιος) και σιγά σιγά δεχόμαστε με χαρά ακόμα και τις δοκιμασίες της ζωής. Τότε ο Άγιος Θεός μας ευλογεί και με τα δυο χέρια, όπως έλεγε ένα Αγιορείτης Γέροντας, διότι έτσι μιμούμαστε τον ίδιο τον Χριστό, που ήλθε στον κόσμο, για να κάνει όχι το θέλημα το δικό Του, αλλά το θέλημα του πέμψαντος Πατρός. Τότε γινόμαστε πρόσωπα καινά, αναστημένα, που δεν ζούμε πια ως άτομα για τον εαυτό μας , αλλά ως γνήσιοι «παγκόσμιοι» και «οικουμενικοί» άνθρωποι, αντλώντας τη χαρά από την κοινωνία των αδελφών μας και πάσχοντας για τη σωτηρία ολόκληρου του κόσμου!
  πηγή/αντιγραφή

Σηκωνόταν ο Άγιος Παΐσιος,σηκωνόταν κι ο βάτραχος, και έκαμναν τις μετάνοιες τους μπροστά στον Σταυρό του Χριστού !


Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και υπαίθριες δραστηριότητες
Σηκωνόταν ο Άγιος Παΐσιος, σηκωνόταν κι ο βάτραχος, και έκαμναν τις μετάνοιες τους μπροστά στον Σταυρό του Χριστού ! Εκεί,στον Σταυρό του παπά Τύχωνα !
(διηγείται ο Επίσκοπος Μαυροβουνίου και Παραθαλάσσιας κ. Αμφιλόχιος Ράντοβιτς -Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου).

....Όταν τελειώσαμε, ετοίμασε ο Γέρων
 Παΐσιος το φαγητό ρύζι, ντοματούλες που είχε στον κήπο του και ψωμί, το οποίο ξήραινε ο ίδιος. Γέμισε το δικό μου πιάτο, ενώ στο δικό του έβαλε πολύ λίγο φαγητό. Διαμαρτυρήθηκα, λέγοντας του ότι δεν ήταν σωστό αυτό εκείνος να φάει ως ασκητής κι εγώ ως καλοφαγάς. Μου είπε τότε:
-Δεν είσαι μοναχός; Θα κάνεις, λοιπόν, υπακοή. Τόσο ανυπάκουος Μαυροβούνιος είσαι; Εδώ ο Μπαγιούμ μου είναι πιο υπάκουος από εσένα.
Τον ρώτησα με έκπληξη ποιος ήταν ο Μπαγιούμ, διότι ήξερα ότι δεν είχε κανένα υποτακτικό. Μου έδειξε τότε μια τριανταφυλλιά, την οποία είχε φυτέψει εκεί. Πήγε, στάθηκε μπροστά στην τριανταφυλλιά και είπε:
-Έλα, Μπαγιούμ, να καταλάβει αυτός ο άπιστος ο Αμφιλόχιος τι είναι η πραγματική υπακοή !

Όπως ήταν νωπό το χώμα εκεί γύρω από την τριανταφυλλιά, άρχισε τότε να σηκώνεται και βγήκε έξω ένας βάτραχος. Σας λέω αυτό, που είδα με τα μάτια μου. Στη συνέχεια είπε στο βάτραχο:
-Γύρνα τώρα, Μπαγιούμ, πίσω στη θέση σου και το βράδυ να πας να κάνεις την προσευχή σου !
Εξεπλάγην και τον ρώτησα τι είδους προσευχή έκαμνε ο Μπαγιούμ.
Μου εξήγησε ότι ο βάτραχος το βράδυ πήγαινε μπροστά σ' ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, που ο Γέρων είχε εκεί κι έλεγε την «ψαλμωδία» του. Παραξενεύτηκα και είπα μέσα μου: «Τώρα με κοροϊδεύει ο Γέρων; Για ποια ψαλμωδία του βατράχου μου μιλά»;
Την ίδια μέρα , με τη δύση του ήλιου,είχε πανσέληνο και εύκολα περπάτησα από το καλύβι μέχρι τον Τίμιο Σταυρό, σχεδόν απέναντι, και κάπως κρύφτηκα, γιά να μην δημιουργήσω ταραχή.
Είχε έναν μεγάλο σταυρό και σε λίγο βγήκε από το κελλί του ο γερο Παΐσιος, στάθηκε μπροστά στον σταυρό και άρχισε να κάνει τον σταυρό του.
Δεν πέρασε ούτε λεπτό – φαντάσου εξήντα δευτερόλεπτα – και άρχισε, μέσα στην σιγαλιά της νύχτας, ένα ντούπ, ντούπ, ντουπ.
-Έλα, Μπαγιούμ, έλα Μπαγιούμ, έλα, ας υποθέσουμε να πούμε, έλα να κάνουμε τις μετάνοιες μας, μπροστά στον σταυρό του Χριστού!
Το ντουπ-ντουπ συνεχίστηκε. Μπαγιούμ όνομα από τους Βεδουΐνους του Σινά, αλλά κανένας δεν φαινόταν.
Και, νάτος. Ένας πελώριος βάτραχος – μπράσκες τους λένε αλλού – ήρθε με πηδηματάκια και στάθηκε δίπλα στον γέροντα.
Σηκωνόταν ο Άγιος 
Παΐσιος  ,σηκωνόταν κι ο βάτραχος, και έκαμναν τις μετάνοιες τους μπροστά στον Σταυρό του Χριστού.Εκεί, στον Σταυρό του παπά Τύχωνα !

Δύο αγιοκατατάξεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Φιλανδίας


  Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχέιου ενέκρινε την πρόταση της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Φιλανδίας και ανέγραψε στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον π.Ιωάννη του Βαλαάμ(1873-1958) και τον Ιωάννη του Ιλομάντσι(1848-1918)
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της Φιλανδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ,οι διαδικασίες για τις αγιοκατατάξεις έχουν ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια.
Άγιος Ιωάννης του Βαλαάμ
Αποτέλεσμα εικόνας για Johannes Karhapää
   Ό μεγαλόσχημος ηγούμενος Ιωάννης γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1873. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια της περιοχής Τβέρ. Έμαθε τα λίγα του γράμματα στο ενοριακό σχολείο του χωριού του.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιβάν Αλεξέγιεβιτς Αλεξέγιεβ.
  Στο μοναστήρι του Βαλαάμ ήρθε πρώτη φορά νέος, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Πέρασε εκεί μερικά χρόνια ώσπου τον κάλεσαν να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Δεύτερη φορά γύρισε στο Βαλαάμ το 1900. Επίσημα συναριθμήθηκε στην αδελφότητα της Μονής το 1907.
Αποτέλεσμα εικόνας για Skeemaigumeni Johannes
  Το 1910 έγινε ή μοναχική του κούρα, οπότε έλαβε το όνομα Υάκινθος. Πέρασε από διάφορα διακονήματα στη Μονή. Υπηρέτησε στις Σκήτες του προφήτου Ήλιου και του Αγίου Γερμανού καθώς και στο μετόχι της Μονής στην Πετρούπολη. 
 Στο τέλος του 1921 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και ιερομόναχος και διορίστηκε ως ηγούμενος στην Ί. Μονή Πετσέγκα1. Το 1932 παραιτήθηκε από το καθήκον του ηγουμένου και γύρισε πάλι στο μοναστήρι του Βαλαάμ. Έγινε προϊστάμενος της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου. Το 1933 έλαβε το μεγάλο αγγελικό σχήμα με το όνομα Ιωάννης. Το 1937 ήλθε στην κυρία Μονή, όπου πρώτα υπηρετούσε ως βοηθός του πνευματικού, και από το 1938 ανέλαβε το έργο του πνευματικού της Μονής.
Ό μεγαλόσχημος ηγούμενος Ιωάννης τελείωσε ειρηνικά τη ζωή του στις 5 Ιουνίου 1958.

Αποτέλεσμα εικόνας για Johannes Karhapää
 Άγιος Ιωάννης του Ιλομάντσι ΕΔΩ
  Ο Άγιος Ιωάννης του Ιλομάντσι ήταν δάσκαλος και γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου 1884.Επαιξε σημαντικό ρόλο στις απαρχές της αυτόνομης Ορθοδόξου Φιλανδικής Εκκλησίας στις αρχές του 20ου αιώνα.Υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τον Λευκό Στρατό στις 8 Μαρτίου 1918

Ο χριστιανός αν θέλει ακόμη και το πρόβλημα το κάνει αγιασμό


«Σήμερα βρέθηκα στο Κοιμητήριο που αναπαύεται ο κατά σάρκα πατέρας μου.
Υπήρχε μια αναστάτωση. Κάποιοι πήραν από τους τάφους όλα τα μπουκάλια με το ελαιόλαδο που ανάβονται τα καντήλια των κεκοιμημένων.

Έγινε ένας διάλογος στην «γειτονιά» των τάφων με τους λοιπούς παρισταμένους. Ανάλυση του περιστατικού ο ένας, κακιούλες ο άλλος…. τα γνωστά! Κάποιος δεν μιλούσε καθόλου.
Ένας άλλος τον ρώτησε… «Μα δεν μιλάς;».
Ο Χριστιανός αυτός ανασήκωσε το κεφάλι και είπε: «Τώρα που μας πήραν τα μπουκάλια με το λάδι θα σας παρακαλέσω να φέρνετε ακόμα μεγαλύτερα!!!».
«Γιατί ρε Τάδε» τον ρώτησε κάποιος τρίτος.

Και η απάντηση ήταν:
«Για να βρεθούν άνθρωποι να πάρουν το λάδι από τα μνήματα σημαίνει πως ο κόσμος πεινάει! Βοηθήστε έτσι διακριτικά!».

Η συζήτηση έπαψε με ηρεμία και προβληματισμό.
Με χαμόγελο βρήκαμε μια μπουκάλα λάδι και ανάψαμε από την ίδια όλοι μας τα καντήλια των ανθρώπων μας.
Ήταν η πρώτη φορά που είδα κεκοιμημένους να Κοινωνούν!
Μεγάλη η Πίστη μας!!!
Αν θέλει ακόμα και το πρόβλημα το κάνει αγιασμό!

Ακόμα και το περίεργο το κάνει καλό λογισμό.
Ακόμα και τον εγωισμό τον κάνει Κοινωνία.
Δόξα τω Θεώ!!!
Καθώς δυνάμεθα βλέπουμε και φέτος τον Χριστό να Μεταμορφώνεται και να μεταμορφώνει!»

Βασίλειος Γκρίλλας, Θεολόγος-δογματολόγος

24 Μικρές Προσευχές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.



1. Κύριε, μη στερήσης με των επουρανίων σου και αιωνίων αγαθών.

2. Κύριε, λύτρωσαί με των αιωνίων κολάσεων.

3. Κύριε, είτε λόγω είτε έργω είτε κατά νουν 
και διάνοιαν ήμαρτον, συγχώρησόν μοι.

4. Κύριε, λύτρωσαί με από πάσης ανάγκης 
και αγνοίας και λήθης και ραθυμίας και της λιθώδους αναισθησίας.

5. Κύριε, λύτρωσαί με από παντός πειρασμού 
και εγκαταλείψεως.

6. Κύριε, φώτισον την καρδίαν μου, ην εσκότισεν η πονηρά επιθυμία. 


7. Κύριε, εγώ μεν ως άνθρωπος αμαρτάνω, συ δε ως Θεός ελέησόν με.

8. Κύριε, ίδε την ασθένεια της ψυχής μου 
και πέμψον την χάριν σου εις βοήθειάν μου, ίνα εν εμοί δοξασθή το όνομά σου το άγιον.

9. Κύριε Ιησού Χριστέ, έγγραψον το όνομα του δούλου σου εν βίβλω ζωής, χαριζόμενός μοι
 και τέλος αγαθόν.

10. Κύριε ο Θεός μου, ουκ εποίησα ουδέν αγαθόν, αλλ' αρξαίμην ποτέ τη ευσπλαγχία σου.

11. Κύριε, βρέξον εις την καρδίαν μου την δρόσον της χάριτός σου.

12. Κύριε ο Θεός του ουρανού 
και της γης, μνήσθητί μου του αμαρτωλού, του αισχρού, του πονηρού και βεβήλου κατά το μέγα έλεός σου, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου.

13. Κύριε, εν μετανοία με παράλαβε
 και μη εγκαταλίπης με.

14. Κύριε, μη εισενέγκης με εις πειρασμόν.

15. Κύριε, δος μοι έννοιαν αγαθήν.

16. Κυριε, δος μοι δάκρυον 
και μνήμην θανάτου και κατάνυξιν.

17. Κύριε, δος μοι των λογισμών μου εξαγόρευσιν.

18. Κύριε, δος μοι ταπείνωσιν, εκκοπήν θελήματος 
και υπακοήν.

19. Κύριε, δος μοι υπομονήν, μακροθυμίαν 
και πραότητα.

20. Κύριε, εμφύτευσον εν εμοί την ρίζαν των αγαθών, τον φόβον σου.

21. Κύριε, αξίωσόν με αγαπάν σε εξ όλης της ψυχής μου 
και της διανοίας μου και της καρδίας, και τηρείν εν πάσει το θέλημά σου.

22 Κύριε, σκέπασόν με από τε ανθρώπων πονηρών 
και δαιμόνων και παθών και από παντός μη προσήκοντος πράγματος

23 Κύριε, ως κελεύεις, Κύριε, ως γινώσκεις, Κύριε, ως βούλει, γενηθήτω το θέλημά σου εν εμοί

24 Κύριε, το σον θέλημα γενέσθω 
και μη το εμόν, πρεσβείαις και ικεσίαις της Παναγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Κυκλοφόρησε το Τυπικό του Αγίου Σάββα



Κυκλοφόρησε  το Τυπικό του Αγίου Σάββα
Η Ιερά Λαύρα του αγίου Σάββα κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε νέα, δική της, έκδοση, επιμελημένη με ακρίβεια, το «Τυπικόν του αγίου Σάββα» στην κλασσική του μορφή, βάση των πρώτων παλαιτύπων εκδόσεων του, από του 16ου αι. και εξής, το οποίο αποτελεί την πηγή όλων των μεταγενέστερων Τυπικών.

Η έκδοση έγινε με επιμέλεια του Αρχιμανδρίτου π. Νικοδήμου Σκρέττα, Επικούρου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Με χρηστικό σχήμα και λειτουργική διάταξη σελίδος και περιεχομένων στη νέα του έκδοση, περιέχοντας δε όλες τις παρεμφερείς διατάξεις των πρώτων εντύπων εκδόσεών του, με τις ελάχιστες δυνατές διορθωτικές  παρεμβάσεις του επιμελητού, κοσμούμενο δε με έγχρωμες φωτογραφίες από το αρχαιότερο εν συνεχεί λειτουργία μοναστικό καθίδρυμα της Ορθοδοξίας, τη Λαύρα του αγίου Σάββα, το «Το Σαββαϊτικόν Τυπικόν» είναι ένα πολύτιμο απόκτημα για τους ενδιαφερομένους περισσότερο ή λιγότερο για τη Θεία Λατρεία και την ιστορία της.

Βιβλιοπαρουσίαση: Ασκητές μέσα στον κόσμο Τόμος Β'



ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Βιογραφίες Ασκητών μέσα στον κόσμο

Τόμος Β'
(πρόλογος βιβλίου)
Εκδόθηκε πριν από τέσσερα χρόνια ο πρώτος τόμος των Ασκητών μέσα στον κόσμο, χωρίς μεγάλες αξιώσεις, με σκοπό να διασωθούν αυτά τα γνήσια Χριστιανικά πρότυπα· όμως, παρά πάσαν προσδοκίαν, έγινε δεκτός με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον. Η επίμονη ζήτηση του Δευτέρου Τόμου επέσπευσε την έκδοσή του. Άραγε τι ενδιαφέρον βρήκαν οι αναγνώστες σ’ αυτές τις απλές και ταπεινές ψυχές των Ασκητών μέσα στον κόσμο;

Φαίνεται πως βρήκαν στα πρόσωπά τους ζωντανά πρότυπα αρετής προς μίμηση, που σπανίζουν στις ημέρες μας. Βρήκαν νέους τρόπους και μεθόδους ασκήσεως. Βρήκαν παρηγοριά και παράκληση στα δικά τους παθήματα, γνωρίζοντας την θλιμμένη ζωή τους.

Φαίνεται πως είναι κανόνας πνευματικός η αρετή να ευδοκιμή όχι στην άνεση και στην χαρά, αλλά στην θλίψη, στην δυσκολία και στην στέρηση, όπως βλέπουμε να συμβαίνη στην ζωή αυτών των ευλογημένων ψυχών. Αυτοί με αγάπη τήρησαν τις εντολές του Θεού και έκαναν ατέλειωτη υπομονή στις δοκιμασίες που αντιμετώπισαν. Έλαβαν Χάρι από τον Θεό και έζησαν με εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του. Δεν τους ενδιέφερε η γνώμη του κόσμου, αλλά μόνο να υπακούν στον Θεό και να τον αγαπούν. Ο κόσμος τους θεωρούσε περιθωριακούς, ξεπερασμένους, αλλά αυτοί είναι πάντοτε επίκαιροι. Θαυμάζει κανείς με πόση ευκολία αντιμετώπισαν και ξεπέρασαν τις δυσκολίες της ζωής, μπροστά στις οποίες οι σημερινοί άνθρωποι, παρά την σοφία τους και τις γνώσεις τους, κάμπτονται και απελπίζονται. Όσο μεγαλύτερα ήταν τα παθήματά τους, τόσο μεγαλύτερη υπομονή έκαναν και άλλη τόση χάρι αναλογικά εδέχοντο. Έγιναν αγωγοί χάριτος, νικούσαν τους πειρασμούς και στήριζαν πολλούς αδυνάτους. Με την απλότητά τους, την πρακτική σοφία τους και τον αγώνα τους κατώρθωσαν να κάνουν πράξη το Ευαγγέλιο και την πίστη τους βίωμα.

Σήμερα, δυστυχώς, οι άνθρωποι πνίγονται στα πολλά τους προβλήματα. Αλλά, αντί να διορθώσουν τον λογισμό και την ζωή τους με την μετάνοια και να ζητήσουν βοήθεια από τον Θεό, ζητούν μαγικά την λύση και δεν διστάζουν να καταφύγουν ακόμη και σε μάγους, με αποτέλεσμα να δίνουν δικαιώματα στον διάβολο και έτσι να ταλαιπωρούνται ισόβια. Αμαρτάνουν θανάσιμα, οπότε είναι φυσικό να περιπλέκουν τα προβλήματά τους και να διαλύωνται οικογένειες.
Μία άλλη παγίδα για πολλούς είναι η αναζήτηση χαρισματούχων. Είναι διατεθιμένοι οι άνθρωποι σήμερα να πάνε οπουδήποτε να συναντήσουν έναν χαρισματούχο για να λύσουν τα προβλήματά τους, αλλά δυσκολεύονται να μετανοήσουν, να αλλάξουν τρόπο ζωής και να πάνε στον Πνευματικό. Δυστυχώς, πολλοί από αυτούς που τους θεωρούν χαρισματούχους, είναι ψευτοχαρισματούχοι, πλανεμένοι που κάνουν τον προορατικό, τον θαυματουργό  και τον εξορκιστή, πλανώντες και πλανώμενοι, και έχουν παρασύρει πολλούς στην πλάνη τους, ακόμη και Ιερείς. Αυτοί δεν έχουν καμμία σχέση και ομοιότητα με τους ταπεινούς βιογραφούμενους Ασκητές μέσα στον κόσμο.

Η διαφορά στον τρόπο ζωής και στην ταπείνωση είναι τεράστια και από αυτό φαίνεται η γνησιότητα των υπερφυσικών χαρισμάτων των βιογραφουμένων, που φρόντιζαν επιμελώς να τα κρύβουν, ενώ οι ψευτοχαρισματούχοι αυτοδιαφημίζονται, αυτοπροβάλλονται και εκμεταλλεύονται οικονομικά τα θύματά τους.

Ο παρών τόμος περιέχει είκοσι τέσσερις βιογραφίες Ασκητών μέσα στον κόσμο. Απ’ αυτούς ένας είναι Επίσκοπος, ένας Ιερομόναχος, πέντε έγγαμοι Ιερείς, δύο μοναχοί που έζησαν μέσα στον κόσμο και στο τέλος της ζωής τους αξιώθηκαν να πάρουν το Αγγελικό Σχήμα, και δεκαπέντε λαϊκοί (άνδρες και γυναίκες). Κατετάγησαν χρονολογικά με βάση το έτος κοιμήσεώς τους.

Ό,τι γράφθηκε στον πρόλογο του Α’ τόμου ισχύει και για τους εδώ βιογραφούμενους. Έζησε ο καθένας σε διαφορετική εποχή, σε διαφορετικό τόπο και σε ιδιαίτερες συνθήκες. Ακολούθησε ο καθένας ξεχωριστό δρόμο, αλλά έχουν όλοι τους έναν κοινό σκοπό· την τήρηση των εντολών του Θεού και την ένωσή τους με τον Θεόν. Θαυμάζει κανείς την υπομονή τους, την αυταπάρνηση, την δύναμη που είχαν προσευχόμενοι και άντεξαν όλες τις δυσκολίες. Κυρίως, όμως, θαυμάζει κανείς την απλότητα με την οποία εδέχοντο την χάρι και τα υπερφυσικά γεγονότα απερίεργα και ταπεινά χωρίς να μπορούν να φαντασθούν ότι  κάτι είναι και κάτι έχουν. Από την αγάπη τους για τον Θεό θυσίασαν για την εικόνα Του, τον άνθρωπο, ό,τι πολύτιμο υλικό και πνευματικό διέθεταν, και βοήθησαν πολλούς. Και τώρα μας βοηθούν με το παράδειγμά τους και την προσευχή τους. Αιωνία τους η μνήμη και με την ευχή τους να αξιωθούμε να τους ακολουθήσουμε. Αμήν.

Ασκητές μέσα στον κόσμο: "Ελέναμπα" η προορατική



Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’
«Ἑλέναμπα» ἡ προορατική
Στό χωριό Κεφαλοχώρι πού βρίσκεται στήν περιοχή τῆς Νίκαιας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ζοῦσε μία εὐλαβής καί χαριτωμένη νέα, ἡ Ἑλένη. Τήν ἀποκαλοῦσαν Ἑλέναμπα, δηλαδή Ἑλένη πού εἶχε γεροντική σύνεση, διάκριση καί μιλοῦσε σάν Ἀββᾶς (Γέροντας).
Ἦταν ὀρφανή ἀπό γονεῖς καί ἐργαζόταν ὡς ὑπηρέτρια σ᾽ ἕναν πονόψυχο Τοῦρκο. Τή νύχτα ἡ «Ἑλέναμπα» προσευχόταν πολλές ὧρες. Ὁ Τοῦρκος τήν ἄκουγε πού ἔλεγε στήν προσευχή της: «Νά πάρω καί αὐτουνοῦ τίς ἁμαρτίες». Προσευχόταν δηλαδή γιά ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τοῦρκος ἔβλεπε νά ἔρχωνται πολλοί ἄνθρωποι νά τήν συμβουλευθοῦν καί κατάλαβε ὅτι ἔχει ἰδιαίτερη χάρη. Τήν εἶχε σέ μεγάλη ἐκτίμηση καί αἰσθανόταν ὅτι τόν βοηθᾶ ὁ Θεός γιά χάρη τῆς «Ἑλέναμπα». Σημείωνε ὁ ἴδιος τά γεγονότα καί τίς προφητεῖες της, γιατί ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ «Ἑλέναμπα» εἶχε χάρισμα προορατικό.
Τότε πολλούς Ἕλληνες τούς ἐπιστράτευαν στόν τούρκικο στρατό στά Τάγματα Ἐργασίας (Ἀμελέ Ταμπουροῦ) γιά πέντε μέ δέκα χρόνια μέ σκοπό τήν ἐξόντωσή τους. Δέν ἔδιναν σημεῖα ζωῆς καί οἱ οἰκογένειές τους ἀνησυχοῦσαν. Οἱ γυναῖκες πήγαιναν καί ρωτοῦσαν τήν «Ἑλέναμπα» ἂν ζοῦν ἤ ἄν ἔχουν σκοτωθῆ. Ἐκείνη γιά νά μήν ἀμφισβητήσουν ὅ,τι θά τούς ἔλεγε, πρῶτα περιέγραφε τόν ἄνδρα. Ἔλεγε π.χ.: «Ὁ ἄνδρας σου εἶναι ψηλός, ξανθός μέ μουστάκι». Πρόσθετε καί ἄλλα χαρακτηριστικά καί ὕστερα ἔλεγε ἄν πέθανε ἤ ἄν ζῆ ἤ πότε θά γυρίσει.
Ἐπίσης ἔλεγε: «Θά ᾿ρθεῖ καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θά μπερδευτοῦν». (Ἐννοοῦσε πνευματικό ἤ φυλετικό μπέρδεμα. Σήμερα καί τά δυό ὑφίστανται).
Κάποια ἡμέρα εἶπε στούς συγγενεῖς της: «Ἐσεῖς θά φύγετε καί μένα θά μ᾿ ἀφήσετε ἐδῶ. Πάλι θά ξαναρθῆτε, ἀλλά αὐτά τά μέρη θά ἀλλάξουν».
Πρίν πεθάνη ζήτησε νά τή ντύσουν μέ μαῦρα ροῦχα σάν μοναχή.
Ὅλοι στό χωριό τήν «Ἑλέναμπα» τήν εἶχαν σέ εὐλάβεια γιά τίς ἀρετές καί τά χαρίσματά της. Πίστευαν ὅτι εἶναι ἁγία. Περισσότερες λεπτομέρειες ἀπό τήν ζωή της δέν διασώθηκαν. Μόνον ὅτι ἐκοιμήθη σέ ἡλικία μικρότερη τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν, γύρω στό 1920, πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή, ὅπως δηλαδή εἶχε προφητεύσει. Ἐκεῖ πού ἐτάφη ἀνέβλυσε ἁγίασμα καί ὅσοι ἄρρωστοι ἔπιναν θεραπεύονταν.
Μέ τήν Ἀνταλλαγή οἱ συγγενεῖς της καί οἱ συγχωριανοί της ἦρθαν στήν Ἑλλάδα καί ἐγκαταστάθηκαν στό νομό Σερρῶν, δημιουργώντας ἔτσι τό Νέο Κεφαλοχώρι. Οἱ συγγενεῖς τῆς «Ἑλέναμπα» ἔχουν φέρει ὡς εὐλογία καί φυλαχτό στό νέο χωριό τά ροῦχα της καί κάποια προσωπικά της ἀντικείμενα. Μέχρι σήμερα ἀνάβουν καντήλι ἀκοίμητο καί κεριά στό σπίτι πού φυλάσσονται τά προσωπικά της ἀντικείμενα. Τήν ἐπικαλοῦνται στίς ἀνάγκες καί στίς δυσκολίες τους καί αὐτή ἔχοντας στόν Θεό παρρησία τούς βοηθᾶ.
Κατά τήν ἐποχή τοῦ συμμοριτοπολέμου οἱ ἀντάρτες (Κομμουνιστές) ἦρθαν κατ᾿ ἐπανάληψη νά κάψουν τό χωριό, ἀλλά μόλις ἔμπαιναν στό χωριό ἄλλαζαν διάθεση, ἔπαιρναν τρόφιμα καί φεύγοντας ἔλεγαν: «Κάποιος ἅγιος σᾶς φυλάει, διότι ἤρθαμε νά κάψουμε τό χωριό καί μόλις μπήκαμε, ἄλλαξε ἡ διάθεσή μας».

Σύλλογος Προστασίας Αγεννήτου Παιδιού: Συλλογή υπογραφών για να σταματήσουν τα πειράματα στα έμβρυα...


Αγαπητοί φίλοι,
Επιτρέψτε μας να σας καταστήσουμε κοινωνούς της προσπάθειας δεκαεπτά χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και της πατρίδας μας, για το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής «εξ άκρας συλλήψεως». Δεν είναι μόνον, ως γνωστό, η τεράστια αύξηση του αριθμού των αμβλώσεων (η πατρίδα μας δυστυχώς έχει την πρωτιά σε αριθμό αμβλώσεων στην Ενωμένη Ευρώπη), αλλά και η χρησιμοποίηση του εκτρωτικού υλικού και των βλαστοκυττάρων, τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη και ως ενισχυτικά τροφών, για δημιουργία καλλυντικών, κλπ...
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή κάνωντας κλικ στα αρχεία παρακάτω
Για περισσότερα επί του θέματος επισκεφθείτε επίσης και την ιστοσελίδα του Συλλόγου:
http://www.agalia.org.gr/

Η έρευνα σε ζώντα ανθρώπινα έμβρυα



Ἡ ἔρευνα σέ ζῶντα ἀνθρώπινα ἔμβρυα
Ἐμμανουήλ Παναγόπουλου, Ἄμ. Ἐπ. Καθηγητῆ Χειρουργικῆς, τ. Συντ/στῆ Δ/ντῆ ΕΣΥ
Σχόλια μέ ἀφορμή μία βράβευση
Στίς 15 Μαΐου 2018, στόν ἱστότοπο PRONEWS ἀναρτήθηκε ἡ ἀκόλουθη εἴδηση: «Τό Βραβεῖο Ἀριστείας Κλινικοῦ–Ἐργαστηριακοῦ Ἔργου καί Ἐφαρμογῆς Καινοτόμων Μεθόδων καί Τεχνικῶν ἀπονέμεται στήν ἐπίκουρη Καθηγήτρια Ἐμβρυολογίας–Γενετικῆς στήν Ὑποβοηθούμενη Ἀναπαραγωγή τοῦ Τμήματος Ἰατρικῆς τοῦ ΑΠΘ Αἰκατερίνη Χατζημελέτη. Ἡ τιμώμενη πραγματοποίησε γιά πρώτη φορά παγκοσμίως ἐφαρμογή κυτταροσκελετικῆς ἀνάλυσης φρέσκων ἀνθρώπινων ἐμβρύων σέ ὅλα τά στάδια τῆς προεμφυτευτικῆς ἀνάπτυξης καί ἐφαρμογή γιά πρώτη φορά παγκοσμίως κυτταροσκελετικῆς ἀνάλυσης ἀνθρωπίνων ἐμβρύων μετά ἀπό κατάψυξη μέ τή μέθοδο τῆς ὑαλοποίησης*...
Στήν ἐρευνήτρια δωρήθηκαν γιά ἐρευνητικούς σκοπούς 110 ἀνθρώπινες βλαστοκύστεις (ἔμβρυα στήν 5η μετά τή γονιμοποίηση ἡμέρα)...».
Ἡ ἔρευνα σέ ζῶντα ἀνθρώπινα ἔμβρυα ὁπωσδήποτε δημιουργεῖ πολλά ἐρωτήματα καί ζητήματα νομικά, δεοντολογικά, βιοηθικά καί θεολογικά. Τά αὐστηρά νομικά ζητήματα καλύπτονται ἀπό τό ἄρθρο 11 τοῦ νόμου 3305 τοῦ 2005 καί ἀπό τά ἄρθρα 13 καί 14 τοῦ Κώδικα Δεοντολογίας Ἰατρικῶς Ὑποβοηθουμένης Ἀναπαραγωγῆς τῆς Ἐθνικῆς Ἀρχῆς Ἰατρικῶς Ὑποβοηθουμένης Ἀναπαραγωγῆς. Βεβαίως ὁ νόμος ἀπαιτεῖ τήν συναίνεση τῶν δοτῶν τῶν ἐμβρύων μετά ἀπό ἐνημέρωσή τους γιά τούς στόχους τῆς ἔρευνας. Τό ἐρώτημα εἶναι: Τί εἴδους ἐνημέρωση καί μέ ποιόν τρόπο αὐτή δίνεται στούς δότες ὥστε νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ συναίνεσή τους; Μάλιστα στό ἄρθρο 14 τοῦ Κώδικα Δεοντολογίας ἀπαιτεῖται ἡ ἔγγραφη συναίνεση καί τῶν δύο γονέων, ἡ ὁποία, πρῶτον, παραχωρεῖ τά πλεονάζοντα ἔμβρυα κατά προτεραιότητα σέ ἄλλο πρόσωπο πού ἐπιλέγει ὁ ἰατρός γιά ἐρευνητικούς σκοπούς, καί δεύτερον, ἀποδέχεται τήν καταστροφή τῶν ἐμβρύων, καθιστώντας ἔτσι τούς γονεῖς συνυπεύθυνους καί συνένοχους τῆς καταστροφῆς τῶν ζώντων ἐμβρύων τους. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι ἡ ἔρευνα σέ ζῶντα ἀνθρώπινα ἔμβρυα εἶναι, ὑπό προϋποθέσεις νόμιμη. Εἶναι ὅμως καί ἠθική;
Τά βιοηθικά–βιολογικά ζητήματα πού συνδέονται μέ τήν ἔρευνα σέ ἀνθρώπινα ἔμβρυα εἶναι καί τά σπουδαιότερα. Τό βασικότερο ζήτημα εἶναι ὁ καθορισμός τῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του. Τί ἀκριβῶς εἶναι τό ἀνθρώπινο ἔμβρυο στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του; Εἶναι μιά ζῶσα βιολογική ὀντότητα; Εἶναι ἕνας ἐν δυνάμει ἄνθρωπος ἤ μία ἔμψυχη ἀνθρώπινη ὕπαρξη σέ ἀρχικό στάδιο ἀνάπτυξης; Στίς δυτικές κοινωνίες, στίς ὁποῖες περισσεύει ἡ ὑποκρισία, οἱ νομοθεσίες τους ἐπιτρέπουν τήν ἔρευνα σέ ἀνθρώπινα ἔμβρυα μέχρι τήν 14η ἡμέρα ἀπό τή γονιμοποίηση, ἐνῶ ὑποστηρίζουν τήν προστασία τους μετά τήν 14η ἡμέρα. Ὅμως οἱ ἴδιες δυτικές νομοθεσίες ἐπιτρέπουν τήν ἔκτρωση, δηλαδή τή θανάτωση τοῦ ἐμβρύου, σέ πολύ μεταγενέστερο στάδιο ἀνάπτυξης, τότε πού ἡ ἀνθρώπινη ἰδιότητα τοῦ ἐμβρύου δέν ἀμφισβητεῖται ἀπό κανέναν. Ὁ ὁρισμός τῆς 14ης ἡμέρας ὡς νομικοῦ ὁρίου γιά τόν πειραματισμό στά ἀνθρώπινα ἔμβρυα εἶναι ἐν πολλοῖς αὐθαίρετος καί στηρίζεται στούς ἰσχυρισμούς κάποιων συγχρόνων βιολόγων πού ὑποστηρίζουν ὅτι τό ἔμβρυο στά ἀρχικά στάδια ἀνάπτυξής του δέν διαθέτει ἀναπτυξιακή ἀτομικότητα, χαρακτηρίζοντάς το πρό-ἔμβρυο γιά τίς 2-3 πρῶτες ἑβδομάδες. Κατ’ αὐτούς τό πρό-ἔμβρυο δέν εἶναι ἀνθρώπινη ὕπαρξη μέ ἀτομικότητα καί ἄρα μέ πλήρη δικαιώματα προστασίας τῆς ζωῆς του, ἀλλά ἕνα «βιολογικό ὑπόστρωμα» μέ γενετική μοναδικότητα, χωρίς ἀναπτυξιακή ἀτομικότητα, πού ὅμως ἀποκτᾶ τήν ἀνθρώπινη ἀτομικότητα μετά τήν ἐμφύτευσή του στή μήτρα.
Ὅμως, σέ ἀντίθεση μέ τά παραπάνω, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ σύλληψη ἀναμφίβολα δημιουργεῖ ἕνα νέο καί πλήρη, ἄν καί ἀνώριμο, ὀργανισμό πού κατέχει ὅλες τίς γενετικές πληροφορίες καί τά ἐπιγενετικά θεμέλια γιά μία αὐτο-διευθυνόμενη ἀνάπτυξη. Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐμβρύου χαρακτηρίζεται ἀπό μία κανονική, προβλέψιμη καί σύνθετη ἀλληλουχία γεγονότων, καί δέν ὑπάρχει κάποια εἰδική στιγμή πού ἡ ἀνθρώπινη ζωή γίνεται πιό ἄξια σεβασμοῦ καί ἀπόκτησης ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ἡ ἀξία της εἶναι ἐγγενής. Τό ἔμβρυο στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του δέν εἶναι ἕνας ἐν δυνάμει ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνας ἄνθρωπος ἐν ἐξελίξει καί μάλιστα ἔμψυχος σέ πρώιμο στάδιο ἀνάπτυξης.
Στό ζήτημα τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει σαφή τοποθέτηση. Πρεσβεύει τήν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ἐμψύχωση τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου. Τό ταυτόχρονο τῆς δημιουργίας τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς ὑποστηρίζει τόσο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης1 ὅσο καί ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης2. Τό κύτταρο πού προκύπτει ἀπό τή συνένωση σπερματοζωαρίου καί ὠαρίου, τό ζυγωτό, εἶναι ἔμψυχη ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιά ψυχοσωματική ὀντότητα καί ὁλότητα. Ἡ συμφυΐα αὐτή σώματος καί ψυχῆς εἶναι ἕνα μυστήριο. Ἀρχίζει ἀπό τή σύλληψη, ὅπου, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «ἡ ψυχὴ συνκτίζεται γηίνῳ σώματι» κατά τρόπο μυστικό, μή πλήρως κατανοητό καί μή ἐπιδεχόμενο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στό βιβλίο του «Ἔπη Θεολογικά»3 ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ψυχή εἶναι τελεία καί ὅταν ἀκόμη βρίσκεται στό ἔμβρυο, δέν μπορεῖ ὅμως νά φανερώσει ὅλη της τήν ἐνέργεια λόγῳ τῆς σωματικῆς ἀτέλειας τοῦ ἐμβρύου. Ἔτσι ἡ ψυχή στήν ἀρχή σιωπᾶ, μετά ἀκοῦμε τήν ἄτονη φωνή της καί μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σώματος ἀφήνει νά ξεχύνεται ὅλη ἡ δύναμη, ἡ σοφία, ἡ σύνεση καί ἡ ἀρετή της. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας θέτουν ὡς προϋπόθεση τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τήν ὕπαρξη ψυχῆς ἐντός τοῦ σώματος. Ἡ ψυχή εἶναι ἡ ζωοποιητική τοῦ σώματος δύναμη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 4,5 θεωρεῖ ὅτι ἡ λογική καί ἡ νοερά φύση τῆς ψυχῆς ἔχει ὄχι μόνο οὐσία της τή ζωή, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας παραμένει ἀθάνατος, μή ἐπιδεχόμενη διαφθορά, ἀλλά καί τήν ἐνέργεια, πού ζωοποιεῖ τό συνημμένο σῶμα, γι’ αυτό καί λέγεται ζωή του. Τήν ἴδια γνώμη ἔχει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός 6. Ἡ ζωοποιητική δύναμη τῆς ψυχῆς ἐνεργεῖ διαμέσου τῶν σωματικῶν ὀργάνων. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Σιναΐτη7 καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης 8 ἡ ψυχή δείχνει τίς κινήσεις της ἐνεργώντας καί κινώντας τά τοῦ σώματος μέλη καί ὄργανα, τό καθένα πρός τή δική του ἐνέργεια. Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς πιό πάνω θέσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ψυχή ὑπάρχει ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς σύλληψης, παραμένει στό σῶμα, ἀσκώντας τήν ζωοποιό της ἐνέργεια, μέχρι τή στιγμή πού ἡ ἀναχώρησή της ἀπό αὐτό σηματοδοτεῖ τόν θάνατο τοῦ σώματος. Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ζωή χωρίς τήν ὕπαρξη ψυχῆς στό σῶμα, εἴτε αὐτό εἶναι τό μονοκύτταρο σῶμα τοῦ ζυγωτοῦ εἴτε τό πολυκύτταρο σῶμα τοῦ ἐνήλικα. Θά πρέπει πάντως νά σημειωθεῖ ὅτι ἅπαξ καί δημιουργεῖται ἕνα ἀνθρώπινο ἔμβρυο, αὐτό εἶναι προορισμένο νά ζήσει στήν αἰωνιότητα, γιατί ἡ ψυχή του οὔτε καταστρέφεται οὔτε χάνεται, ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης: «καὶ γὰρ καὶ ἐκ τῶν ἐμβρύων ἢ ἐκτρωμάτων, αἱ ψυχαὶ οὐ θανατοῦνται, οὐδὲ ἀπόλλυνται, ἀλλὰ σὺν ἡμῖν πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἀναστάσει ἐπισυνάγονται τῇ ἀρρήτῳ ἐνεργείᾳ καὶ παντοδυνάμῳ τοῦ Θεοῦ»9. Εἶναι σίγουρο ὅτι τά καθ’ οἱονδήποτε τρόπο καταστραφέντα ἀνθρώπινα ἔμβρυα θά συναντήσουν στήν αἰωνιότητα καί τούς γονεῖς τους καί τούς καταστροφεῖς τους.
(Περιοδ. «Ἡ Δράση μας», Ὀκτώβριος 2018, τεῦχ. 562, σελ. 307–309).
_________________________________________
* Ἡ μέθοδος ταχείας κρυοσυντήρησης ὠαρίων καί ἐμβρύων πού ἀλλιῶς ὀνομάζεται ὑαλοποίηση (Vitrification) ἀποτελεῖ μιά σχετικά πρόσφατη μέθοδο σέ ἀντίθεση μέ τήν παραδοσιακά χρησιμοποιούμενη προοδευτική ἐλεγχόμενη κατάψυξη. Ὁ γρήγορος ρυθμός ψύξης μειώνει σημαντικά τή δημιουργία κρυστάλλων.
1. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ ψυχῆς καὶ Ἀναστάσεως, PG 46, 125.
2. Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ἐρωτήσεις καί Ἀποκρίσεις, Ἐρωτ. 91η, PG 89, 724.
3. Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη Θεολογικά, Βιβλ. Α΄, Ἔπη Δογματικά, Ἢ Περὶ Ψυχῆς, PG 37, 453–454.
4. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κεφάλαια Φυσικά, Θεολογικά κλπ., Φιλοκαλία, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, τόμος Δ΄, κεφ. Λ΄, σ. 143.
5. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπ. π., κεφ. ΛΗ΄, σ. 146.
6. Ἱωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως, Βιβλ. Β΄, κεφ. 12, PG 94, 924.
7. Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια Πάνυ Ὠφέλιμα, Φιλοκαλία, τόμ. Δ΄, κεφ. ΠΑ΄, 42.
8. Γρηγορίου Νύσσης, ὅπ. π., PG 46, 29.
9. Ἀναστασίου Σιναΐτου, ὅπ. π., PG 89, 725.

Αναδημοσίευση από:
Περιοδικό Πολύτεκνη Οικογένεια
τ. 160/2018

Η Ουνία ως εκκλησιαστικό πρόβλημα



Ἡ Οὐνία ὡς ἐκκλησιαστικό πρόβλημα
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Ὁ λεγόμενος «δούρειος ἵππος» τοῦ Παπισμοῦ
Στήν ἐποχή μας, πού ὅλος ὁ κόσμος τείνει νά γίνει μιά μεγάλη οἰκογένεια καί τά σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας καί ἐπικοινωνίας ἔχουν ἐκμηδενίσει τίς ἀποστάσεις, οἱ συνεχεῖς ἐπαφές μεταξύ λαῶν καί πολιτισμῶν εἶναι κάτι ἀναγκαῖο καί ἀναπόφευκτο. Στίς συνθῆκες αὐτές, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔρχονται ὅλο καί περισσότερο σέ ἐπαφή μέ ὁπαδούς ἄλλων θρησκειῶν καί ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων. Ὅπου συμβιώνουν ἑτερόδοξοι ἤ ἑτερόθρησκοι πληθυσμοί, πρέπει τουλάχιστον νά ὑπάρχει ἁρμονική συμβίωση καί οἱ σχέσεις νά εἶναι γνήσιες καί εἰλικρινεῖς. Βέβαια, κάθε θρησκευτική ὁμάδα ἔχει τή δική της ἀντίληψη γιά τό ποιές εἶναι οἱ γνήσιες σχέσεις καί γιά τό τί σημαίνει ἁρμονική συμβίωση. Ὡστόσο, ὅλοι ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά νά ἰσχύουν αὐτά εἶναι: α) ἡ ἐντιμότητα στίς σχέσεις, δηλαδή τό ὅτι κάθε ὁμάδα πρέπει νά ἐμφανίζεται πρός τούς ἔξω ὅπως πραγματικά εἶναι, μή ἐπιχειρώντας νά ἐξαπατήσει μέ ἀνέντιμα μέσα καί μέ κάθε εἴδους προσωπεῖα, καί β) ἡ γνώση, τόσο τοῦ περιεχομένου καί τῶν ὁρίων τῆς πίστεως κάθε κοινότητας, ὅσο καί τῶν διαφορῶν της ἀπό τίς ἄλλες. Ὅπου δέν ὑπάρχει σαφής ἀντίληψη τῶν ὁρίων, ὅπου ὑπάρχει σύγχυση ὡς πρός τά πιστευόμενα, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἄγνοια καί ἀποπροσανατολισμός, ὅπου, ἰδιαίτερα, δέν ὑπάρχει σαφής αἴσθηση τῶν διαφορῶν (παρ’ ὅτι κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι πρέπει νά βλέπουμε μόνο τίς ὁμοιότητες!), ἐκεῖ δημιουργοῦνται ἀναυθεντικές σχέσεις, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν ἀναγκαστικά σέ συγκρούσεις, μέ ὀλέθριες συνέπειες γιά πρόσωπα καί κοινωνίες. Οἱ ὑπάρχουσες διαφορές συνήθως αἰσθητοποιοῦνται μέ ἐξωτερικά στοιχεῖα, ὅπως ἡ λατρεία, ἡ ἔνδυση, τά ἔθιμα κ.ἄ. Π.χ. ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κάνει ἕνας Χριστιανός τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καταλαβαίνουμε ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ Ρωμαιοκαθολικός κ.λπ.
Στίς ἱστορικές σχέσεις μεταξύ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὑπῆρξαν πολλά τέτοια ἀρνητικά καί ἀναυθεντικά στοιχεῖα (οἱ Σταυροφορίες, οἱ ἀπόπειρες ἀθέμιτου προσηλυτισμοῦ μέ τή ὀργανωμένη δράση «μισσιοναρίων» στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἡ χρήση τοῦ χρήματος καί τῆς ἐξουσίας γιά τήν ὑποταγή ἑτεροδόξων καί ἀντιφρονούντων, ἡ ἐξόντωση Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν στή Σερβία κ.ἄ.), τά ὁποῖα προσπαθοῦμε νά ἐξαλείψουμε ἀπό τό παρόν. Ὡστόσο, ἕνα ἀπ’ αὐτά παραμένει, ἀκμάζει καί δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα μεταξύ τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν, εἰς βάρος, βέβαια, τῶν Ὀρθοδόξων. Αὐτό εἶναι ἡ Οὐνία. Στήν Ἑλλάδα τό πρόβλημα δέν εἶναι τόσο γνωστό, γιατί, μέ ἐξαίρεση τήν Ἀθήνα καί τά Γιαννιτσά, δέν ὑπάρχουν οὐνιτικές κοινότητες σέ ἄλλες περιοχές. Ὅμως, στίς Ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης (Ρωσία, Οὐκρανία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ἄ), ὑπάρχουν πολυπληθεῖς οὐνιτικές κοινότητες, προκαλώντας μιά ἄνευ προηγουμένου σύγχυση στίς ἐκεῖ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού προσπαθοῦν νά ἐπουλώσουν τίς πληγές τους ἀπό τά ἀθεϊστικά καθεστῶτα. Στήν Οὐκρανία, μάλιστα, ἡ ἐκεῖ οὐνιτική κοινότητα ἐπιχειρεῖ, σύμφωνα μέ πληροφορίες, τή συνένωσή της μέ τήν ὑπό ἀνακήρυξη αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς χώρας, μέ ἀδιευκρίνιστους ὅρους καί προϋποθέσεις. Σύμφωνα μέ στοιχεῖα πού διαρρέουν στό διαδίκτυο, ὁ Πρόεδρος τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόσο σθεναρά στηρίζει τό αὐτοκέφαλο καί ἐργάζεται γι’ αὐτό, εἶναι Οὐνίτης καί ἐμφανίζεται (προφανῶς καί κοινωνεῖ!) ἀδιακρίτως σέ Ὀρθοδόξους καί οὐνιτικούς Ναούς.
Ὅμως, τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Οὐνία; Εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικό μόρφωμα, ἀπό Ὀρθοδόξους πληθυσμούς (ἤ ἀπό πληθυσμούς ἄλλων χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν), οἱ ὁποῖοι, γιά διάφορους λόγους καί ὑπό εἰδικές συνθῆκες, ἀποσκίρτησαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, ἀποκόπηκαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἑνώθηκαν μέ τόν Παπισμό, διατηρώντας, ὅμως, ὅλα τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τῆς προέλευσής τους. Ἔτσι, οἱ Ὀρθοδόξου προελεύσεως Οὐνῖτες, ἐνῶ μνημονεύουν στή Θεία Λειτουργία τόν Πάπα καί ἀνήκουν στή δικαιοδοσία του, τελοῦν τή Θεία Λειτουργία ὅπως ἀκριβῶς ἐμεῖς. Οἱ Ἱερεῖς τους ἔχουν τήν ἴδια ἐμφάνιση μέ αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων, φέρουν τά ἴδια ἄμφια, τελοῦν τίς ἴδιες ἑορτές, ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες παραδόσεις κ.λπ. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ Οὐνῖτες εἶναι Παπικοί, πού ἐμφανίζονται ἐξωτερικά ὡς Ὀρθόδοξοι. Προφανῶς, καί οἱ ἴδιοι βιώνουν ἕνα εἶδος ἐσωτερικοῦ διχασμοῦ: ἡ ἱστορία τους καί ἡ ἐμφάνισή τους τούς θυμίζει συνεχῶς ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο ἀπ’ αὐτό στό ὁποῖο ἀνήκουν. Ὁ ὅρος «Οὐνία», ἀπό τόν ἀντίστιχο Πολωνικό ὅρο («Unia»), σημαίνει «ἕνωση» (ἕνωση μέ τή Ρώμη) καί ἔχει λατινικές ρίζες («unio» = «ἕνωση»). Τό Βατικανό ἀποκαλεῖ τίς κοινότητες αὐτές «Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες». Εἶναι αὐτονόητο, τί διαστάσεων σύγχυση προκαλεῖ ἡ δράση τῶν Οὐνιτῶν μεταξύ Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν, πού εἶναι κατά μέγα μέρος ἀκατήχητοι. Ὁ στόχος, βέβαια, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ὑποταγή τῶν πληθυσμῶν αὐτῶν στόν Παπισμό, γι’ αὐτό ἡ Οὐνία ἔχει χαρακτηριστεῖ ἑπιτυχημένα «δούρειος ἵππος» τοῦ Παπισμοῦ. Ὡστόσο, τό πρόβλημα δέν εἶναι μόνο ἡ σύγχυση καί ὁ προσηλυτισμός: οἱ ὀργανωμένες οὐνιτικές κοινότητες, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καί μέ τήν ἀνοχή (ἄν ὄχι καί μέ τήν ὑποκίνηση) τοῦ Βατικανοῦ, προβαίνουν σέ βιαιότητες ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, σέ καταλήψεις Ναῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀκινήτων, ἀκόμη καί σέ διωγμούς ἤ ἐξοντώσεις Ὀρθοδόξων πιστῶν!
Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς Οὐνίας
Οἱ ρίζες τῆς Οὐνίας βρίσκονται στήν τάση τοῦ Παπισμοῦ νά καθυποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί κάθε ἄλλη χριστιανική κοινότητα στόν κόσμο. Ἤδη ἀπό τόν 9ο μ.Χ. αἰ., πρίν τό Σχίσμα τοῦ 1054, μεταξύ τῶν Φράγκων θεολόγων καί κληρικῶν εἶχε διαμορφωθεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι στήν Ἀνατολή κατοικοῦν αἱρετικοί «Γραικοί», πού εἶναι ἀντικείμενο προσηλυτισμοῦ. Ὅταν οἱ Φράγκοι ἐπεκράτησαν στόν Παπικό θρόνο, μετέφεραν ἐκεῖ τίς ὁλοκληρωτικές καί ἀπολυταρχικές ἀντιλήψεις τους, μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψει τό γνωστό Σχίσμα. Ἐκφράζοντας τή νέα ἀντίληψη περί Παπισμοῦ ὁ Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073-1085), διακήρυττε τόν 11ο αἰ. ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ὁ «ἀπόλυτος κύριος τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας» καί ὁ «κύριος τοῦ κόσμου»! Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησιῶν, πού δέν ἀναγνώριζαν τήν ἐξουσία τοῦ Πάπα, ἦταν κάτι ἀδιανόητο γιά τά δεδομένα τοῦ Παπισμοῦ. Οἱ ἀπόπειρες ὑποταγῆς τῆς Ἀνατολῆς φάνηκε νά καρποφοροῦν ἀπό τό 1204, ὅταν τά φραγκικά στρατεύματα τῆς Δ΄ Σταυροφορίας κατέλαβαν καί λεηλάτησαν τήν Κωνσταντινούπολη. Ὡστόσο, καί πάλι κλῆρος καί λάος ἀντιδροῦσαν ἔντονα. Ἔτσι, λίγο ἀργότερα, στή Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1215), ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ΄ (1198-1216), ὁ ἱδρυτής καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ἔδωσε τήν ἑξῆς «λύση»: «Ἐάν σέ κάποια περιοχή ζοῦν διάφορα ἔθνη μέ διαφορετικές γλῶσσες καί ἐκκλησιαστικούς ρύθμους, ὁ Ἐπίσκοπος νά ἐκλέξει ἄξιους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι θά τελοῦν γιά κάθε μιά ἐθνότητα τή θεία λατρεία στή γλῶσσα καί τόν ρυθμό της». Αὐτό ἦταν καινοφανές γιά τά δεδομένα τοῦ Βατικανοῦ, τό ὁποῖο ὡς τότε ἐπέβαλε, ἀκόμη καί μέ τή βία, τά φραγκικά ἔθιμα καί τή λατινική γλώσσα στή λατρεία κάθε ἔθνους τῆς δικαιοδοσίας του. Στό ἴδιο πνεῦμα ἡ βούλα τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου Δ΄ (1243-1254) τοῦ 1254 ἔκανε δεκτά τά ἔθιμα τῶν Ἀνατολικῶν μέ σκοπό τόν βαθμιαῖο ἐκλατινισμό τους. Πάλι, ὅμως, τά ἀποτελέσματα ἦταν πενιχρά. Οὐνία δέν εἶχε προκύψει ἀκόμη.
Πρῶτοι Οὐνῖτες ἦταν οἱ λεγόμενοι «ἑνωτικοί» τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν τήν ἕνωση στή Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Σύνοδος ἐκείνη δέν ἐπέβαλε τά ἔθιμα καί τή γλῶσσα τῶν λατίνων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ πρωτεργάτες τῆς ἕνωσης Ὀρθόδοξοι τιμήθηκαν μέ τό ἀξίωμα τοῦ Καρδιναλίου ἀπό τόν Πάπα, ὅμως ἀντέδρασε ἔντονα ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός (1392-1444), ἔχοντας στό πλευρό του τό σύνολο σχεδόν τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἕνωση ἀποκηρύχθηκε στήν πράξη, οἱ δέ προσπάθειες τῆς πολιτείας νά τήν ἐπιβάλει μέ κάθε μέσο ἔληξαν μέ τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453) καί ἡ μικρή οὐνιτική ὁμάδα διαλύθηκε.
Μετά τήν ἅλωση ὁ Παπισμός, θεωρώντας ἰσχύουσες τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας, ἔστρεψε τήν προσοχή του στούς ἐκτός τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας Ὀρθοδόξους. Ἀπό τό τάγμα τῶν Ἰησουϊτῶν, πού ἱδρύθηκε τό 1534 ἀπό τόν Ἰγνάτιο Λαϊόλα (1491-1556), διοργανώθηκαν ἱεραποστολές, οἱ ὁποῖες βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος στήν Πολωνία καί τή σημερινή Λιθουανία. Ἐκεῖ, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Βασιλέων Σιγισμούνδου Β΄ (1548-1572), Στεφάνου (1575-1586) καί Σιγισμούνδου Γ΄ (1587-1632), τά ἀποτελέσματα ἦταν ὄντως, θεαματικά: ἑκατομμύρια Ὀρθοδόξων πείσθηκαν νά γίνουν Οὐνῖτες! Σέ Σύνοδο στή Brest-Litovsk (1595-1596) ἀπό Ὀρθοδόξους καί Λατίνους, ἀποφασίστηκε ἡ ἕνωση μέ τή Ρώμη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Πολωνικῆς ἐπικράτειας καί ἐκδόθηκε σχετική Πράξη μέ 33 ἄρθρα - ὅρους. Βέβαια, ἡ ἕνωση δέν ἔγινε ἀπό ὅλους δεκτή, ὅμως ὁ Πολωνός Βασιλιάς Σιγισμοῦνδος Γ΄ ἐπεδίωξε νά τήν ἐπιβάλλει μέ κάθε μέσο, ἀκόμη καί στίς τότε κατακτημένες ἀπό τούς Πολωνούς περιοχές τῆς Μικρῆς καί Μεγάλης Ρωσσίας. Ἀκολούθησαν σκληροί διωγμοί γιά τήν ἐξόντωση τῶν ἀντιπάλων. Ἡ ἕνωση τῆς Brest-Litovsk ἦταν τόσο ἰσχυρή, ὥστε κατατρόμαξε ἀκόμη καί τούς Διαμαρτυρομένους. Ἐκεῖ γιά πρώτη φορά οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Παπισμό ἀπεκλήθησαν «Οὐνῖτες» ἀπό τούς ἀντιπάλους τους. Κατά τή συμφωνία, ὁ ἐκλεγμένος Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης δέν ἦταν ὑποχρεωμένος νά μεταβεῖ ὁ ἴδιος στή Ρώμη γιά νά λάβει τήν sacrae (ἄδεια καθαγιασμοῦ - χειροτονίας) ἀπό τόν Πάπα, ἀλλά μποροῦσε νά τήν λάβει μέ ἀλληλογραφία. Μέ αὐτή τήν προϋπόθεση, θά γινόταν ἡ χειροτονία του ἀπό δύο τουλάχιστον Ἐπισκόπους, μετά δέ τή χειροτονία ἔπρεπε νά δώσει «ὅρκο ὑπακοῆς στόν Ἀνώτατο Ποντίφικα παρουσίᾳ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Gniezno». Ἀπό ἐκεῖ (τή σημερινή Πολωνία, Λιθουανία καί Ρωσία) ἡ Οὐνία ἐπεκτάθηκε σέ ὅλα τά σλαβικά κράτη (Οὐκρανία, Τσεχία, Σλοβακία, Ρουμανία, Οὐγγαρία, Βουλγαρία, Σερβία), προκαλώντας σφοδρές συγκρούσεις μέ τούς ἐκεῖ Ὀρθόδοξους πληθυσμούς μέχρι σήμερα.
Παράλληλα, οἱ ἑλληνόφωνες περιοχές δέν ἔπαψαν νά ἀποτελοῦν ἀντικείμενο προσηλυτισμοῦ. Μέ ἐνέργειες τῶν Ἰησουϊτῶν ἱδρύθηκε τό 1577 στή Ρώμη τό «Ἑλληνικό Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου», μέ σκοπό νά προσφέρει ἀνώτερη παιδεία σέ νέους ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Οἱ ἀπόφοιτοι τοῦ Κολλεγίου ἔτρεφαν ἰδιαίτερη συμπάθεια στή Ρώμη καί ἦταν ὑπέρμαχοι τῆς ἕνωσης. Παρόμοιες Σχολές μέ ἀνάλογα ἀποτελέσματα κατόρθωσε νά ἱδρύσει τό Βατικανό στήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη (1583), στή Θεσσαλονίκη, στή Σμύρνη, στήν Ἀθήνα, στή Χαλκίδα, γιά ἕνα διάστημα ἀκόμη καί στό Ἅγιο Ὄρος (1635-1641)! Γύρω στά 1860 ἱδρύθηκε ἀπό Οὐνίτες τῆς Βουλγαρίας ἡ οὐνιτική κοινότητα στά Γιαννιτσά, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Στήν Κωνσταντινούπολη οὐνιτική κοινότητα ἱδρύθηκε μετά τό 1907, ὅμως μέ τή Μικρασιατική καταστροφή (1922) τό κέντρο της μεταφέρθηκε στήν Ἀθήνα, ὅπου ὑπάρχει μέχρι σήμερα.
Ἡ Οὐνία στούς Θεολογικούς Διαλόγους
Ἀπό τίς ἀρχές περίπου τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰ. ἄρχισε μιά περίοδος συνδιαλλαγῆς καί διαλόγου μεταξύ τῶν χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, στήν ὁποία μετέχει καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό 1980 ἄρχισε ὁ ἐπίσημος Διάλογος μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, μέ μεῖζον θέμα τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας. Ἀπό τήν Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1964) εἶχε τεθεῖ ὡς «ὅρος ἀπαράβατος τῆς ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ὑπό τῆς τελευταίας κατάργησις τῶν οὐνιτικῶν τούτων Ἐκκλησιῶν». Ὡστόσο, ὅταν ἄρχισε ὁ Διάλογος ὄχι μόνο δέν εἶχε γίνει αὐτό, ἀλλά ἀπό τά 18 μέλη τῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπίας στήν Α΄ Ὁλομέλεια τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου (1980) τά 8 ἦσαν Οὐνῖτες! Αὐτό προκάλεσε τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων μέ ἐνδεχόμενο νά ναυαγήσει ὁ Διάλογος. Τελικά, ἡ Ὁλομέλεια ἔκανε ἀποδεκτή Δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων, ὅτι «πρῶτον ἡ παρουσία Οὐνιτῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀνατολικοῦ ρυθμοῦ εἰς τήν Ἐπιτροπήν τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν δέν σημαίνει ἀναγνώρισιν τῆς Οὐνίας ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δεύτερον, τό θέμα τῆς Οὐνίας παραμένει ἀνοικτόν, ὡς ἕν τῶν προβλημάτων πού θά ἀπασχολήσουν τόν Διάλογον».
Ἔτσι, ἡ συζήτηση γιά τό θέμα τῆς Οὐνίας προσωρινά ἀναβλήθηκε, τέθηκε δέ γιά πρώτη φορά στήν Δ΄ Ὁλομέλεια (1987), ὅπου καταδικάστηκαν γενικά οἱ μεθόδοι τῆς Οὐνίας καί τοῦ προσηλυτισμοῦ. Ἡ Ε΄ Ὁλομέλεια (1988) ἀνέθεσε τή μελέτη του σέ Μικτή Ὑποεπιτροπή, ὅμως ἀκολούθησαν οἱ ραγδαῖες ἐξελίξεις μέ τήν κατάρρευση τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων στήν Ἀνατολική Εὐρώπη καί μέ τήν ἔξαρση τῆς δράσης τῆς Οὐνίας στίς νέες συνθῆκες πού διαμορφώθηκαν. Συνεχῶς ἔφθαναν πληροφορίες γιά ἔκτροπα καί βίαιες ἐνέργειες σέ βάρος Ὀρθοδόξων πιστῶν, κληρικῶν καί Ναῶν, παρά τίς ἔντονες διαμαρτυρίες Ὀρθοδόξων Προκαθημένων. Ἔτσι ἡ Ὑποεπιτροπή δέν εἶχε ἀλλή ἐπιλογή ἀπό τή σαφή καί κατηγορηματική καταδίκη τῆς Οὐνίας στό Πόρισμά της (1990), τό ὁποῖο ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά ἀναγκάστηκε νά συνυπογράψει, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι τό περιεχόμενό του θά ἀνατρεπόταν στήν ἑπόμενη Ὁλομέλεια τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς. Κατά τό Πόρισμα, «ἡ Οὐνία δέν θεωρεῖται πλέον πρότυπον ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, διότι ἡ ἐκκλησιολογία ἐντός τῆς ὁποίας ἀνεπτύχθη δέν ἐμπνέεεται ἀπό τήν κοινήν παράδοσιν τῶν Ἐκκλησιῶν μας», ἡ δέ «χρῆσις λειτουργικῶν ρυθμῶν καί ἀμφίων, τά ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τήν παραδοσιακήν κληρονομίαν μιᾶς ἐκ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας, ἐκ μέρους κοινοτήτων ἤ καί μελῶν τοῦ κλήρου τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀπορριφθῇ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐάν τοῦτο γίνεται πρός προσηλυτισμόν». Στό ἴδιο κλίμα ἡ ἑπόμενη ΣΤ΄ Ὁλομέλεια (1990) μέ τήν ἐπιμονή τῶν Ὀρθοδόξων συζήτησε μόνο τό θέμα τῆς Οὐνίας καί ἐξέδωσε κείμενο, στό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνονται οἱ θέσεις τοῦ Πορίσματος καί τονίζεται ἐπιπλέον ὅτι «ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος, ὅπου ἐφηρμόσθη, ἀπέτυχε νά ὑπηρετήσῃ τόν σκοπόν τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως προεκάλεσε νέας διαιρέσεις».
Φυσικά, τό κείμενο δέν ἱκανοποίησε τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ἡ ὁποία εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐργάστηκε γιά τήν ἀνατροπή του. Κανένα ἀπό τά σημεῖα του δέν ἐφαρμόστηκε στή πράξη. Ἀντίθετα, τό ἴδιο ἔτος ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ (1978-2006) συγκάλεσε σέ Σύνοδο τούς Οὐνῖτες Ἐπισκόπους τῆς Οὐκρανίας στή Ρώμη, ὅπου «ἐνεθάρυνε ὅλους νά συνεχίσουν τήν πορεία τους», ἐνίσχυσε, μάλιστα, τήν Οὐνία μέ χειροτονίες νέων Ἐπισκόπων. Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κατάστασης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (1972-1991) συγκάλεσε ἔκτακτη Σύσκεψη στό Φανάρι (11-12/12/1990), ἡ ὁποία διαπίστωνε «καταστάσεις καί γε­γονότα εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων διαδραματιζόμενα, τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν πᾶσαν φαντασίαν», καθώς ἐπίσης «κατάφωρον παραβίασιν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ... διά χρήσεως ἀμέσου βίας ἐναντίον ἀτόμων, διά τῆς καταχρήσεως νομοθετικῶν ρυθμίσεων» κ.ἄ. Ὡστόσο, στήν ἑπόμενη Ζ΄ Ὁλομέλεια (Balamand 1993) ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά πέτυχε τήν ἔκδοση κειμένου, τό ὁποῖο καταδίκαζε μέν τήν Οὐνία ὡς μέθοδο τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ἀναγνώριζε τήν ἐκκλησιαστική της ὑπόσταση καί τήν ὕπαρξή της στό παρόν. Τό κείμενο τοῦ Balamand δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἡ δέ Ὀρθόδοξη πλευρά θεωροῦσε τό θέμα τῆς Οὐνίας ἀκόμη ἀνοικτό. Στήν ἑπόμενη Η΄ Ὁλομέλεια στή Βαλτιμόρη τῶν Η.Π.Α (2000), μέ προσωπική παρέμβαση τοῦ Πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ ὑπέρ τῶν «Ἀνατολικῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν» (Οὐνιτῶν), ὁ Διάλογος κατέληξε σέ πλῆρες ναυάγιο. Σέ Δήλωσή της ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπία θεωροῦσε ὅσα συνέβησαν στό Balamand «ὡς μή γενόμενα» καί ὅτι ἡ συζήτηση γιά τήν Οὐνία ἐπιστρέφει «εἰς μηδενικήν βάσιν». Μέ τήν ἐπανέναρξη τοῦ Διαλόγου ἕξι χρόνια μετά τήν πλήρη διακοπή του (2006) τό ζήτημα τῆς Οὐνίας ἔπαψε πλέον νά συζητεῖται τουλάχιστον αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα, ἡ δέ Οὐνία συνεχίζει ἀνενόχλητη τή δράση της στίς Ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.
Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως
Ἀπό τά παραπάνω διαπιστώνεται ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ νά διατηρεῖ, ἀλλά καί νά ἐνισχύει, ἕναν θεσμό καθαρά προσηλητιστικό, ἕναν μηχανισμό ὑποταγῆς Ὀρθοδόξων καί ἄλλων πληθυσμῶν, μιά μέθοδο ἐπανειλημμένα καταδικασμένη ἀκόμη καί ἀπό ἐπιφανεῖς ἐκπροσώπους του στόν Διάλογο μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ ὕπαρξη τῆς Οὐνίας δέν ἔχει κανένα ἐκκλησιολογικό, κανονικό καί δογματικό ἔρεισμα στήν Παράδοση τῆς ἀρχαίας ἑνωμένης Ἐκκλησίας τῶν δέκα πρώτων αἰώνων, ἡ δέ χρήση κάθε μορφῆς βίας (χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων, μέ τήν ἀνοχή ἤ τήν ὑποκίνηση τῆς Ρώμης μέχρι σήμερα) εἶναι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μέ τή χριστιανική ἰδιότητα (ἴσως γιά τό Βατικανό νά εἶναι θεμιτή, γιατί τήν ἔχει χρησιμοποιήσει καί στό παρελθόν!). Ὅπως ἔχει γίνει ἀποδεκτό καί ἀπό τίς δύο πλευρές, ἡ Οὐνία ὄχι μόνο δέν προσέφερε τίποτε στό ζήτημα τῆς ἑνώσεως, ἀλλά, ἀντίθετα, προκάλεσε ἐπιπλέον διαιρέσεις, σχίσματα καί συγκρούσεις καί πολλαπλασίασε τά προβλήματα.
Βέβαια, ὁ κατ’ ἐξοχήν σκοπός τῆς Οὐνίας, ἡ ἕνωση («οὐνία» σημαίνει «ἕνωση»), εἶναι κοινός καί γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία μας συνεχῶς εὔχεται «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἶναι «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ἰω. 17,21). Ὅμως διαφορετικά θεωρεῖ τό ζήτημα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί διαφορετικά, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά. Κατά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί κατά τήν κοινή Παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἡ ἕνωση ὑπάρχει στή μία πίστη, στή μία Ἀλήθεια πού δίδαξε ὁ Χριστός, καί στή συνέχεια στό ἕνα Βάπτισμα, στή μία Θεία Εὐχαριστία κ.λπ. Ἡ ἀλλοίωση τῆς πίστεως συνιστᾶ τήν αἵρεση, ἡ ὁποία εἶναι κατάσταση πού ἀποκόπτεται ἄμεσα ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί μέθοδος πού δέν ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Κατά συνέπειαν, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἕνωση μέ διαφορές στήν πίστη, ἕνωση χωρίς κοινή πίστη, εἶναι δέ γεγονός ὅτι μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὑπάρχουν ὄντως σημαντικές διαφορές στήν ἴδια τήν πίστη. Κοινή πίστη δέν ὑπάρχει!
Ἀπό τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ἀντίθετα, παρατηρεῖται ἡ τάση νά ὑποτιμηθοῦν αὐτές οἱ διαφορές καί νά θεωρηθοῦν δυό θεμιτές ὄψεις τοῦ ἴδιου πράγματος, ὥστε σέ μιά ἐνδεχόμενη ἕνωση κάθε πλευρά νά διατηρήσει τήν «παράδοσή της», ἀκόμη καί τή δογματική! Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ὅτι τό πρότυπο ἑνώσεως πού ἔχει τό Βατικανό καί προβάλλει μέχρι σήμερα, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό τῆς Οὐνίας.

(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 104, Ἰουλ. - Σεπτ. 2018).

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Η ευχαριστία ως τόπος της αλήθειας ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΣ



Πώς η Ευχαριστία αποκαλύπτει το Χριστό ως αλήθεια; Τι σημαίνει ο ισχυρισμός , ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια, για τη ζωή και τη δομή της Εκκλησίας στο φως της ευχαριστιακής της εμπειρίας; Εδώ θα κάνουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
α) Η Ευχαριστία αποκαλύπτει το Χριστό-Αλήθεια ως «επίσκεψη» και «κατοικία» (Ιω. 1,19) του Θεού στην ιστορία και τη δημιουργία, ώστε ο Θεός να μπορεί να ειδωθεί στη δόξα της αλήθειας Του και να μπορεί κανείς να συμμετάσχει στην κοινωνία της ζωής Του. Γι΄ αυτό το λόγο η Εκκλησία δεν έχει καμιά άλλη πραγματικότητα ούτε εμπειρία της αλήθειας ως κοινωνίας τόσο τέλεια όσο την Ευχαριστία. Στην Ευχαριστιακή σύναξη συναντά ο λόγος του Θεού τον άνθρωπο και την κτίση όχι εξωτερικά, όπως συνέβαινε στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά ως «σάρκα», δηλαδή στο πιο εσωτερικό μέρος της ύπαρξης μας, ως κομμάτι της δημιουργίας. Έτσι, ο λόγος του Θεού δεν κατοικεί στον ανθρώπινο νου ως λογική γνώση ή στην ανθρώπινη ψυχή ως εσωτερική μυστική εμπειρία, αλλά ως κοινωνία στο εσωτερικό μιας κοινότητας. Πρέπει να τονίσουμε κατηγορηματικά, ότι σε αυτήν την κατανόηση του Χριστού ως αλήθειας, ο Χριστός αποκαλύπτεται ο ίδιος ως η αλήθεια όχι σε μια κοινότητα αλλά ως μια κοινότητα. Έτσι η αλήθεια δεν είναι μια έκφραση ή μια έννοια, δεν είναι επίσης μια αλήθεια, η οποία θα έπρεπε να επιβεβαιωθεί ή να αποδειχτεί, αλλά ως οντολογική αλήθεια είναι κάτι, το οποίο υπάρχει: η κοινότητα η ίδια γίνεται αλήθεια.
Ο Χριστός ως αλήθεια δεν αποκαλύπτεται μόνο αλλά και πραγματοποιείται στην ύπαρξή μας ως κοινωνία σε μια κοινότητα κι έτσι η αλήθεια δε μας επιβάλλεται αλλά αναδεικνύεται ανάμεσα μας. Η αλήθεια λοιπόν δεν είναι μια αυθεντία με την έννοια του auctoritas , αλλά είναι πολύ περισσότερο χάρις και αγάπη, η οποία μας περιβάλλει έτσι όπως κι αυτή εμπεριέχεται σε μας υπαρξιακά. Συγχρόνως αυτή η αλήθεια δεν είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνιολογικής εμπειρίας ή μιας ομαδικής εμπειρίας· προέρχεται σαφέστατα από έναν άλλο κόσμο και ως τέτοια δεν παράγεται από εμάς.
β) Αυτό το είδος της αλήθειας δεν έρχεται σε μας ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής μεταβίβασης. Στο σημείο αυτό γίνεται πολύ λεπτό το πρόβλημα και απαιτεί μια επιμελή εξέταση.
Είναι βέβαιο, ότι ο χριστιανισμός θεμελιώνεται σε ένα ιστορικό γεγονός και οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν οι χριστιανοί της εποχής τους, οι οποίοι σκέφτονταν ασφαλώς τη διάσταση της ιστορίας, αν τους συγκρίνουμε με τους αιρετικούς, τους οποίους πολεμούσαν (για τους Πατέρες η αίρεση είναι «καινοτομία»). Εξάλλου η ιστορία, κατανοούμενη υπό το φως της ευχαριστιακής εμπειρίας, δεν είναι το ίδιο με την ιστορία, όπως την κατανοούμε συνήθως. Μάλλον παρουσιάζεται εδώ περιορισμένη μέσω του αναμνηστικού και επικλητικού χαρακτήρα της Ευχαριστίας, η οποία μεταμορφώνει το χρόνο από την αποξένωση και την πτώση σε κοινωνία και ζωή. Έτσι η ιστορία δεν είναι πια μια διαδοχή γεγονότων, η οποία εκτείνεται γραμμικά από το παρελθόν στο παρόν· παίρνει μάλλον μια μελλοντική και μια κάθετη διάσταση. Η ιστορία μεταφέρεται έτσι σε χαρισματικά γεγονότα, σε γεγονότα Πεντηκοστής. Σε μια ιστορία, που κατανοείται έτσι, η αλήθεια δεν έρχεται σε μας μόνο μέσω της αποστολής (ο Χριστός- οι απόστολοι- οι επίσκοποι, σε γραμμική εξέλιξη). Έρχεται ως γεγονός Πεντηκοστής. Μέσου αυτού κερδίζει η γραμμική ιστορία ένα χαρισματικό παρόν. Η χειροτονία ενός επισκόπου γίνεται γι΄ αυτό το λόγο στην ανατολική Εκκλησία αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της Ευχαριστίας (και στην Λειτουργία της ανατολικής Εκκλησίας η γιορτή της Πεντηκοστής γιορτάζεται σε κάθε χειροτονία επισκόπου).
Αυτά φωτίζουν την κατανόηση μας για το «αλάθητο» της Εκκλησίας και τον τρόπο, με τον οποίο εκφράζεται αυτό το αλάθητο μέσω συγκεκριμένων αξιωμάτων. Ήδη ο Ειρηναίος συνδέει με το αξίωμα του επισκόπου ένα συγκεκριμένο charisma veritatis και η αρχαία Εκκλησία ανέπτυξε την ιδέα μιας αποστολικής διαδοχής για τους επισκόπους καθώς και την πρακτική της συνοδικότητας, επίσης για τους επισκόπους. Γιατί όμως προέκυψε από την αρχή αυτός ο συσχετισμός των επισκόπων με την veritas ; Στην άποψη που παρουσιάσαμε, αυτό δε μπορεί να αφορά μια αποστολή της αλήθειας σε συγκεκριμένους φορείς αξιωμάτων. Κάθε επίσκοπος λαμβάνει το charisma veritatis μόνο στην ευχαριστιακή κοινότητα και ως γεγονός Πεντηκοστής κι αυτό δείχνει ότι η αποστολική διαδοχή μεταβαίνει αναγκαστικά από την κοινωνία στην κοινότητα. Ο επίσκοπος είναι στο λειτούργημά του ένας διάδοχος των Αποστόλων καθ΄ όσον είναι η εικόνα του Χριστού στην κοινότητά του. Αυτές τις δύο όψεις (Χριστός- Απόστολοι) δε μπορούσε η αρχαία Εκκλησία να τις φανταστεί χωριστά 115 . Κατά τον ίδιο τρόπο οι σύνοδοι ήταν έκφραση της αλήθειας, ακριβώς επειδή οι επίσκοποι ήταν οι αρχηγοί της κοινότητας τους και γι΄ αυτό το λόγο μπορούσαν να συμμετέχουν στις συνόδους μόνο οι επίσκοποι που είχαν επισκοπή. Η ενότητα στην ταυτότητα των κοινοτήτων είναι η βάση για το συνοδικό αλάθητο.
γ) Παρόμοιες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν στο θέμα της διατύπωσης της αλήθειας στην Εκκλησία. Οι δογματικοί όροι μπορούν να κατανοηθούν με δύο διαφορετικούς τρόπους: 1.ως συστηματικές ερμηνείες της αλήθειας, προκειμένου να οδηγήσουν σε μια καλύτερη γνώση του Θεού ή 2. ως σημεία και οδοδείκτες προς το Χριστό ως αλήθεια, μέσω ιστορικών και πολιτιστικών μορφών στην εκάστοτε ιδιαιτερότητα του τόπου και του χρόνου. Αν διατηρήσουμε τη βασική θέση, ότι η αλήθεια δε μπορεί να «κατανοηθεί», τότε πρέπει να απορρίψουμε τον πρώτο τρόπο κατανόησης των δογματικών όρων. Αν δεχτούμε τη δεύτερη, τότε το όλο πρόβλημα των δογμάτων βρίσκει τη θέση του στην προοπτική της αλήθειας και της κοινωνίας μαζί με όλες τις οντολογικές ακολουθίες της αλήθειας, όπως αυτές παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα σε σχέση με τη σύνθεση των Ελλήνων Πατέρων. Αν η αλήθεια ως κοινωνία δεν πρέπει να χωριστεί από την οντολογία της ζωής, τότε τα δόγματα είναι κυρίως σωτηριολογικές ομολογίες· ο σκοπός τους βρίσκεται στο να απελευθερώσουν την αρχική εικόνα του Χριστού, της αλήθειας, από τις διαστρεβλώσεις συγκεκριμένων αιρέσεων, προκειμένου να βοηθήσουν την κοινότητα της Εκκλησίας στο να διατηρήσει τη σωστή θεώρηση του Χριστού ως αλήθειας και στο να ζήσει σ΄ αυτήν και δια αυτής της παρουσίας της αλήθειας στην ιστορία. Όλα αποβλέπουν τελικά στο να οδηγήσουν στην κοινωνία της ζωής του Θεού και στο να ενεργούν έτσι, ώστε η αλήθεια να είναι κοινωνία και ζωή. Γι΄ αυτό το λόγο οι αρχαίες σύνοδοι δεν τελείωναν τους όρους τους με αναθέματα, ώστε να φαίνεται, ότι το βασικό σκοπό μιας συνόδου δεν τον δημιουργεί τόσο ο όρος, όσο το ανάθεμα. Ο αφορισμός είχε μια ποιμαντική βάση, να προστατέψει δηλαδή την κοινότητα από διαστρεβλώσεις της εικόνας της αλήθειας, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο το σωτηριολογικό περιεχόμενο της αλήθειας. Αν μετά από έναν όρο και ένα ανάθεμα αιρόταν η κοινωνία, τότε αυτό συνέβαινε εξ΄ αιτίας του γεγονότος, ότι η Ευχαριστία απαιτεί μια κοινή θεώρηση του Χριστού. Ο σκοπός της συνόδου ήταν η ευχαριστιακή κοινωνία και όταν κανείς διατύπωνε και αποδεχόταν ομολογίες πίστεως, τότε δεν ήθελε μ΄ αυτό να παρέχει υλικό για τη θεολογική σκέψη αλλά να δώσει στις ευχαριστιακές κοινότητες έναν σωστό προσανατολισμό. Έτσι μπορεί κανείς να πει, ότι οι συμβολικοί όροι δε φέρουν πάνω τους τη σχέση προς την αλήθεια, αλλά μόνο κατά την πραγματοποίηση της δοξολογικής αναφοράς της λειτουργικής κοινότητας.
Αυτοί οι «όροι» κατέχουν συγχρόνως μια ορισμένη χαρακτηριστική πραγματικότητα. Ποιά σχέση με την αλήθεια φέρουν αυτές οι διατυπώσεις στο φως της ευχαριστιακής θεώρησης της αλήθειας; Εδώ μπορούμε να ερευνήσουμε ένα άλλο λεπτό πρόβλημα.
Στην πορεία αυτής της πραγματείας δείξαμε, ότι η αλήθεια δε μπορεί να κατανοηθεί κι έτσι ούτε να αντικειμενικοποιηθεί και να οριστεί. Πώς πρέπει όμως να κατανοήσει κανείς τα δόγματα, όταν αυτά δε θεωρούνται ως «διατυπώσεις» ή «όροι» της αλήθειας για τη φύλαξή της κάτω από τις ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες;
Αν ξεκινήσουμε τον συλλογισμό μας από μια ιστορική κατανόηση της αλήθειας, δηλαδή από τα δόγματα στον σωτηριολογικό και δοξολογικό τους χαρακτήρα, που αναφέρθηκε προηγουμένως, τότε αυτά τα δόγματα παρουσιάζουν ένα είδος αποδοχής, αγιασμού και συγχρόνως υπέρβασης της ιστορίας και του πολιτισμού. Μοιάζει με την Ευχαριστία, η οποία δέχεται στοιχεία από την κτίση και την καθημερινή ζωή του λαού και τα μεταμορφώνει σε κοινωνία. Κατά παρόμοιο τρόπο στη συνοδική και χαρισματική διαδικασία της δογματικής διατύπωσης γίνονται ορισμένα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία (γλώσσα, έννοιες κ.ά) φορείς και σημεία της κοινωνίας . Εισχωρούν στον τρόπο σκέψης διαφορετικών κοινοτήτων, από τις οποίες χρησιμοποιούνται στην ευχαριστιακή κοινωνία κι έτσι γίνονται αυτά τα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία δομικά στοιχεία της κοινωνίας και αποκτούν έτσι έναν άγιο χαρακτήρα και μια μονιμότητα στη ζωή της εκκλησίας. Ιστορία και πολιτισμός γίνονται αποδεκτά αλλά συγχρόνως τίθενται υπό την εσχατολογική προσδοκία για να μην υποτάσσεται η αλήθεια στην ιστορική και πολιτιστική ενσάρκωση. Ως παράδειγμα γι΄ αυτό θα μπορούσαν να χρησιμέψουν ορισμένοι όροι και έννοιες, τις οποίες υιοθέτησε η Εκκλησία για τις δογματικές της διατυπώσεις από τον ελληνικό πολιτισμό, όπως π.χ. οι όροι καθολικός ή πρόσωπον ή υπόστασις . Κατά την ιστορική και πολιτιστική προέλευση, αυτές είναι λέξεις ελληνικές. Θα είχε όμως ο Αριστοτέλης κατανοήσει τη σημασία τους, αν του δινόταν να διαβάσει το σύμβολο της Νίκαιας ? Κωνσταντινουπόλεως; Αν αυτές οι λέξεις συνδέονται μόνο με την ιστορία και τον πολιτισμό, θα έπρεπε να τις κατανοήσει. Αν όμως, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, δε μπορούσε να τις κατανοήσει τότε πρέπει να συνέβη κάτι πολύ σημαντικό με αυτά τα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία μέσω του γεγονότος, ότι αυτά συνδέθηκαν με τη σκέψη και τη ζωή της Εκκλησίας. Σ΄ αυτή την κατεύθυνση θα θέλαμε να κατανοήσουμε την πίστη στα δόγματα. Το νόημα τους δε βρίσκεται στο ότι εκθέτουν ορισμένες αλήθειες ή την Αλήθεια λογικά, αλλά στο ότι έχουν γίνει έκφραση και σημεία της κοινωνίας εντός της χριστιανικής κοινότητας. Επειδή η κοινωνία περιγράφει μια σχέση, εμπίπτει αναπόφευκτα στην τάξη της ενσάρκωσης κι έτσι πραγματοποιεί την αλήθεια hic et nunc , με το να προσλαμβάνει την ιστορία και τον πολιτισμό. Συγχρόνως βρίσκεται στην αλήθεια ως κοινωνία ένα προφητικό και κριτικό στοιχείο. Αυτό εμφανίζεται στην αποδοχή κι όχι στην απόρριψη των ιστορικών μορφών. Ο Χριστός ως αλήθεια είναι ο κριτής του κόσμου λόγω του ότι προσέλαβε τον κόσμο στον εαυτό του.
Αυτό σημαίνει, ότι κάθε διάρρηξη του συνδέσμου μεταξύ δόγματος και κοινότητας, οφείλεται στην διάρρήξη του συνδέσμου μεταξύ αλήθειας και κοινωνίας. Τα δόγματα, όπως και το αξίωμα, δεν μπορούν να επιβιώσουν ως αλήθεια έξω από το γεγονός της δημιουργημένης από το ?γιο Πνεύμα κοινωνίας. Δεν μπορεί μια έννοια ή μια διατύπωση να ενσωματώσει την αλήθεια στον εαυτό της, διότι τότε θα κατέληγε κανείς πάλι στην ελληνική αντίληψη περί αλήθειας. Η ακαδημαϊκή θεολογία μπορεί βέβαια να ασχοληθεί με τη διδασκαλία, αλλά μόνο η κοινωνία της Εκκλησίας συντελεί στο να κάνει τη θεολογία να είναι αλήθεια. 116 . Με μια τέτοια κατανόηση των δογμάτων διατηρείται η υπεράσπιση των Ελλήνων Πατέρων έναντι μιας θεωρητικής σύλληψης της ιδέας της αλήθειας χωρίς μάλιστα να αίρεται η ιστορικότητα της αλήθειας.
δ) Στην Ευχαριστία φαίνεται, ότι η αλήθεια δεν αφορά μόνο την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά ότι έχει βαθιές κοσμικές διαστάσεις. Στην Ευχαριστία αποκαλύπτεται ο Χριστός ως η ζωή και η ανακεφαλαίωση όλης της δημιουργίας. Μια από τις βασικές δυσκολίες στην ελληνική κατανόηση της αλήθειας βρίσκεται στο ότι η αλήθεια δεν μπορεί να κατανοηθεί και να διατυπωθεί μόνο με τον ανθρώπινο λόγο. Βέβαια μέσα σ? όλη τη δημιουργία μόνο ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λόγο κι αυτός ο λόγος του τον καθιστά, σύμφωνα πάλι με την κατανόηση των Ελλήνων Πατέρων, κύριο της δημιουργίας. Η ευχαριστιακή εμπειρία αποκαλύπτει έτσι, ότι αυτός ο λόγος του ανθρώπου πρέπει να κατανοηθεί ως ένα στοιχείο, το οποίο ενώνει τη δημιουργία για να τη συνδέσει με το Θεό μέσω των χειρών του ανθρώπου, έτσι ώστε ο Θεός ?και όχι ο άνθρωπος- να είναι «τα πάντα εν πάσι». Αυτή η ευχαριστιακή ή ιερατική λειτουργία του ανθρώπου συνδέει τη δημιουργημένη φύση με την αέναη ύπαρξη κι έτσι την απελευθερώνει από την υποδούλωση της αναγκαιότητας με το να της επιτρέπει την ανάπτυξη των δυνατοτήτων της στο έπακρο. Αν με τη βασική ιδέα αυτής της πραγματείας, η κοινωνία είναι ο μόνος δρόμος, στον οποίο μπορεί να υφίσταται η αλήθεια ως ζωή, τότε πρέπει η φύση, που δεν κατέχει ούτε πρόσωπο ούτε κοινωνία, «να στενάζει και να ανησυχεί» με την προσδοκία της λύτρωσης του ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να την τοποθετήσει στο γεγονός της κοινωνίας που δημιουργήθηκε απ? το Θεό. Είναι καθήκον του ανθρώπου να αφήσει να αναδειχτεί από την φύση μια ευχαριστιακή πραγματικότητα, δηλαδή να κάνει την ίδια τη φύση ικανή για κοινωνία. Αν ο άνθρωπος το κάνει αυτό, τότε η αλήθεια αποκτά σημασία για όλο τον κόσμο. Ο Χριστός γίνεται ένας κοσμικός Χριστός και ο κόσμος στο σύνολό του γίνεται κατοικία της αλήθειας, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κοινωνία με το δημιουργό της. Έτσι η αλήθεια γίνεται η ζωή του είναι.
Με αυτές τις σκέψεις οδηγούμαστε αρκετά πιο πέρα από τη θεολογική αλήθεια, με τη στενή και συνηθισμένη έννοια της λέξης θεολογική, κι έτσι συναντάμε την αλήθεια στο χώρο των φυσικών επιστημών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα παρουσιάζονταν οι φυσικές επιστήμες και η θεολογία να έχουν στην έρευνα διαφορετικές απόψεις για την αλήθεια, σα να μην ήταν η αλήθεια μόνο μία στο σύνολο της ύπαρξης. Αυτό ήταν μάλιστα το αποτέλεσμα του γεγονότος, ότι η αλήθεια υποτάχτηκε στη διχοτόμηση υπερβατικού και ενυπάρχοντος και του ότι, σε τελική ανάλυση, η θεολογική και η επιστημονική άποψη της αλήθειας είχαν απομακρυνθεί από την κατανόηση της κοινωνίας. Τη θεωρούσαν μόνο υπό το πρίσμα της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου στα πλαίσια της αναλυτικής μεθόδου έρευνας. Η ριζική ανατροπή, που προκάλεσε ο Αϊνστάιν στην επιστήμη, οδήγησε σε έναν πλήρη επαναπροσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας στην κατανόηση της αλήθειας 117 . Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν πρέπει να μελετηθούν σε όλη τους την έκταση . αυτό όμως που φάνηκε με μεγάλη σαφήνεια είναι, ότι η ελληνική κατανόηση του είναι επηρεάστηκε αποφασιστικά από την έννοια της σχέσης: για τις φυσικές επιστήμες της εποχής μετά τον Αϊνστάιν το είναι έγινε μια υπόθεση σχέσης. Έτσι και η επιστημονική αλήθεια καταλήγει ουσιαστικά σ? αυτό, στο οποίο έφτασαν οι Έλληνες Πατέρες σε φιλοσοφικό επίπεδο 118 κι έτσι δίνεται η δυνατότητα να μιλάμε για μια μοναδική αλήθεια στον κόσμο, την οποία μπορεί κανείς να πλησιάσει και επιστημονικά και θεολογικά. Αν χρησιμοποιήσει κανείς στη θεολογία δημιουργικά τη σύνθεση αλήθειας και κοινωνίας των Ελλήνων Πατέρων και θαρραλέα την εφαρμόσει στο χώρο της Εκκλησίας, τότε θα μπορούσε να ξεπεραστεί η διχοτόμηση Εκκλησίας και επιστήμης. Ένας επιστήμονας, που είναι μέλος της Εκκλησίας, θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει, ότι επιτελεί ένα παρα-ευχαριστιακό έργο κι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην απελευθέρωση της φύσης από την υποδούλωση στα χέρια του μοντέρνου τεχνολογικά ανθρώπου. Η ευχαριστιακή αντίληψη περί αλήθειας μπορεί έτσι να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την αυταρχικότητά του έναντι της φύσης και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει, ότι ο Χριστός ως αλήθεια είναι εδώ για τη ζωή όλου του κόσμου και ότι η θέωση, που έρχεται μέσω του Χριστού ως κοινωνία με τη θεία ζωή (Πετρ. Β? 1,4), δεν αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο, αλλά «σ? ολόκληρη τη φύση» 119 .
ε) Τελικά, η ευχαριστιακή κατανόηση της αλήθειας κάνει επίσης σαφές, πώς η αλήθεια γίνεται ελευθερία (Ιω. 8,32). Όπως αναφέρθηκε ήδη σχετικά με το ερώτημα για τη σχέση της αλήθειας με την πεπτωκυία ύπαρξη, η ελευθερία έγκειται σ? αυτή τη συνάφεια στην επιλογή μεταξύ διαφορετικών δυνατοτήτων: μεταξύ της άρνησης και της κατάφασης, μεταξύ του καλού και του κακού. Αυτή η δυνατότητα επιλογής βασίζεται στις εξατομικεύσεις και τις διχοτομήσεις του είναι, κι από αυτά προκύπτει, ότι ο άνθρωπος αναφέρει επίμονα όλο το είναι στον ίδιο του τον εαυτό. Η υπέρβαση αυτών των διχοτομιών είναι ακριβώς αυτό, που εμείς χαρακτηρίζουμε ως «καθολικότητα» της ύπαρξης στον Χριστό και το σώμα Του, στην καθολική Εκκλησία. Πρόκειται γι? αυτό το είδος καθολικότητας της ύπαρξης, όπως το παρουσιάζει η ευχαριστιακή κοινότητα στην ίδια τη δομή της 120 . Η ελευθερία, η οποία χαρίζει στην κτίση τον Χριστό ως αλήθεια, είναι ακριβώς αυτή η απελευθέρωση από τη διαίρεση και την εξατομίκευση κι έτσι δημιουργείται στην κοινωνία η δυνατότητα της διαφορετικότητας.
Αν όμως η αλήθεια ως ελευθερία έχει τη βάση της στην Εκκλησία, τότε προκύπτει μια νέα αντίληψη περί ελευθερίας, η οποία δεν προσδιορίζεται από την ελευθερία της επιλογής, αλλά από την κίνηση της μόνιμης κατάφασης, του διαρκούς «αμήν». Ο συγκεντρωμένος στην Ευχαριστία λαός του Θεού πραγματοποιεί αυτή την ελευθερία με τη μορφή αυτής μόνο της κατάφασης: δεν είναι το «ναι» και το «όχι» μαζί, που προσφέρει ο Θεός στο Χριστό, αλλά μόνο το «ναι», το οποίο αντιστοιχεί στο ευχαριστιακό «αμήν» (Κορ. Β? 1, 19-20) 121 . Είναι λοιπόν σαφές, ότι η Ευχαριστία περιλαμβάνει μια κατανόηση της αλήθειας, η οποία δεν είναι αυτού του κόσμου και η οποία εμφανίζεται ίσως ως μη πραγματική και ακατάλληλη σε σχέση με τη ζωή. Όπως όμως ήδη δείξαμε σχετικά με τις σκέψεις μας για την Χριστολογία, το οντολογικό περιεχόμενο της αλήθειας δεν αδειάζει, όταν κανείς δεν το συνδέει με άλλη πράξη παρά με την πεπτωκυία. Η εξατομίκευση του είναι μέσω της πτώσης μας κάνει να αναζητούμε την ασφάλεια σε διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, αλλά η αλήθεια της κοινωνίας δε μας προσφέρει τέτοιου είδους ασφάλεια. Πολύ περισσότερο μας απελευθερώνει από τη σκλαβιά των αντικειμενικών «πραγμάτων» με το να τοποθετεί όλα αυτά τα πράγματα κι εμάς τους ίδιους στο γεγονός της κοινωνίας. Γι? αυτό το ?γιο Πνεύμα είναι και ελευθερία και κοινωνία (Κορ. Β? 3,17 . 13, 13).
Μόνο στην κοινωνία είναι ο άνθρωπος ελεύθερος. Αν η Εκκλησία θέλει να είναι ο τόπος της ελευθερίας, τότε πρέπει να τοποθετήσει όλα τα «αντικείμενα», που κατέχει ?όποια κι αν είναι αυτά (Γραφή, Μυστήρια, αξίωμα, κ.ά.)- στο γεγονός της κοινωνίας για να τα κάνει «αληθινά» και να ελευθερώσει τα μέλη της έναντι τέτοιων αντικειμένων, παρόλο που γίνονται σ? αυτά και μέσω αυτών κανάλια της κοινωνίας. Οι χριστιανοί πρέπει να μάθουν, ότι δεν πρέπει να στηρίζονται σε «αντικειμενικές αλήθειες», σε εγγυήσεις για την αλήθεια, αλλά ότι πρέπει να ζουν με ένα επικλητικό τρόπο , δηλαδή με το να στηρίζονται στο γεγονός της κοινωνίας, στο οποίο τους εισάγει η δομή της Εκκλησίας. Η αλήθεια ελευθερώνει τοποθετώντας τα όντα σε κοινωνία.
115 Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές στον Ιππόλυτο , Αποστ. Παραδ. 3 (προσευχή χειροτονίας του επισκόπου).
116 Έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός, ότι η αρχαία Εκκλησία εξέφραζε την πίστη της επίσημα μέσω των συνόδων των επισκόπων, δηλαδή των αρχηγών των ευχαριστιακών κοινοτήτων και όχι των θεολόγων.
117 πρβλ. T.F.Torrance , Space, Time and Incarnation, London, New York, Oxford 1969.
118 όπ.π.
11 9 πρβλ. Αθανασίου , Προς Σερ. Ι,23.
120 Λεπτομερέστερα για το σημείο αυτό βλ. J.D.Zizioulas , La communaute eucharistique et la catholicite de l? Eglise, στο : Istina 14, 1969, 67-88.
121 Στη σκέψη των Ελλήνων Πατέρων, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σ? αυτή την πραγματεία, η αλήθεια τοποθετείται πάνω απ? αυτό, το οποίο εμείς χαρακτηρίζουμε ως ηθική αλήθεια . Η δυνατότητα επιλογής, την οποία ορίζει η ηθική αλήθεια, προέρχεται από την εξατομίκευση, όπως αυτή συνδέεται με την πτώση (βλ. πιο πάνω, ΙΙΙ,1). Στο σημείο αυτό βρίσκεται πραγματικά ένας περιορισμός της αλήθειας, επειδή η επιλογή αναφέρεται σε δεδομένες και κατά συνέπεια σε εξαναγκαστικές δυνατότητες. Αν ο Θεός τοποθετείται πάνω από τη θέληση (Αθανάσιος) ή πέρα από την κατάφαση και την άρνηση (Μάξιμος) (βλ. πιο πάνω, ΙΙ, 3 και 4), οι Έλληνες Πατέρες ήθελαν συγχρόνως να τοποθετήσουν την ελευθερία πάνω από τον περιορισμό της επιλογής και του δεδομένου: ο Θεός είναι πραγματικά ελεύθερος, διότι δεν έχει τίποτα, το οποίο θα του ήταν «δεδομένο» κι έτσι υπάρχει πέρα από την κατάφαση και την άρνηση. Αυτό όμως δεν πρέπει να είναι μόνο μια αρνητική δήλωση. Ο Θεός είναι τελείως ελεύθερος με θετική πολύ περισσότερο έννοια και μάλιστα στην αιωνιότητά Του, δηλαδή δε συγκρίνεται με τίποτα, το οποίο, όπως κάθε άλλο ον, έχει μια αρχή. Ορίζει θετικά την ύπαρξή Του μέσω ενός γεγονότος κοινωνίας: είναι ο Πατέρας, διότι έχει αιώνια έναν Υιό, μέσω του οποίου αυτοπροσδιορίζεται ως Πατέρας (βλ. πιο πάνω, υποσ. 77). Έτσι παρουσιάζεται η ύπαρξη του Θεού πραγματικά ελεύθερη έναντι ενός «δεδομένου» και με μια διαφορετικότητα, η οποία δεν υπόκειται στην εξατομίκευση. Μια ελευθερία αυτού του είδους προσφέρεται στον άνθρωπο εν Χριστώ ως η εσχατολογική δόξα των παιδιών του Θεού. Το ?γιο Πνεύμα χαρίζει ήδη μια πρόγευση καθ΄ όσον κατευθύνει την κοινότητα της Εκκλησίας στην ιστορία. Μ? αυτή την έννοια η ευχαριστιακή κοινωνία, ως το εντελώς ιδιαίτερο εσχατολογικό γεγονός της Εκκλησίας, είναι μια κατάφαση (επιβεβαίωση), ένα «αμήν». Αποκαλύπτει μια κατάσταση της ύπαρξης χωρίς άρνηση, όντας η ίδια ελεύθερη έναντι κάθε άρνησης του είναι και της ζωής, δηλαδή του θανάτου. Η ελευθερία, η οποία έγκειται στην κατάφαση μέσω της κοινωνίας, είναι μια ελευθερία από την εξατομίκευση και το θάνατο, μια κατάφαση του είναι . Βεβαίως αυτή δεν είναι μια ηθική, αλλά μια οντολογική ελευθερία, η οποία προέρχεται από την ταύτιση του είναι και της αλήθειας με την κοινωνία.